Πιερίνας Τζούλια Βαμβακάρη
Μια μικρή μούσα, η Λαέρτια, μου διηγήθηκε το θαυμαστό ταξίδι τριών αγαπημένων αδελφιών μ’ ένα πειρατικό καράβι. Είναι σίγουρη ότι πρόκειται για μια αληθινή περιπέτεια που συνέβη στον χωροχρόνο του φωτεινού κόσμου των παιδιών...
Η ιστορία μας ξεκινάει στο Λονδίνο ένα ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 2020. Η Ντέστινι, ο Πήτερ και ο Άλεξ έπαιζαν ανέμελα με τα παιχνίδια τους όταν η μητέρα τους φώναξε χαρούμενα:
-Παιδιά, πάμε βόλτα!
-Πού; ρώτησε ανυπόμονα ο Άλεξ.
-Στο πάρκο! Ελάτε να ετοιμαστείτε και μην ξεχάσετε τις μπάλες και τα πατίνια.
Μια βόλτα στο πάρκο είναι πάντα μια πολύ καλή ιδέα για παιχνίδι και χαλάρωση. Η διαδρομή που ακολούθησαν αυτή την φορά ήταν διαφορετική. Είχε κάτι το παραμυθένιο, γαλήνιο και μαγικό. Ενώ εξερευνούσαν την περιοχή τους τράβηξε την προσοχή μια μεγάλη βελανιδιά που είχε χαραγμένη στον κορμό της μια επιγραφή: «Διάλεξε την δική σου περιπέτεια».
- Ποιος να το είχε γράψει άραγε και τι να εννοούσε με αυτό; αναρωτήθηκαν τα αδέλφια.
Παρασύρθηκαν σε ένα ατελείωτο παιχνίδι παρέα με τις μυρωδιές και τους ήχους της φύσης. Κάποια στιγμή η Ντέστινι κυνηγώντας την μπάλα της αναφώνησε:
-Παιδιά, παιδιά ελάτε γρήγορα! Δεν θα το πιστέψετε, βρήκα ένα λαγούμι, ελάτε να δείτε!
Τα δύο αγόρια έτρεξαν γρήγορα σαν αστραπή για να δουν την ανακάλυψη της αδελφής τους. Ο Πήτερ, γνωστός για την αχαλίνωτη φαντασία του, σχολίασε:
-Πω, πω τι μεγάλο λαγούμι! Πραγματικά μοιάζει με μια μυστική πύλη που μπορεί να μας οδηγήσει σε έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό, μαγικό...
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του όταν ξαφνικά ένιωσαν ένα τράνταγμα.
Τους ρούφηξε μια αλλόκοτη δύναμη μέσα στο λαγούμι και προσγειώθηκαν σε ένα άγνωστο λιμάνι, μια άλλη εποχή που έμοιαζε με εικόνες βιβλίων 300 χρόνια πριν.
Στο λιμάνι υπήρχαν πολλά πλοία γεμάτα ναυτικούς και φορτωμένα με σακιά και κασόνια. Φωνές, σκόνη και έντονοι θόρυβοι παντού ολόγυρά τους.
-Μου θυμίζει πολύ το Πορτ Ρουαγιάλ της Τζαμάικα που είδα σ' ένα βιβλίο για πειρατές στην βιβλιοθήκη του σχολείου... Πολύ παράξενο, ήταν το αγαπημένο λιμάνι των πειρατών στην Καραϊβική! πρόσθεσε ο Πήτερ που ενθουσιαζόταν να διαβάζει βιβλία με περιπέτειες από την χρυσή εποχή της πειρατείας.
Μετά από λίγο σαν μέσα από ομίχλη βλέπουν να τους πλησιάζει ένας γέροντας που έμοιαζε με μάγο, με μακριά άσπρη γενειάδα και ένα μπλε μάλλινο σκούφο.
-Καλησπέρα καλά μου παιδιά! Θα σας δείξω το δρόμο για τον γυρισμό αλλά πρώτα πρέπει να βρείτε την δύναμή σας σε ένα ταξίδι περιπέτειας και αυτογνωσίας.
Τα παιδιά ακολούθησαν τον γέροντα με περιέργεια αλλά και λίγο φόβο μην τους συμβεί κάτι κακό. Σε λίγο είδαν έκπληκτοι μπροστά τους ένα μεγααάλο, θεόρατο καράβι που έμοιαζε με πειρατικό πλοίο.
-Θεούλη μου, τι τεράστιο και φανταστικό πλοίο! Φαίνεται σαν μην έχει κανένα επιβάτη. Μήπως είναι πλοίο φάντασμα; αναρωτήθηκε ο Άλεξ.
-Όχι, είναι ένα πλοίο πειρατικό με μαγικές δυνάμεις που θα σας οδηγήσει στο ταξίδι της αυτογνωσίας και της περιπέτειας ώστε να βρείτε όλοι την δύναμή σας και την αποστολή σας. Αν κάποια στιγμή φοβηθείτε ή την λύση σ΄ένα πρόβλημα δεν μπορείτε να βρείτε, τότε το όνομά μου τρεις φορές να πείτε και αμέσως την βοήθειά μου θα γευτείτε. Είμαι ο αόρατος βοηθός σας και με λένε Αγαθάγγελο, είπε ο γέροντας και εξαφανίστηκε μέσα σε ένα χρυσοκόκκινο σύννεφο καπνού.
Μια σκάλα από σκοινί ξετυλίχτηκε από το κατάστρωμα του πλοίου και τα παιδιά σκαρφάλωσαν με αγωνία και ανυπομονησία για να ανακαλύψουν τι υπήρχε μέσα στο πειρατικό καράβι. Πριν προλάβουν να πουν λέξη το πλοίο άρχισε να πετάει αφήνοντας πίσω του χρυσόσκονη που έλαμπε στις ακτίνες του ήλιου. Του Πήτερ του κόπηκε η ανάσα! Πάντα φοβόταν τα ύψη και το πέταγμα στον ουρανό. Ωστόσο, καθώς περνούσε η ώρα ένιωθε τον φόβο του να μειώνεται και να συνηθίζει το ύψος.
Άρχισε να απολαμβάνει τις όμορφες εικόνες που έβλεπαν μπροστά τους και να ζει την μαγεία της περιπέτειας και την κάθε στιγμή με ενθουσιασμό. Τα παιδιά ξεκίνησαν να εξερευνούν το πλοίο. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξαν ήταν ένας πολύχρωμος παπαγάλος που τους κοιτούσε περίεργα πάνω στο κατάρτι.
Ακούστηκε η φωνή του να λέει:
-Παα παα, μαγικό διαμάντι στου καραβιού την πλώρη, παα παα, το ψάχνουν πειρατές άγριοι και αιμοβόροι.
Μετά βρήκαν μια καμπίνα γεμάτη με εφόδια για το ταξίδι τους και τρία κρεβάτια το ένα δίπλα στο άλλο. Σε ένα μπαούλο υπήρχαν τρία πειρατικά σπαθιά και λίγο χρυσάφι. Ο Άλεξ ψιθύρισε ανήσυχος:
-Αααχ, είναι πολύ σκοτεινά εδώ μέσα και εγώ φοβάμαι το σκοτάδι, το ξέρετε αυτό!
-Ηρέμησε, ηρέμησε! Υπάρχουν πιο ανατριχιαστικά πράγματα που μας συμβαίνουν τώρα: ένα πειρατικό πλοίο που πετάει και που μας πηγαίνει σε άγνωστα μέρη... και κάτι πειρατές που ψάχνουν το μαγικό διαμάντι! τόνισε η Ντέστινι.
Ο Άλεξ χαμογέλασε αλλά μέσα του αισθανόταν ακόμη φόβο. Παρόλα αυτά ένιωσε ότι το κάλεσμα στην περιπέτεια ήταν τόσο δυνατό που θα το ακολουθούσε κι ας φοβόταν. Αυτή η σκέψη τον έκανε να αισθανθεί για πρώτη φορά πίστη στον εαυτό του και αποφασιστικότητα. Ίσως και λίγο από το κουράγιο των ατρόμητων ηρώων των παραμυθιών.
Τα πράγματα κύλησαν ήρεμα το βράδυ. Όταν ξύπνησαν το επόμενο πρωί είχαν φθάσει ήδη στον πρώτο τους προορισμό.
-Παα παα, φθάσαμε στο νησί του καλοκαιριού, παα παα, εδώ είναι πάντα καλοκαίρι, είπε ο παπαγάλος με τσιριχτή φωνή.
Ξαφνικά βλέπουν ένα τσούρμο από πειρατές να τους πλησιάζει απειλητικά κρατώντας σπαθιά. Ήθελαν να αρπάξουν το μαγικό διαμάντι του πλοίου. Η Ντέστινι πάγωσε από τον φόβο της και μουρμούρισε:
-Φοβάμαι πολυυύ τους πειρατές!
-Τελικά ο καθένας μας έχει τον δικό του φόβο να αντιμετωπίσει. Γι’αυτό είπε ο Αγαθάγγελος ότι το ταξίδι αυτό θα είναι ταξίδι αυτογνωσίας. Να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τις αδυναμίες μας καλύτερα, σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Πήτερ.
-Τι κάνουμε τώρα; τραύλισε η Ντέστινι τρομαγμένη.
-Παα παα, τους πειρατές για να αντιμετωπίσετε, παα παα, τα μαγικά σπαθιά θα πρέπει να ενεργοποιήσετε, τραγούδησε νυσταγμένος ο παπαγάλος και πήγε στο κλουβάκι του να κοιμηθεί.
-Εεε και πώς ενεργοποιούνται τα μαγικά σπαθιά; αναρωτήθηκαν τα παιδιά με μια φωνή.
Η Ντέστινι ένιωσε την ανάγκη να αναλάβει δράση και να ενθαρρύνει τα αδέλφια της, να τους δείξει ότι βρίσκουμε λύσεις και προχωράμε ακόμη κι αν φοβόμαστε:
-Έχω μια ιδέα, να ζητήσουμε την βοήθεια του Αγαθάγγελου. Να προλάβουμε πριν ανέβουν οι πειρατές στο πλοίο.
Τα παιδιά φώναξαν το όνομά του τρεις φορές και ο καλός γέροντας εμφανίστηκε αμέσως μπροστά τους.
-Το μαγικό σπαθί ενεργοποιείται όταν αυτός που το κρατάει πιστεύει στον εαυτό του και στην δύναμη του καλού. Τότε εκπέμπει μια μαγική ακτίνα που «παγώνει» προσωρινά τον εχθρό, δήλωσε ο Αγαθάγγελος και εξαφανίστηκε σε ένα xρυσοκόκκινο σύννεφο καπνού.
Άμεσως, τα παιδιά άρπαξαν τα σπαθιά και άρχισαν να σημαδεύουν από μακριά τους πειρατές που ζαλισμένοι ακινητοποιήθηκαν. Ακίνδυνοι πλέον έμοιαζαν σαν μια παράταξη από κέρινα ομοιώματα στην ακτή. Το πλοίο έφυγε από το νησί του καλοκαιριού και συνέχισε το ταξίδι του προς τον επόμενο προορισμό.
Ο παπαγάλος μετά τον ξεκούραστο ύπνο του είπε γεμάτος από χαρά που ξαναείδε τους φίλους του:
-Παα παα, καλωσήλθατε στον δεύτερο προορισμό σας, στο νησί των ονείρων.
Παα παα, αποστολή σας τον θησαυρό να βρείτε που ο κακός ο μάγος έχει αρπάξει όλο το νησί για να υποτάξει. Παα παα, με το μαγικό διαμάντι θα τον εξουδετερώσετε και τον θησαυρό θα ελευθερώσετε.
Τα παιδιά κατέβηκαν από το πλοίο παίρνοντας μαζί τους το μαγικό διαμάντι μέσα σ’ ένα σάκο. Άρχισαν να εξερευνούν το νησί ξεκινώντας από την παραλία και προχωρώντας στην συνέχεια προς τους πρόποδες του βουνού. Ένιωθαν να έχουν χαθεί μέσα στην βλάστηση και η σκέψη ότι κάτι κακό παραμονεύει τους αναστάτωσε πολύ.
Εντελώς αναπάντεχα παρουσιάστηκαν μπροστά τους, σαν σε όνειρο, όλα τα μαγικά πλάσματα των παραμυθιών: νεράιδες, μονόκεροι, ξωτικά... Τους διηγήθηκαν ότι ο κακός μάγος για να κυριεύσει το νησί των ονείρων, κρατάει φυλακισμένη την βασίλισσά τους, την Αναστασία, που φροντίζει για την αρμονία της φύσης και για την γαλήνη και ευτυχία στην ζωή των ανθρώπων. Τότε τα παιδιά κατάλαβαν ότι ο θησαυρός της αποστολής τους ήταν να βρουν και να ελευθερώσουν την Αναστασία.
Ακολούθησαν τις οδηγίες των μαγικών πλασμάτων και έφθασαν στο κάστρο του κακού μάγου όπου εκεί ήταν φυλακισμένη η Αναστασία. Μπήκαν μέσα στο σκοτεινό και τρομακτικό κάστρο ψάχνοντας για τον θησαυρό. Ένιωθαν την δύναμη από το μαγικό διαμάντι να τους πλημμυρίζει και τον αρχικό τους φόβο να υποχωρεί. Ο κακός μάγος παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά τους μέσα σ΄ένα σύννεφο μαύρου καπνού.
-Φύγετε από το κάστρο μου αμέσως γιατί θα διατάξω τον δράκο μου να σας επιτεθεί! κραύγασε με βροντερή φωνή.
Χωρίς να χάσουν χρόνο τα παιδιά έβγαλαν από το σάκο το μαγικό διαμάντι. Μια λάμψη φώτισε όλο το χώρο. Η ενέργεια του διαμαντιού απλώθηκε παντού γύρω σαν μια μπάλα φωτός που μεγάλωνε όλο και περισσότερο και τελικά εξουδετέρωσε τις κακές δυνάμεις του μάγου που εξαφανίστηκε σαν σκόνη μπροστά στα μάτια τους.
Χαρούμενα τα τρία αδέλφια έτρεξαν μέσα στο κάστρο για να βρουν τον θησαυρό της αποστολής τους, την Αναστασία. Βρισκόταν κλεισμένη σ’ένα κελί. Ήταν τόσο όμορφη με μωβ μαλλιά και ένα μακρύ φόρεμα που έμοιαζε με κύματα της θάλασσας.
Τους χαμογέλασε και ένιωσαν να ανοίγει η καρδιά τους και να γεμίζει φως!
-Σας περίμενα παιδιά μου τόσο καιρό! Σας ευχαριστώ που δεν φοβηθήκατε και ήρθατε να με ελευθερώσετε. Θέλω να σας ανταμείψω χαρίζοντάς σας όποιες μαγικές δυνάμεις διαλέξετε. Λοιπόν, ποιa θα διαλέξετε να είναι η ξεχωριστή σας δύναμη;
-Εγώ θα ήθελα να βοηθάω τους ανθρώπους να νικάνε τους φόβους τους, είπε η Ντέστινι.
-Εγώ, θα ήθελα να ξεπερνάω τα εμπόδια πετώντας πιο ψηλά από αυτά, συνέχισε ο Πήτερ.
-Εγώ θα ήθελα να ρίχνω άπλετο φως σε όλα τα σκοτάδια, είπε ο Άλεξ.
-Έγινε! είπε η Αναστασία και συνέχισε,
-Αποστολή σας θα είναι ο καθένας από εσάς να χρησιμοποιήσει τις ξεχωριστές του δυνάμεις για να βοηθάει άλλους ανθρώπους και να προσφέρει στο κοινό καλό.
Το επόμενο πρωί, τα παιδιά ξύπνησαν στα κρεβάτια τους.
-Είδα το πιο απίστευτο όνειρο, είπε η Ντέστινι.
-Ότι ήμασταν μαζί σε ένα πειρατικό καράβι που...
-...πετάει, συμπλήρωσε ο Πήτερ,
-...και πολεμήσαμε με πειρατές και ένα κακό μάγο!, πρόσθεσε ο Άλεξ.
Κοιτάχτηκαν όλοι με έκπληξη.
-Τελικά, μάλλον δεν ήταν όνειρο αλλά ένα πραγματικό ταξίδι σαν όνειρο! σκέφτηκαν τα τρία αδέλφια.
Πιερίνα Τζούλια Βαμβακάρη
Εικονογράφηση από την ίδια.
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki