Κατερίνας Κουκουρίνου
Μία φορά κι έναν καιρό ζούσε μια μικρή πασχαλίτσα σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Εκεί έμεναν και άλλα μικρά και μεγάλα ζώα.
Η μικρή πασχαλίτσα εργαζόταν στο εργοστάσιο των δώρων μαζί με τις αδελφές της. Σε αυτό το εργοστάσιο, οι πασχαλίτσες ετοίμαζαν τα δώρα, τα οποία έδιναν στα ζώα πριν τη γιορτή που γινόταν την άνοιξη.
Πριν τη γιορτή, τα ζώα έλεγαν μία ευχή {Φέρε μου, πασχαλίτσα, καινούργια παπούτσια και χρυσές κορδέλες". Οι πασχαλίτσες άκουγαν την ευχή και την επόμενη μέρα τους έδιναν τα δώρα τους.
Μία εβδομάδα πριν τη γιορτή, η μικρή πασχαλίτσα φόρεσε το κόκκινο φουστάνι με τις μαύρες βούλες και τα μαύρα καλογυαλισμένα παπούτσια της και πέταξε από πόρτα σε πόρτα για να αφήσει τα δώρα της.
Έδωσε ένα κουτί στο λαγό, τον ποντικό και τη μέλισσα. Είχε έρθει η σειρά της πεταλούδας.
Η πασχαλίτσα χτύπησε την πόρτα. Η πεταλούδα εμφανίστηκε φορώντας το πολύχρωμο φουστάνι της. Μόλις είδε την πασχαλίτσα είπε:
- Όχι, δεν θα το πάρω!
- Άκουσα την ευχή σου. Πρέπει να το πάρεις! Είπε η πασχαλίτσα.
- Κι όμως, έκανα λάθος. Έχω πολλά παπούτσια και χρυσές κορδέλες. Δώσ’ τα σε άλλον. Είπε η πεταλούδα κι έκλεισε την πόρτα.
Η πασχαλίτσα έμεινε για μερικά λεπτά κρατώντας το κουτί μην ξέροντας τί να κάνει. Δεν υπήρχε κανένα άλλο ζώο στη λίστα της που να περίμενε δώρο. Κι όμως, πάντα ήθελε να κρατήσει ένα δώρο για τον εαυτό της. "Ωραία! Αφού δεν έκανε άλλος ευχή θα το κρατήσω εγώ". Σκέφτηκε η πασχαλίτσα και ξεκίνησε χαρούμενη για το σπίτι της.
Ενώ περνούσε από ένα μέρος με χώματα άκουσε μία λεπτή φωνούλα: "Πασχαλίτσα, φέρε μου κι εμένα ένα δώρο σε παρακαλώ".
Η πασχαλίτσα κοίταξε προς το μέρος και είδε ένα μικρό σκαθάρι.
Τα ρούχα του ήταν λερωμένα και δεν φορούσε παπούτσια. Όλη μέρα κουβαλούσε μπάλες από χώμα κάτω από τον ήλιο. "Πρέπει να πάω αλλού πρώτα!" Είπε η πασχαλίτσα εκνευρισμένη και συνέχισε το δρόμο της.
Το σκαθάρι περίμενε όλο το απόγευμα την πασχαλίτσα να του φέρει το δώρο του. Η πασχαλίτσα, όμως, δεν φάνηκε. Είχε νυχτώσει πια και το σκαθάρι αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του.
Το επόμενο πρωί η πασχαλίτσα έφτασε στο εργοστάσιο. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος από τις μηχανές. Μέσα στο εργοστάσιο υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Οι πασχαλίτσες ήταν στενοχωρημένες γιατί δεν μπορούσαν να φτιάξουν τα υπόλοιπα δώρα. Κάποιες μάλωναν και κατηγορούσαν η μία την άλλη γι’ αυτή την κατάσταση. "Ησυχία!" φώναξε η αρχηγός πασχαλίτσα.
Οι πασχαλίτσες σιώπησαν και η αρχηγός συνέχισε "Όλες εδώ γνωρίζουμε τι έχει συμβεί. Κάποια κράτησε το δώρο που έπρεπε να παραδώσει για τον εαυτό της. Αυτή που το έκανε θα πρέπει να βρει τρόπο να το διορθώσει. Αλλιώς, το εργοστάσιο δεν θα ξαναλειτουργήσει".
Καμία πασχαλίτσα δεν μίλησε και όλες περίμεναν να φανερωθεί η ένοχη.
Η μικρή πασχαλίτσα ντρεπόταν να μιλήσει και φοβήθηκε να πει την αλήθεια. Μαζεύτηκε σε μία γωνία και παρακολουθούσε σιωπηλή.
Τότε η αρχηγός τους είπε: "Είμαι πολύ απογοητευμένη. Περίμενα η ένοχη να είχε το θάρρος να πει το λάθος της. Πηγαίνετε στα σπίτια σας και σκεφτείτε τις πράξεις σας".
Η μικρή πασχαλίτσα περπατούσε προς το σπίτι της και σε όλο το δρόμο έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της. Έπρεπε να βρει μία λύση για να μπορέσουν να δουλέψουν οι μηχανές.
Όταν έφτασε έξω από το σπίτι της είχε μία ιδέα. Θα έδινε το κουτί που είχε κρατήσει στο εργοστάσιο. Οι πασχαλίτσες θα θύμωναν όταν μάθαιναν την αλήθεια, αλλά, ίσως, την συγχωρούσαν.
Όμως, όταν έψαξε στο δωμάτιό της, το κουτί έλειπε. Είδε το παράθυρο ανοιχτό. Κάποιος είχε μπει μέσα και άρπαξε τα δώρα. Η πασχαλίτσα στενοχωρήθηκε πολύ. Ήταν η μόνη ελπίδα για να δουλέψει ξανά το εργοστάσιο των δώρων.
Τότε θυμήθηκε ότι το πρωί είχε δει την αλεπού έξω από το σπίτι της. Ήξερε ότι η αλεπού έκλεβε πράγματα και ήταν σίγουρη ότι είχε αρπάξει το κουτί της.
Η αλεπού έμενε στο δάσος που βρισκόταν πέρα από το λιβάδι.
Έτσι, η πασχαλίτσα ξεκίνησε για τη φωλιά της αλεπούς.
Η πασχαλίτσα κοίταξε πέρα προς το δάσος. Ο δρόμος ήταν μεγάλος και ο ήλιος έκανε τα μάτια της να θαμπώνουν. "Αν η πεταλούδα είχε κρατήσει το κουτί, τίποτα από αυτά δεν θα συνέβαινε. Αυτή φταίει για όλα!" Σκέφτηκε και συνέχισε να περπατά.
Κάποια στιγμή άκουσε ένα βουητό. Ένα αυτοκίνητο περνούσε από δίπλα της με μεγάλη ταχύτητα. Η πασχαλίτσα έκανε στην άκρη και σκόνταψε σε μία πέτρα. Έπεσε κάτω και χτύπησε το γόνατό της. Η πασχαλίτσα έκλαιγε λέγοντας: "Ωχ! Το ποδαράκι μου!"
Μία σκιά παρουσιάστηκε και της είπε: "Έλα, δώσε μου το χέρι σου". Η πασχαλίτσα τέντωσε το χέρι της προς τη σκιά και μπόρεσε να σταθεί όρθια. Τίναξε το κόκκινο φουστάνι της για να διώξει τα χώματα και κοίταξε προς την σκιά. Ήταν το σκαθάρι.
- Ευχαριστώ. Είπε η πασχαλίτσα.
- Δεν θα έπρεπε να περπατάς στο δρόμο. Περνούν πολλά αυτοκίνητα τέτοια ώρα. Είπε το σκαθάρι.
- Πηγαίνω στο δάσος για να βρω την αλεπού. Μου έκλεψε ένα δώρο που έπρεπε να δώσω σε κάποιον. Είπε η πασχαλίτσα.
- Θα έρθω μαζί σου. Είπε το σκαθάρι.
Η πασχαλίτσα κοίταξε το γόνατό της και είδε μία μικρή πληγή.
Το σκαθάρι έκοψε ένα χορτάρι κι έδεσε το γόνατο της πασχαλίτσας. Ύστερα, ξεκίνησαν να περπατούν προς το δάσος.
Έφτασαν έξω από τη φωλιά της αλεπούς. Την είδαν να κάθεται πάνω σε μία μεγάλη πέτρα και να βγάζει τα παπούτσια από το κουτί.
- Δώσε μου τα παπούτσια! Δεν είναι δικά σου. Είπε η πασχαλίτσα.
- Γιατί; Μήπως είναι δικά σου; Ρώτησε η αλεπού.
Η πασχαλίτσα ντράπηκε και έσκυψε το κεφάλι. Η αλεπού ήξερε ότι τα είχε κρατήσει για τον εαυτό της.
- Δώσε τα δώρα στην πασχαλίτσα! Έπρεπε να τα ζητήσεις και όχι να τα κλέψεις. Είπε το σκαθάρι.
- Μπα! Εγώ είμαι κλέφτρα; Μήπως δεν είναι κλέφτρα η φίλη σου; Γιατί τα είχε στο δωμάτιό της; Είπε η αλεπού.
Η πασχαλίτσα έμεινε σιωπηλή.
- Δεν έχει σημασία. Πρέπει να της τα δώσεις. Είπε το σκαθάρι.
- Εγώ θα φορέσω τα παπούτσια! Είπε η αλεπού.
Τότε τα φόρεσε και κράτησε τις κορδέλες. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και τα πόδια της αλεπούς άρχισαν να φουσκώνουν μέχρι που έγιναν σαν μπαλόνια και οι κορδέλες τυλίχτηκαν γύρω από τα χέρια της και τα έδεσαν σφιχτά. Η αλεπού ούρλιαζε από τον πόνο. "Βοήθεια! Δεν τα θέλω! Βγάλτε τα! Πονάω!"
Η πασχαλίτσα και το σκαθάρι έλυσαν τις κορδέλες και έβγαλαν τα παπούτσια από τα πόδια της αλεπούς. Εκείνη έτρεξε στη φωλιά της.
Η πασχαλίτσα έβαλε τα παπούτσια και τις κορδέλες στο κουτί και μαζί με το σκαθάρι πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Η πασχαλίτσα κοίταξε το σκαθάρι. Φορούσε λερωμένα ρούχα και δεν είχε παπούτσια στα πόδια του. Θυμήθηκε πόσες φορές το είχε δει να κουβαλά μπάλες από χώμα κάτω από τον ήλιο και μετάνιωσε που δεν του είχε δώσει ένα δώρο. Σκέφτηκε ότι χωρίς τη βοήθεια του σκαθαριού δεν θα είχε πάρει τα δώρα από την αλεπού.
Γι’αυτό, όταν έφτασαν στο λιβάδι, η πασχαλίτσα έδωσε το κουτί στο σκαθάρι και του είπε:
-Ορίστε. Αυτό το δώρο είναι για σένα.
- Αλήθεια; Ευχαριστώ. Είπε το σκαθάρι και πήρε το κουτί με χαρά.
Το επόμενο πρωί η πασχαλίτσα πήγε στο εργοστάσιο για να πει την αλήθεια. Όταν έφτασε εκεί άκουσε έναν θόρυβο. Οι μηχανές δούλευαν και οι πασχαλίτσες είχαν πιάσει δουλειά!
Προσπάθησε να μιλήσει στην αρχηγό, αλλά εκείνη της είπε: "Τί κάθεσαι μικρή μου; Πρέπει να ετοιμαστούν και τα υπόλοιπα δώρα. Σε τρεις μέρες έχουμε γιορτή". Και η μικρή πασχαλίτσα έπιασε αμέσως δουλειά.
Η γιορτή έφτασε. Όλα τα ζώα φορούσαν τα καινούργια παπούτσια και κρατούσαν τις καινούργιες χρυσές κορδέλες τους.
Η πασχαλίτσα κοίταζε τα ζώα και χαιρόταν με τη χαρά τους.
Το σκαθάρι την είδε και την πλησίασε. Της έδωσε το ένα παπούτσι.
- Φόρεσέ το. Είπε το σκαθάρι
- Όχι, δεν μπορώ! Είναι δικό σου! Είπε η πασχαλίτσα.
- Μόνο για τον χορό. Είπε το σκαθάρι.
Η πασχαλίτσα φόρεσε το παπούτσι και σηκώθηκε για να χορέψει.
Ο χορός ξεκίνησε και τα ζώα χόρευαν με ρυθμό. Η πασχαλίτσα και το σκαθάρι χόρευαν στη μέση του κύκλου που είχαν σχηματίσει τα άλλα ζώα φορώντας από ένα παπούτσι και κρατώντας από μία χρυσή κορδέλα.
Κατερίνα Κουκουρίνου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki