Αικατερίνης Σπανοπούλου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η τελευταία ηλιαχτίδα με την δύση του ηλίου άρχισε να χάνεται διαμέσου του θολωτού ροζέ τζαμιού. Έμοιαζε να νυχτώνει και η προσευχή έμοιαζε να τελειώνει παράλληλα... Οι πιστοί της Αγιάς Σοφιάς έφευγαν διστακτικά για να πουν ένα τελευταίο μεγάλο
«Σ’ αγαπώ…» Ένα μεγάλο «Σ’ αγαπώ…» προς τον Θεό, που τόσο Τον είχαν ανάγκη… Ένας φτωχός μάλιστα έβγαλε από την τσέπη του λίγα νομίσματα και τα άφησε σε μια εικόνα. Ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπό του…
Αυτό δεν είναι τωρινό, όπως θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα. Ο χρόνος μας γυρίζει πίσω και όπως θα λέγαμε «Μια φορά και έναν καιρό …» ο ιερός τούτος ναός -και όχι παλάτι- κτίσθηκε ολοτελής το 537 μ.Χ επί Ιουστινιανού Α΄.
Αυτός ήταν ένας αυστηρός άνθρωπος, αλλά αρκετά θεοσεβούμενος για να ολοκληρώσει το χτίσιμο της Αγίας του Θεού Σοφίας.
Εκείνα τα χρόνια ήταν παντρεμένος με τη Θεοδώρα .Μία ταπεινή καταγωγής γυναίκα με αρκετές φιλοδοξίες. Ήταν επίσης και πολύ όμορφη… Την παντρεύτηκε μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας ύστερα από αίτηση της τελευταίας.
Ωστόσο όμως η Θεοδώρα είχε και μια καλή συνήθεια, όπου την κατάλαβε ο Ιουστινιανός μετά από λίγο καιρό. Κάθε πρωί -σχεδόν χαράματα- έπαιρνε ένα τσουβάλι σιτάρι από την αποθήκη του πλούσιου αρχοντικού της και το μοίραζε στα περιστέρια έξω από την αυλή της Αγιάς Σοφιάς. Και ο άνεμος της έπαιρνε τα μαλλιά και τα βασιλικά της ρούχα, ενώ τα περιστέρια , που τριγυρνούσαν στα πόδια της, τής θύμιζαν χαμένες ανθρώπινες ψυχές. Εξάλλου σφαγιάστηκαν πολλοί για να γίνει αυτή η μεγάλη βυζαντινή αυτοκρατορία του συζύγου της. Ποιος άραγε να ήξερε κάποτε για τις ευαίσθητες χορδές της αυτοκράτειρας;
Ύστερα επέστρεφε στο σπίτι της και καθόταν συνομιλώντας με τις άλλες εύπορες κυρίες της Κωνσταντινούπολης… Φαινόταν σαν να ήταν διπρόσωπη, αλλά ο Ιουστινιανός ήξερε καλά να την χειρίζεται… Ίσως και γι’ αυτό να την αγαπούσε τόσο πολύ. Ίσως και γι’ αυτό εκείνη…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δύο άντρες, μεσήλικες στα χρόνια, βρίσκονταν στην είσοδο του ναού της Αγιάς Σοφιάς και κοιτούσαν το κοίλο του τρούλου, απορώντας…
«Τελικά είχες δίκιο για την μετατόπιση του βάρους και την στερέωση σε μολύβδινα τζάμια…» είπε ο Ανθέμιος στον Ισίδωρο.
«Μόνο που δεν πίστεψες ότι μπορεί να ίπταται η κορυφή…» του απάντησε χαμογελώντας ο Ισίδωρος…
«Ας είναι καλά οι υπολογισμοί μας με τις μοίρες… Οι πεσσοί δείχνουν να αντέχουν και τα τοξωτά στυλώματα, ολοκληρώνουν τον θόλο του ναού» είπε ξανά ο Ανθέμιος.
«Οι μελέτες και τα σχέδια που κάναμε τόσα χρόνια είναι αυτά που ολοκλήρωσαν το έργο…» απάντησε ο Ισίδωρος.
«Μόνο που το χαρτί μετουσιώθηκε σε έργο…» και γέλασαν και οι δύο.
Ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος ήταν από τους επιφανείς αρχιτέκτονες την εποχή εκείνη. Ωστόσο ο Ιουστινιανός τους έδωσε το δικαίωμα να προσέχουν την Αγιά Σοφιά σαν τα μάτια τους και να περνούν ώρες μέσα στο ναό.
«Μόνο τον γρίφο δεν λύσαμε…» είπε ο Ισίδωρος με αμηχανία.
«Είσαι σίγουρος ότι πρέπει να βάλουμε έναν γρίφο στο προαύλιο του ναού;» ψιθύρισε ο Ανθέμιος.
«Θα γίνει μια μαρμάρινη κρήνη στην υπαίθρια μαρμαρόστρωτη και περίστυλη αυλή, όπου θα προσελκύει τους πιστούς» είπε ο Ισίδωρος.
«Και θα είναι το ύδωρ κάθε διψασμένου ανθρώπου… Ο λόγος για τον οποίο φτιάχτηκε αυτό το έργο τέχνης!» ανταπάντησε ο Ανθέμιος.
«Έχεις κάτι υπόψη σου;» είπε ο Ισίδωρος.
Εκείνη την ώρα έμπαινε ένα παπαδάκι κλαμένο με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ο Δημητρός που είχε δυο ξυλιές στα χέρια του από τον δάσκαλο του.
«Τι είναι αυτά τα χάλια που έχεις; Ποιος σε πείραξε;» είπε θυμωμένος ο Ισίδωρος.
«Με τιμώρησε ο δάσκαλος γιατί η όψη μου ήταν λερωμένη και είχα βρώμικα χέρια. Μου είπε να πάω να τα πλύνω αμέσως και να σκεφτώ τις ανομίες μου» μίλησε δακρύζοντας ο Δημητρός.
«Στάσου, έρχομαι και εγώ μαζί σου» είπε ο Ισίδωρος με θυμωμένο ύφος για τον δάσκαλο του Δημητρού.
«Το βρήκα τον γρίφο, Ισίδωρε! Πήγαινε και έλα μετά να τα πούμε…» είπε με θάρρος ο Ανθέμιος.
Αφού πέρασε μισή ώρα, ήλθε τρέχοντας ο Ισίδωρος στον Ανθέμιο.
«Όλα καλά με το παιδί;» ρώτησε ο Ανθέμιος
«Ναι, ησύχασε…» είπε ο Ισίδωρος «Εσύ όμως πήρες μια αλλαγμένη όψη και μου είπες κάτι για το γρίφο!»
«Σκέψου τι είπε το παιδί… Να πλύνει τις ανομίες του… Να πλύνει το πρόσωπό του» είπε χαμογελώντας ο Ανθέμιος.
«Αν σου έλεγα να βάλεις εις την κρήνη την καρκινική φράση στους πιστούς: ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ! Τι θα έλεγες;» είπε με χαρά ο Ανθέμιος.
«Ναι, βέβαια … Πλύνε τις αμαρτίες και όχι μόνο το πρόσωπο σου...» έσκυψε και φίλησε τον Ανθέμιο ο Ισίδωρος.
«Είσαι ένας διάολος εσύ!» είπε γελώντας ο Ισίδωρος.
Και έτσι στέκεται αυτή η φράση: ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ.
Δεν θα μπορούσε να μην συμφωνήσει και ο Ιουστινιανός σε αυτό το γεγονός. Η έμπνευση που είχε ο Ανθέμιος και η ευλογία που έδωσε ο Ισίδωρος στον γρίφο αυτό, ήταν σαν να άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου για όποιον πιστό ακολουθούσε αυτή την φράση.
Ήταν η ουσία του θεόπνευστου έργου τους!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Και ενώ ο γρίφος χαράχτηκε εις την κρήνη, για να τον προσκυνούν οι πιστοί, σε ένα εσπερινό το εκκλησίασμα ταράχτηκε. Ήταν τρεις από τους εικοσιπέντε ψάλτες, που λειτουργούσαν την ώρα εκείνη. Και ενώ ο ψάλτης άρχισε να λέει τα λόγια με τη σειρά «Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσον μου, Κύριε… Θού, Κύριε, φυλακήν τω στοματί μου… Μη εκκλίνης … Μη εκκλίνης… Μη…» και το στόμα του ψάλτη έσβησε τρέμοντας. Το εκκλησίασμα ταράχτηκε από την διακοπή και έγινε ένα βουητό.
Ο ψάλτης είχε χάσει την σελίδα της παρακάτω προσευχής και γρήγορα είπε τα επόμενα λόγια:
«Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς Κύριον εδεήθην».
Και κάπως έτσι συνέχισε, για να μην γίνει οχλαγωγία στον ναό.
Έλειπε μια σελίδα από τον ψαλμό… Και μάλιστα όχι μόνο έλειπε, αλλά ήταν και σκισμένη …
«Ποιος έσκισε την σελίδα του βιβλίου από το ψαλτήρι;» είπε αγριεμένα ο Στυλιανός, ο πρωτοψάλτης.
«Ποιος ήταν αυτός που τόλμησε να βεβηλώσει τα ιερά τούτα βιβλία;» ξαναείπε πιο αυστηρά.
Νεκρική σιγή έπεσε τη στιγμή εκείνη.
«Ώστε δεν μιλάτε; Εεεε; Καλά λοιπόν, να τον λυπηθεί και αυτόν ο Θεός ο πανταχού παρών… Αλλά θα τον βρω… Και θέλω να ακούσω την απολογία του μία ημέρα…»
Αφού πέρασαν μερικές μέρες ο Στυλιανός καθάριζε τα συρτάρια του ιερού Βήματος… Και προς έκπληξη του κάνει απότομα μια το χέρι του και βρίσκει την σχισμένη σελίδα του βιβλίου του, με μια στάμπα από αγιοκέρι στην άκρη…
«Λοιπόν;» τους κοίταξε την επόμενη μέρα.
«Μην θυμώσεις, πάτερ, αλλά εγώ… Εγώ άπλωσα το χέρι μου και την έσκισα…» είπε ένα άλλο παπαδάκι, ο Πετράκης.
«Και γιατί, βρε, αθεόφοβε την έσκισες;» του είπε με δάκρυα στα μάτια.
«Φοβήθηκα κύριε, να ζητήσω ολόκληρο το βιβλίο… Να, γι’ αυτό…» είπε και εκείνο τρεμάμενο.
«Και τι θα την έκανες μονάχα μια σελίδα; Τι ήθελες να παραστήσεις;» του είπε ο Στυλιανός θυμωμένα.
«Να, η μανούλα μου είναι πολύ άρρωστη και δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Και μου είπε να της πω μια προσευχή, όπως μπορούσα… Και κατά λάθος μου χύθηκε το κερί την ώρα που προσευχόμουν…» είπε θλιμμένα ο Πετράκης.
«Αυτό είναι, άνθρωπε του Θεού!» είπε χαρούμενα για την συγνώμη του παιδιού.
«Και η μητέρα σου είναι ακόμη άρρωστη;» είπε παραπονεμένα ο Στυλιανός.
« Ναι, πάτερ…» είπε με το κεφάλι έως τη γη το παπαδάκι.
«Τότε, να πεις την μητέρα σου ότι θα φέρω εγώ γιατρό και για τα φάρμακα να μη σε νοιάζει… Και αν θέλει να κοινωνηθεί, θα έρθω εγώ στο σπίτι σας με κάποιον πάτερ…» είπε χαμογελώντας και χάιδεψε το παιδί στα μαλλιά.
Και εκείνο δάκρυσε και κατέβασε το κεφάλι ξανά κάτω.
«Και την επόμενη φόρα να μου ζητήσεις ολόκληρο το βιβλίο. Καλά έεε;» είπε μεγαλόψυχα ο πρωτοψάλτης, που έμοιαζε το πρόσωπό του να συγκινείται, έτσι όπως διαχέονταν το φως στην Ωραία Πύλη.
Ο Πετράκης φίλησε το χέρι του Στυλιανού και εκείνος τον αγκάλιασε…
«Φοβήθηκα, παιδί μου, για το χειρότερο…» είπε και εκείνος γαληνεμένος.
Έτσι, ο Στυλιανός έκανε όλα όσα υποσχέθηκε και ο μικρός Πετράκης μπήκε δίπλα του στο ψαλτήρι… Έπρεπε να μάθει καλά τους ήχους και ο Στυλιανός από εκείνη τη μέρα τον είχε παντού μαζί του. Σαν αληθινός πατέρας…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Καθώς περνούσαν οι μέρες, οι τεχνίτες των βυζαντινών ψηφιδωτών της Αγιάς Σοφιάς καμάρωναν για τα έργα, που είχαν τοποθετήσει. Μόνο ένα νεαρό αγόρι επέμενε να δουλεύει το ψηφιδωτό, που είχε φτιάξει με φύλλα χρυσού.
Ήταν το ψηφιδωτό του Ιωάννου του Χρυσοστόμου…
«Μα, δεν αξίζει να μπει σωστά ο χρυσός στον Χρυσόστομο;» έλεγε με ευδιαθεσία.
Παρόλο που έκανε τόσες ώρες –γιατί ήταν και φιλότιμο παιδί– δεν έλεγε να αφήσει τα εργαλεία του, ανεβασμένος σε ένα στόρι είκοσι μέτρα ψηλά.
Οι άλλοι τεχνίτες ψιλογελάγανε με τον νεαρό, που βάλθηκε να τα βάλει με τους άλλους τεχνίτες. Ο Ανθέμιος, που έτυχε την ώρα εκείνη να είναι παρών, είπε: «Ιδού ο τεχνίτης ο άριστος!» και οι άλλοι τεχνίτες σταμάτησαν να γελάνε.
Εκείνη την ώρα έμπαινε μες τον ναό ένα όμορφο κορίτσι, που το λέγανε Ειρήνη. Ήταν ενός πάτερ η θυγατέρα. Την ονόμασαν Ειρήνη γιατί παντού έφερνε την ησυχία. Ακόμη και όταν γίνονταν καβγάδες. Στο σπιτικό τους ποτέ δεν γίνονταν καβγάδες και μιλούσε σαν να ήταν ιερή.
Εκτός από ιερή, ήταν και πάρα πολύ όμορφη… Σήκωσε τα μάτια της ψηλά και μόλις είδε τον νεαρό έβγαλε μια ψιλή φωνούλα:
«Κρατήσου! Σήκωσε το κορμί σου ίσιο!» είπε με κάποια ταραχή στα μάτια της.
Το νεαρό αγόρι παραλίγο θα γλιστρούσε από τις σκαλωσιές και θα έπεφτε στο κενό. Την τελευταία στιγμή κρατήθηκε από ένα σχοινί, που είχε τυλίξει γύρω του.
Μετά από λίγο κατέβηκε από την σκαλωσιά και φίλησε το χέρι της κοπέλας.
«Σας ευχαριστώ! Χρωστάω την ζωή μου σε εσάς… Μήπως είστε η Ειρήνη, που τόσο όλοι θαυμάζουν;» είπε με μια ευγένεια το παλικάρι.
«Και εσείς;» είπε απορημένα εκείνη.
«Εγώ είμαι ο Ιάκωβος και δουλεύω εδώ και τρία χρόνια στα ψηφιδωτά!» «Είναι όμορφο το ψηφιδωτό σας και εσείς φαίνεστε πολύ εργατικός…» παρατήρησε η κοπέλα.
«Είναι η ομορφιά των ματιών μου και η ζωγραφική της καρδιάς μου, το επάγγελμα αυτό…» είπε με διεισδυτικότητα ο Ιάκωβος.
Μετά ξαναείπε:
«Σας αρέσουν τα σιροπιαστά γλυκά; Εδώ κάτω είναι μια γυναίκα, που τα φτιάχνει και τα πουλάει μόνη της».
Αφού κοίταξε όλους τους τεχνίτες και έγνεψε καταφατικά ο πατέρας της, είπε με χαρά:
«Τιμή των ματιών μου και της ψυχής μου η πρόσκληση αυτή!»
Και κάπως έτσι το ζευγάρι βγήκε έξω από τον ναό και χάθηκε από τα βλέμματα των παρόντων. Γιατί μόνο σαν ζευγάρι έμοιαζε, αν έβλεπε κανείς το αντάλλαγμα των ματιών τους…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ήταν Δευτέρα απόγευμα και στην εκκλησία επικρατούσε κατάνυξη. Ήταν η ώρα και η μέρα, που ο παπά-Φώτιος εξομολογούσε τις γυναίκες της Κωνσταντινούπολης, για να κοινωνήσουν με χαρά την Κυριακή.
Όλες είχαν την σειρά τους και τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει την ιερότητα της στιγμής. Ωστόσο μία πόρνη γυναίκα άρχισε να κάνει φασαρία και αναστατώθηκαν, όσες γυναίκες υπήρχαν εκεί.
Άρχισαν να την αποδοκιμάζουν και εκείνη έκλαιγε γοερά για την κατάντια της.
Ο παπά-Φώτιος βγήκε από το δωματιάκι του ναού και είπε κάπως ανήσυχα:
«Τι βουή είναι αυτή; Τι γίνεται;»
«Μια παστρικιά φωνάζει και κλαίει, που δεν την βάλαμε σε καμία θέση και σε καμία σειρά, αν και το ζήτησε, λέει!» είπε με στριμμένο ύφος η κυρά-Καλλιόπη, που ήταν πολύ της εκκλησίας.
Ο παπά Φώτιος πήρε με δύναμη το χαρτί, που κρατούσε η κυρά-Καλλιόπη και είπε:
«Την έχετε γράψει τελευταία, αλλά εγώ θα την δεχτώ πρώτη μετά από όσα έγιναν… Αλήθεια, τέκνο του Θεού ήρθες για μεταμέλεια;» είπε με καλοσύνη.
«Ήρθα για να βρω το φως μου και να ευλογηθώ από κάποιον…» είπε με αγωνία στα μάτια της.
«Θέλει και ευλογία!» είπε αυστηρά η κυρά-Καλλιόπη, αλλά ο παπά-Φώτιος της ανταπόδωσε το ύφος!
Μία γυναίκα με δεμένα τα μαλλιά της και με χοντρά γυαλιά και άσχημα ρούχα παρατηρούσε από μακριά την πόρνη για μερικά λεπτά… Καθώς όμως ήταν έτοιμος ο παπά- Φώτης να βάλει το πετραχήλι επάνω εις την πόρνη, όρμησε αυτή και ψιθύρισε:
«Και εγώ δούλη του Κυρίου είμαι και έχω τόσες και παραπάνω αμαρτίες από αυτή τη γυνή» είπε η γυναίκα αυτή.
Αφού την κοίταξε καλά ο παπά-Φώτης είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Βρε, βασίλισσα Θεοδώρα είσαι στ’ αληθεια εσύ;»
«Σςςς! Την ψυχή της σώσε και την δικιά μου μαζί!» είπε η βασίλισσα και έδωσε εις την πόρνη ένα σακί χρυσά φλουριά και είπε με μυστικότητα:
«Πάρε αυτά και μην ξαναμαρτάνεις!» και ένα δάκρυ έπεσε από το πρόσωπό της.
Η Θεοδώρα έφυγε γρήγορα με σοβαρότητα και η πόρνη έκρυψε το σακί στον κόρφο της και αφού έκανε το σταυρό της, είπε χαμογελώντας:
«Εις το καλό να πας γλυκιά μου βασίλισσα!» και έτσι πέρασε αυτό το δειλινό με δάκρυα αμφότερα στα μάτια…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος τριγυρνούσαν ένα απόγευμα στην αυλή της Αγιάς Σοφιάς με λίγους πιστούς. Τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει την διάθεση τους, κάθε φόρα που αυτοί οι δύο συναντιόνταν. Ωστόσο ο Ανθέμιος ήταν λιγάκι ενοχλημένος…
Από τι άραγε; Ούτε ο Ισίδωρος μπορούσε να μαντέψει την ανησυχία του…
«Ανθέμιε, μου κρύβεις τίποτα;» είπε κάπως ενοχλημένα ο Ισίδωρος.
«Όχι, αλλά σκέπτομαι το αύριο αυτού του ναού. Κάναμε τόσες γεωμετρήσεις, που μπορούν να καταστραφούν σε λίγες ώρες.
Εξαιτίας κάποιου μισαλλόδοξου και παράξενου πολιτικού ή αυτοκράτορα…»
«Και προφανώς δεν μιλάς για τον δικό μας αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Α΄. Και αν σκεφτούμε το πώς μας παρέδωσαν αυτό τον καμένο ναό μετά την στάση του Νίκα… Πριν από πέντε χρόνια…» είπε με προβληματισμένο ύφος ο Ισίδωρος.
«Ποιος μπορεί να φανταστεί την ιστορία αυτού του ναού μετά από χίλια πεντακόσια χρόνια; Θα υπάρχουν απομεινάρια; Θα είναι το ίδιο μεγαλοπρεπής χριστιανικός καθεδρικός ναός; Και πόσοι πόλεμοι θα τον έχουν σημείο αναφοράς;» είπε και αυτός απαισιόδοξα…
«Μπορεί να γίνει Ρωμαιοκαθολικός καθεδρικός ναός ή μουσείο ή ακόμα χειρότερα να πέσει στον μουσουλμανικό λαό…» είπε ο Ανθέμιος
«Προκειμένου να καταστραφεί ο ναός ας γίνει και Ισλαμικό τέμενος. Αν και τα συναισθήματά μου είναι αντιστρόφως ανάλογα ως βυζαντινός…» είπε ο Ισίδωρος με αγωνία στα μάτια.
«Βαθιά μέσα τους θα αισθάνονται την παρουσία του Κυρίου, προσκυνώντας αυτά τα ψηφιδωτά και αυτές τις εικόνες. Όσο κρυμμένες και να είναι… Στη συνείδηση τους θα ξέρουν την απαρχή του ναού και όσες αψίδες και να βάλλουν, οι γονυκλισίες τους θα είναι μάταιες… Ας γίνει μουσείο των δύο πολιτισμών, όπου θα βεβαιώνεται το Βυζαντινό στίγμα..» είπε με φιλελευθερισμό ο Ανθέμιος.
«Θύμισέ μου απόψε να προσευχηθώ στον Κύριο, γιατί εσύ βλέπεις πιο ψηλά και από Αυτόν!» είπε σιγανά ο Ισίδωρος.
«Την ευλογία μου όλη ,αν αυτή πιάνει!» απάντησε ο Ανθέμιος.
Και έτσι έφυγαν οι δύο άντρες, με ιστορικούς προβληματισμούς στην μαθηματική τους σκέψη, εκείνο το απόγευμα… Και ειδικά εκείνη την μέρα, τι όμορφα που περνούσε το φως από τα άγια αυτά παράθυρα! Όσοι είχαν παραμείνει στο ναό, ο πάτερ κρατούσε καλαθάκι… Τα τελευταία νομίσματα έπεφταν από τους φτωχούς του ναού στους ακόμα πτωχότερους. Δεν πειράζει, γιατί ο Θεός βλέπει διπλά από ότι ο άνθρωπος…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
24 Ιουλίου 2020
Όλες οι εφημερίδες είχαν σταθεί στο γεγονός της Πόλης. Στο γεγονός της Αγιάς Σοφιάς.. Πόσοι χριστιανοί έκλαψαν και πόσοι μουσουλμάνοι καυχήθηκαν για την μετατροπή του ναού σε Ισλαμικό τέμενος. Ήταν σαν να προκαλούσαν όχι μόνο τα επίγεια αλλά και τα επουράνια… Τα παιδιά προσπαθούσαν να επιλύσουν τον γρίφο της ζωής και να γεωμετρήσουν τα λάθη των παρόντων πολιτικών. Καμία απόλυτη ίσια γραμμή και καμία καμπυλότητα επιτηδευμένη. Αυτό το είχαν προβλέψει και οι δύο αρχιτέκτονες…
Το μόνο που δεν είχαν προβλέψει είναι ότι οι πολιτικοί θα είχαν αμαυρώσει τόσο πολύ αυτό το κομψοτέχνημα και θα το είχαν προσηλυτίσει ανάλογα με τα δικά τους μέτρα και σταθμά… Αλλά ο Θεός μόνο ξέρει την πορεία των πραγμάτων και κανένας πολιτικός δεν μπορεί να διανύσει στο χρόνο παρά μόνο ο ίδιος ο Κύριος…
Αικατερίνη Σπανοπούλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki