Χρυσούλας Πλοκαμάκη
(Το παραμύθι που ακολουθεί και έχει ως κεντρική ηρωίδα την Ναταλία εξελίσσεται σε Ευρώπη και Ανατολή σαράντα χρόνια πριν. Λένε πως η καλύτερη σεναριογράφος και συγγραφέας πάσης φύσεως συγγραμμάτων και ποιημάτων είναι η ίδια η ζωή… Αφήστε, λοιπόν, την φαντασία σας να γνωρίσει τους ήρωές μου και να ταξιδέψει στο μαγικό κόσμο ενός παραμυθιού που θα μπορούσε να το είχε γράψει η ίδια η ζ ω ή…)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να πει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια! Για πόσο καιρό θα μπορούσε να κρυφτεί; Μια βδομάδα; Ένα μήνα; Ένα χρόνο; Αργά ή γρήγορα θα το μάθαιναν και θα ήταν ακόμα χειρότερα τα πράγματα για όλους και περισσότερο γι’ αυτούς που λάτρευε!
Η Ναταλία καταγόταν από μια σχετικά εύπορη οικογένεια. Μαζί με τον Πέτρο, τον αγαπημένο δίδυμο αδελφό της, μεγάλωσε με πολλή αγάπη, στοργή και φροντίδα σε μια κωμόπολη των Ιωαννίνων. Παρ’ όλο που οι καιροί ήταν δύσκολοι -αμέσως μετά τη μεταπολίτευση- οι γονείς της, εκπαιδευτικοί στο επάγγελμα, δε στέρησαν τίποτε στα δύο παιδιά τους. Τελείωσαν το Λύκειο στην επαρχία όπου εργάζονταν οι γονείς τους κι έδωσαν εξετάσεις για να εισαχθούν στο Πανεπιστήμιο. Άριστοι μαθητές και οι δύο πέρασαν στην Ιατρική Σχολή των Ιωαννίνων. Ήθελαν να γίνουν γιατροί -παιδίατρος η Ναταλία, καρδιολόγος ο Πέτρος- και να εργαστούν στο νοσοκομείο Χατζηκώστα Ιωαννίνων. Αυτό ήταν το όνειρό τους!
Οι γονείς τους καμάρωναν τα παιδιά τους καθώς τα εξάμηνα κυλούσαν χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσκολία και το πτυχίο τους το πήραν και οι δύο με «Άριστα»! Την η Σεπτεμβρίου του 1980, μετά την ορκωμοσία τους, ο Πέτρος και η Ναταλία φεύγουν για ένα ταξίδι στη μακρινή, εξωτική Ινδία! Ήταν το δώρο των γονιών τους για την απόκτηση του πτυχίου τους με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Στις 16 Σεπτεμβρίου θα επέστρεφαν στη βάση τους...
***
Η πτήση για το Νέο Δελχί, με ενδιάμεσο σταθμό στο Ντουμπάι, κράτησε δώδεκα ώρες! Από τα Duty free εντός του αεροπλάνου η Ναταλία αγόρασε για τον Πέτρο την αγαπημένη του κολόνια, την Dolce Cabbana! Ήταν η κολόνια που αγόρασε ο ίδιος με το χαρτζιλίκι του, στα 16 του, κι από τότε δεν την αποχωριζόταν! Όταν αποβιβάστηκαν από το αεροπλάνο τους, μια πανέμορφη Ινδή συνοδός τους υποδέχθηκε στην αίθουσα αφίξεων με μια υπόκλιση και τον χαιρετισμό «Namaste» (=Χαίρετε!). Ένα ταξί με κλιματισμό τους οδήγησε σε ένα ξενοδοχείο, στα δυτικά της ινδικής πρωτεύουσας. «The Indian Pearl» ήταν το όνομά του και πραγματικά όλα ήταν πεντακάθαρα σε όλους τους χώρους του που ανέδιδαν εκείνο το υπέροχο άρωμα της ινδικής κουλτούρας!
Μόλις τακτοποιήθηκαν στο δωμάτιό τους, ο Πέτρος ζήτησε από τη ρεσεψιόν να του φέρουν ένα δροσιστικό χυμό καρύδας και η Ναταλία ένα διπλό Λέμον Λάιμ. Βγήκαν κι οι δυο στο μπαλκόνι τους ν’ απολαύσουν τη θέα του παρακείμενου, καταπράσινου πάρκου όπου παγόνια και παπαγάλοι μαζί με σκιουράκια και μαϊμουδίτσες επιδίδονταν στα απογευματινά παιχνίδια τους.
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ όταν η καμαριέρα του ξενοδοχείου χτύπησε την πόρτα του δωματίου και τους κάλεσε στο εστιατόριο για το δείπνο. Μια ποικιλία από ινδικά εδέσματα, ψωμί τσαπάτι, σαλάτες, φρούτα και γλυκίσματα ικανοποίησαν στο έπακρον την Ναταλία και τον Πέτρο που δεν έβλεπαν την ώρα να ξημερώσει για να βρεθούν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο του Νέου Δελχί, στα δυτικά της πόλης. Ήθελαν να δουν και οι δυο τους με τα μάτια τους κάτω από ποιες συνθήκες εργάζονταν οι Ινδοί συνάδελφοί τους.
Στις 10.30 το πρωί βρίσκονταν στο χώρο του νοσοκομείου. Γιατροί και νοσοκόμοι κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να εξυπηρετήσουν μωρά, παιδιά, νέους, γέρους, άνδρες και γυναίκες που, παρ’ όλες τις κακουχίες, έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους στους γιατρούς με ένα γαλήνιο χαμόγελο στα ηλιοκαμένα πρόσωπά τους. Άγνωστο γιατί, η Ναταλία και ο Πέτρος αισθάνονταν σαν να είχαν ζήσει χρόνια στο χώρο του νοσοκομείου. Γνώριζαν άπταιστα Αγγλικά και δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να επικοινωνήσουν με τους γιατρούς και με τους ασθενείς.
Γύρω στις 12.00 ο διαπεραστικός ήχος ενός ασθενοφόρου που περνούσε την πύλη του νοσοκομείου έκανε την Ναταλία να ανατριχιάσει.
***
Όχι πως άκουγε πρώτη φορά ήχο σειρήνας. Κάθε άλλο! Όμως, ήταν από κείνες τις στιγμές που τα αόρατα χέρια της μοίρας ανοίγουν μια χαραμάδα στον τοίχο της ψυχής σου και αφήνουν μια περγαμηνή που γράφει «Για σένα»! Ο ήχος από τις σκουριασμένες ρόδες του φορείου συνέφερε την Ναταλία και τα μάτια της καρφώθηκαν στον μελαμψό άνδρα που συνόδευε ένα πεντάχρονο αγγελούδι πλημμυρισμένο στο αίμα. Μηχανικά η Ναταλία πλησίασε κι έπιασε το χέρι της μικρής!
«Don’t be afraid, sweetheart! Everything will be fine!» της είπε. Τότε, σαν να ξύπνησε από ένα βασανιστικό εφιάλτη, αναζήτησε τον Πέτρο. Ήταν ακριβώς πίσω της. Είχε κι αυτός καταλάβει ότι ο χρόνος θα σταματούσε στις 12.04 και για τους δύο ή μάλλον και για τους τέσσερις!
Η μικρή Τάνια μπήκε εσπευσμένα στο χειρουργείο. Είχε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και η ζωή της κρεμόταν από μια κλωστή! Χρειαζόταν επειγόντως αίμα.
«0 Ρέζους +» είπαν. Χωρίς δεύτερη σκέψη η Ναταλία απευθύνθηκε μαζί με τον αδελφό της στη μονάδα αιμοδοσίας κι έδωσαν και οι δύο αίμα για να σωθεί η Τάνια με τα κατάμαυρα, μακριά μαλλιά και τα τεράστια, εκφραστικά μάτια. Ο πατέρας της μικρής Τάνιας, ο Αμπίντ, δεν είχε λόγια για να ευχαριστήσει τους σωτήρες της μονάκριβης κόρης του. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε στη γη. Η γυναίκα του και τα τέσσερα αδέλφια του είχαν χαθεί σ’ ένα ναυάγιο, στον Ινδικό ωκεανό, όταν το κρουαζιερόπλοιο στο οποίο δούλευαν βυθίστηκε ανοιχτά της Σρι Λάνκα.
Εκείνο το μοιραίο πρωινό η μικρή Τάνια πήγε στον παιδικό σταθμό με μια μεγάλη τσάντα γεμάτη γλυκίσματα! Ήταν τα γενέθλιά της, βλέπετε! Μόλις οι συμμαθητές της και η δασκάλα της τής τραγούδησαν το «Happy birthday to you!» ανέβηκαν στην ταράτσα του σχολείου για να αφήσουν πέντε πολύχρωμα μπαλόνια φουσκωμένα στον ουρανό του Νέου Δελχί! Η Τάνια χειροκροτούσε, τα παιδιά χόρευαν, η δασκάλα τραγουδούσε και κανείς δεν κατάλαβε πώς υποχώρησαν τα ξύλινα κάγκελα και πώς η μικρή Τάνια βρέθηκε στο κενό από τον τρίτο όροφο!
Η επέμβαση κράτησε έξι ολόκληρες ώρες αλλά στέφθηκε με πλήρη επιτυχία.
Η Τάνια βγήκε από τη μονάδα εντατικής σε έξι μέρες!
***
Η Ναταλία -όπως ίσως καταλάβατε- με την άδεια του νοσοκομείου βρισκόταν σχεδόν όλες αυτές τις μέρες δίπλα της. Ο Πέτρος είχε επισκεφθεί τον Αμπίντ στο σπίτι του αρκετές φορές και του έδινε κουράγιο όλες εκείνες τις δύσκολες κι ατέλειωτες ώρες! Μια μοναδικά υπέροχη φιλία είχε ενώσει τους ήρωες της ιστορίας μας που ένιωθαν πως με κάποιο τρόπο η ζωή τους θα είχε μόνον καλά να φέρει από δω και μπρος στο δρόμο τους!
Την τελευταία μέρα της παραμονής τους στο Νέο Δελχί η Ναταλία ήταν ανήσυχη. Δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει αλλά κάτι μέσα της τής έλεγε πως ο επίλογος θα αργούσε πολύ ακόμα να γραφτεί. Κατεβαίνει βιαστικά στην ρεσεψιόν, εκεί που ο Πέτρος κανόνιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες για το ταξίδι της επιστροφής τους στην Ελλάδα. Θα ερχόταν ένα ταξί να τους πάει στο αεροδρόμιο για την πτήση τους προς το Ντουμπάι κι από κει στην Ελλάδα.
Λαχταρούσε να δει τους γονείς του και να υποβάλει τα χαρτιά της στράτευσής του πριν ξεκινήσει τις διαδικασίες για την ειδικότητά του στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
«Πέτρο, δε θα φύγω!» του λέει. «Θα μείνω εδώ να κάνω την ειδικότητά μου! Θα τα κανονίσω όλα με την Πρεσβεία μας και το Υπουργείο Υγείας στο Νέο Δελχί!»
Ο Πέτρος είχε μείνει στήλη άλατος! Δεν πίστευε όσα άκουγε! Πώς είναι δυνατόν να φύγει μόνος του; Θα μπορούσε ποτέ να αναγγείλει αυτή της την απόφαση στους γονείς τους; Η ειδίκευση θα έπαιρνε τρία χρόνια στην καλύτερη των περιπτώσεων! Και πού θα έμενε; Ο Αμπίντ δε θα μπορούσε να τη φιλοξενήσει ούτε για αστείο για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα! Τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής ήταν άκρως απαγορευτικά για μια τέτοια ενδεχόμενη απόφαση!
Σαν να διάβασε τις σκέψεις του, η Ναταλία πήγε κοντά του, τον αγκάλιασε και του είπε πως είχε πάρει την απόφασή της από την ώρα της αιμοδοσίας. Μπορεί να μην τολμούσε να το πει ούτε στον ίδιο της τον εαυτό όλες αυτές τις μέρες, αλλά τα λεπτά χεράκια της Τάνιας που την αγκάλιασαν όταν τους αποχαιρέτησε το προηγούμενο βράδυ είχαν γίνει ο άρρηκτος κρίκος που θα την έδενε με το Νέο Δελχί για τα επόμενα τρία χρόνια!
Ο Πέτρος πήρε το αεροπλάνο της επιστροφής αλλά η καρδιά του και η σκέψη του έμειναν στην Ναταλία.
***
Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού οι γονείς τους κόντεψαν να πάθουν εγκεφαλικό όταν τους ανακοίνωσε την απόφαση της αδελφής του. Ήξεραν όμως ότι ήταν ώριμη, μεθοδική, επίμονη, υπομονετική και αποφασισμένη να φέρει το σχέδιό της εις πέρας.
Η επικοινωνία με την κόρη τους σχεδόν σε καθημερινή βάση ήταν βάλσαμο στην πληγή τους κι ελπίδα πως η κόρη τους θα γινόταν μια σπουδαία παιδίατρος μαλάκωνε τον πόνο του αποχωρισμού. Ο καιρός μπορεί να κυλούσε βασανιστικά αργά για αυτούς, όμως η Ναταλία μέρα με τη μέρα έφτανε πιο κοντά στην επαγγελματική της καταξίωση και την ευτυχία.
Η Σχολή του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου τής είχε παραχωρήσει ένα διαμέρισμα στη φοιτητική εστία. Τις ώρες που είχε ελεύθερες στη διάθεσή της πήγαινε στο σπίτι του Αμπίντ. Η Τάνια είχε αρχίσει εδώ και καιρό να την αποκαλεί μαμά! Η καρδιά της Ναταλίας γέμιζε από αγάπη και στοργή για την «κόρη» της στο άκουσμα της πιο ιερής λέξης! Ο Αμπίντ από τη φύση του ήταν σεμνός και μετρημένος κι ουδέποτε εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία που έδειχνε στο πρόσωπό του η καλή τους νεράιδα! Την καμάρωνε όταν σε κάθε εξάμηνο περνούσε τα μαθήματά της με διάκριση κι ετοίμασε την πιο επίσημη ενδυμασία του για την ημέρα της απονομής του Τίτλου Ειδικότητας της Παιδιάτρου που θα γινόταν στο χώρο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη από περήφανους γονείς, συγγενείς και φίλους των αποφοίτων.
Ο Πρύτανης έβγαλε ένα σύντομο λόγο και η γραμματέας του άφησε τους Τίτλους Ειδικότητας πάνω στο μεγάλο, μαύρο γραφείο. Η Ναταλία κρατούσε τη μικρή Τάνια από το χέρι. Δίπλα της καθόταν ο Αμπίντ και οι τρεις επόμενες θέσεις ήταν κενές! Όταν ο Πρύτανης φώναξε το όνομά της, η Ναταλία δάκρυσε. Πόσο θα ήθελε να μοιραστεί αυτή τη σημαντική στιγμή με τα πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής της, τους γονείς της και τον αδελφό της! Και τι δε θα έδινε ν’ άκουγε το ζεστό χειροκρότημά τους! Πλησίασε με σταθερά βήματα στην έδρα, πήρε το πτυχίο της και στράφηκε να πάει προς τη θέση της. Θα έλεγε κανείς πως το άρωμα του αδελφού της, η Dolce Cabbana, είχε πλημμυρίσει την αίθουσα! Όμως δεν μπορεί! Όλα ήταν αποκυήματα της φαντασίας της και της έντονης νοσταλγίας της!
***
Ή μήπως όχι; Θεέ μου! Ο Πέτρος ήταν εκεί, δίπλα από τον Αμπίντ και πιο δίπλα οι γονείς της που την κοίταζαν με καμάρι!
«Τι όμορφο όνειρο! Θεέ μου, σε ευχαριστώ!» ψιθύρισε κι έπεσε στην αγκαλιά τους με λυγμούς. Ήταν δάκρυα χαράς! Δάκρυα που δρόσιζαν το μάγουλό της!
Κι εκεί ήταν και τα δυο χεράκια που την κρατούσαν σαν πολύτιμο κρύσταλλο Βοημίας.
«Μαμά, μην κλαις! Σ’ αγαπάμε. Όλοι σ’ αγαπάμε!»
Οι επόμενες μέρες ήταν μέρες επταήμερου γλεντιού! Τόσες μέρες διαρκούν οι τελετές του γάμου στην Ινδία! Ο Αμπίντ ζήτησε επίσημα από τους γονείς της και τον Πέτρο να γίνει η Ναταλία γυναίκα του. Τα διαδικαστικά τα ανέλαβαν οι συναδέλφισσές της που είχαν συγγενείς στην Ελληνική Πρεσβεία και στο Ινδικό Υπουργείο Εσωτερικών.
Η Ναταλία δεν μπορούσε να φανταστεί πως το δώρο των γονιών τους για την αποφοίτησή τους θα της χάριζε τόση μα τόση ευτυχία μέσα από τα μάτια ενός αγγέλου και τα χέρια ενός άντρα που την κρατούσε με τόση αγάπη στη ζωή του! Στη ζωή του που πήρε νόημα μέσα από ένα τραγικό γεγονός, αυτό του τραυματισμού της λατρεμένης του κόρης! Όταν ο Αμπίντ έφτιαξε τα χαρτιά του για την Ελλάδα νόμιζε πως το στέρνο του δεν θα άντεχε άλλο τους χτύπους της καρδιάς του! Είχε ακούσει τόσα πολλά για τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ξένιου Δία και του απέραντου γαλάζιου! Θα έφευγε από τη δική του πατρίδα και θα έκανε μια καινούρια! Ήξερε πως όλα στην αρχή θα ήταν δύσκολα! Πού θα έβρισκε εργασία; Ήταν άξιος τεχνίτης ινδικών κοσμημάτων αλλά η ελληνική αγορά είχε ελάχιστα να του προσφέρει σε αυτόν τον τομέα! Και ασφαλώς δε θα ήθελε ποτέ να ζει με τα χρήματα της γυναίκας του!
Τις σκέψεις του τις διέκοψε το ταξί που θα τους μετέφερε όλους μαζί στο αεροδρόμιο του Νέου Δελχί. Η Τάνια χαμογελούσε και χοροπηδούσε από τη χαρά της! Νέα προοπτική, νέα ζωή, νέα όνειρα! Με μια μαμά που τη λάτρευε και μια οικογένεια που την έκλεισε στην αγκαλιά της σαν δικό της εγγόνι και δική της ανιψιά!
Στα Γιάννενα, ο Αμπίντ βρήκε αμέσως εργασία κοντά σε έναν αξιόλογο τεχνίτη αργυροχρυσοχοΐας. Τα χέρια του ήταν «χρυσά» όπως έλεγε ο μπάρμπα Φώτης στην Ναταλία.
***
Στο νοσοκομείο Ιωαννίνων η Ναταλία ήταν ο φύλακας άγγελος όλων των παιδιών. Περνούσε ώρες ατελείωτες μαζί τους στις εφημερίες και την υπηρεσία που όχι μόνο δεν την κούραζαν αλλά τη γέμιζαν χαρά γιατί τους γλύκαινε τον πόνο!
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Μέχρι τις 2.00 είχε εφημερία. Μόλις τελείωσε την βάρδια της, η Ναταλία πήρε το αυτοκίνητό της και πήγε στην κεντρική αγορά των Ιωαννίνων για τα δώρα της Πρωτοχρονιάς που θα μοίραζε στους αγαπημένους της. Η Τάνια ήθελε μια μεγάλη λούτρινη τίγρη, σαν αυτές της Βεγγάλης! Για τον Αμπίντ θα έπαιρνε ένα ζεστό, μάλλινο πουλόβερ. Κάνει πολύ κρύο στα Γιάννενα και γίνεται πολύ πιο έντονο για κάποιον που έχει ζήσει όλη του τη ζωή σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες! Για τους γονείς της θα έπαιρνε ένα καινούριο πλυντήριο-στεγνωτήριο να μην κουράζεται ο πατέρας της να ανεβάζει τα ρούχα στην ταράτσα. Όσο για τον Πέτρο ήξερε πλέον τι θα του έπαιρνε, το αγαπημένο του άρωμα!
Όταν τελείωσε με τα Πρωτοχρονιάτικα ψώνια μπήκε στο αμάξι της κι έβαλε μπρος. Όμως μια παράξενη σκοτοδίνη την έκανε να σβήσει τη μηχανή.
«Από την κούραση θα είναι!» σκέφτηκε.
Σε λίγο της πέρασε και ξεκίνησε για το σπίτι ξεχνώντας το όλο περιστατικό εντελώς.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, καθώς όλοι άνοιγαν τα δώρα τους, αισθάνθηκε πάλι εκείνη την παράξενη σκοτοδίνη.
«Απ’ τη συγκίνηση θα είναι!» σκέφτηκε και κάθισε στο γιορτινό τραπέζι που είχε ετοιμάσει η μητέρα της. Η γαλοπούλα μοσχοβόλαγε αλλά η Ναταλία δεν είχε και πολλή όρεξη. Τσίμπησε σαν τον σπουργίτη και ήπιε μισό ποτήρι σαμπάνια με το που μπήκε ο νέος χρόνος, έτσι για το καλό!
Ο Αμπίντ την αγκάλιασε και τι ρώτησε τι συμβαίνει.
«Τίποτε! Πολλή δουλειά και συγκίνηση, υποθέτω! Θα μου περάσει! Μέχρι αύριο θα είμαι περδίκι! Και θα πάμε με την Τάνια στα χιόνια. Της το έχω τάξει εδώ και μέρες!» του απάντησε πολύ βιαστικά λες και δε θα προλάβαινε να τελειώσει την πρότασή της!
Ένοιωθε σαν να έφευγε όλη η δύναμή της… απ’ την καμινάδα του τζακιού.
***
Σηκώθηκε και ζήτησε από όλη την οικογένεια να χορέψουν δίπλα στο αναμμένο τζάκι, το αγαπημένο της τραγούδι. «Το πιο όμορφο ταγκό»! Ο Πέτρος χόρεψε με την Τάνια, οι γονείς της σφιχτά αγκαλιασμένοι και ο αγαπημένος της Αμπίντ μαζί της, αν και δεν ήξερε καλά τα βήματα! Τότε, της χάρισε ένα χρυσό σταυρό που είχε σκαλίσει ο ίδιος το μονόγραμμά τους «Α.Ν.»
Την Τρίτη του νέου έτους η Ναταλία είχε υπηρεσία. Πήγε στο νοσοκομείο αλλά όχι στην παιδιατρική κλινική! Με γρήγορα βήματα ανέβηκε στον πρώτο όροφο στο Τμήμα του Αξονικού Μαγνητικού Τομογράφου και ζήτησε να κάνει αξονική.
Μαγνητική εγκεφάλου.
Η συνάδελφός της την κοίταξε και χαμογέλασε...
«Πρωτοχρονιά περάσαμε, Ναταλία μου! Όχι Πρωταπριλιά! Τι αστείο είναι αυτό πάλι;» της είπε.
«Σε παρακαλώ, δεν αστειεύομαι! Προληπτικά θέλω να κάνω αυτή την αξονική. Θα σου εξηγήσω μια άλλη φορά. Μη με ρωτήσεις περισσότερα τώρα!» είπε η Ναταλία και προσπάθησε να κρύψει το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της.
Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, η συνάδελφός της την υπέβαλε σε αξονική μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, η οποία έδειξε όγκο στον εγκέφαλο και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο!
Από εκεί και ύστερα άρχισε ο μαραθώνιος. Ρώτησε, έτρεξε, έψαξε, πήρε και δεύτερη και τρίτη γνώμη. Χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν. Δεν ήθελε να τους πληγώσει. Τους είχε χαρίσει τόση μα τόση ευτυχία!
Πώς θα μπορούσε μ’ αυτήν την παναθεματισμένη διάγνωση να τους σκοτώσει τα όνειρά τους; Πώς να τους εξηγούσε πως η καλπάζουσα μορφή καρκίνου που είχε δεν επιδέχονταν καμία χημειοθεραπεία και καμία επέμβαση;
Για μια στιγμή σκέφτηκε να τους το κρύψει κι όσο κρατήσει. Θα ακολουθούσε την αγωγή ενός πολύ καλού φίλου της ογκολόγου και πού ξέρεις; Μπορεί να γινόταν το θαύμα! Η επιστήμη έχει πάει στο φεγγάρι! Δεν μπορεί. Σε κάποιο εργαστήριο θα κατασκευαζόταν η χρυσή φόρμουλα που θα έσωζε αυτήν και τόσους άλλους από τον αχόρταγο δράκο.
Όμως, όχι! Έπρεπε να τους το πει. Δεν είχε άλλη επιλογή! Να τους προετοιμάσει!
Από πού θα έβρισκε τη δύναμη; Ασυναίσθητα ακούμπησε με τ’ ακροδάχτυλά της το χρυσό σταυρουδάκι του Αμπίντ με το μονόγραμμά τους «Α.Ν.»
***
Μια εβδομάδα μετά έχοντας πάρει απόφαση να τους μιλήσει γύρισε στο σπίτι αρκετά νωρίτερα. Μπαίνοντας στο σαλόνι πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε στην πολυθρόνα. Της φάνηκε περίεργο που η Τάνια δεν έτρεξε κοντά της.
Συνήθως το πρώτο άτομο που την υποδέχεται είναι η Τάνια που την πνίγει στα φιλιά και της κάνει πολύ μεγάλες αγκαλιές. Τότε πρόσεξε το σημείωμα πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού: «Θα πάμε όλοι μας να δούμε την αγαπημένη παράσταση της Τάνιας: «Το παιδί της ζούγκλας». Δεν θα αργήσουμε».
Η Ναταλία κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Εδώ και μέρες αισθανόταν περίεργα. Επειδή όμως σχεδόν ποτέ δεν είχε τακτικό κύκλο, δεν ανησύχησε.
Παρ’ όλα αυτά είχε πάρει από το κοντινό φαρμακείο το φιαλίδιο και όλα τα σχετικά για ένα τεστ εγκυμοσύνης. Περισσότερο για να καθησυχάσει την αγωνία της, παρά για το ότι είχε κάποια αμφιβολία, έκανε το τεστ που βγήκε θ ε τ ι κ ό! «Θεέ μου!» μονολόγησε. «Και τώρα; Τι απόφαση θα πρέπει να πάρω; Σίγουρα μια έκτρωση, για τα δικά μου πιστεύω, είναι φόνος. Μα όταν οι περιστάσεις το απαιτούν πρέπει να γίνει! Αισθάνθηκε την ανάγκη να βγει έξω. Να πάρει αέρα.
Έριξε το μάλλινο παλτό της στην πλάτη της και μπήκε στο αμάξι της.
Μηχανικά οδήγησε προς τη γυναικολόγο της. Το ιατρείο της δεν ήταν μακριά.
Η Αλκμήνη -παιδική της φίλη- και πολύ καλή επιστήμονας έχασε τα λόγια της.
Όμως προς μεγάλη έκπληξη τής Ναταλίας την συμβούλεψε να μην κάνει έκτρωση! Από τη μια χάρηκε κι από την άλλη της κόπηκαν τα πόδια! Κι εκεί, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πήρε τη μεγάλη απόφαση: το βράδυ θα έλεγε σε όλη την οικογένειά της το χαρμόσυνο νέο! Η Τάνια θα αποκτούσε αδελφάκι! Άφησε τα υπόλοιπα στην πίστη της στο Θεό και αφού ευχαρίστησε την Αλκμήνη, πήρε το αμάξι της για το σπίτι της. Οι δικοί της ασφαλώς είχαν γυρίσει και είχαν ανησυχήσει για την αργοπορία της.
«Μαμάκα μου, που ήσουν; Θέλω να σου πω πως η παράσταση ήταν υπέροχη… Μακάρι να ερχόσουν κι εσύ! Δεν πειράζει όμως! Την επόμενη παράσταση θα τη δούμε οι δύο μας!» της είπε η Τάνια και την αγκάλιασε σφιχτά.
«Οι δύο μας… ή και οι τρεις μας!» είπε με νόημα η Ναταλία και κοίταξε με αγάπη τους γονείς της, τον αδελφό της και τον αγαπημένο της Αμπίντ.
Κανείς δεν κατάλαβε το υπονοούμενο της Ναταλίας. Εξ άλλου πεινούσαν όλοι τόσο πολύ που μόνο όταν έφαγαν και το φρούτο τους κάθισαν γύρω από το τζάκι να συζητήσουν τα της ημέρας, ως συνήθως.
***
«Λοιπόν, αδελφούλα μου, για πες μας πώς ήταν η μέρα σου σήμερα;» είπε ο Δημήτρης.
«…Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη!» απάντησε η Ναταλία. «Σήμερα πήρα το πιο χαρμόσυνο νέο!»
«Πες μας, λοιπόν ποιο είναι αυτό το νέο!» της είπαν όλοι με μια φωνή!
«Σε λίγο καιρό θα πρέπει να πάρω καινούργια ρούχα, να φτιάξουμε τον ξενώνα παιδικό δωμάτιο και να σταματήσω και την δουλειά μου για κανένα χρόνο ή ίσως και πάρα πάνω!»
Περιττό να σας πω τι ακολούθησε! Ο Αμπίντ την αγκάλιασε και της είπε ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! Οι γονείς της πέταγαν! Δεν περπατούσαν! Η Τάνια πήγε να φέρει όλα της τα παιχνίδια λέγοντας πως θα τα μοιράζονταν με χαρά με το αδελφάκι της. Ο Δημήτρης άνοιξε σαμπάνια για να ευχηθεί "με το καλό!"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η γιατρός τής είπε πως θα της έπαιρνε το αγοράκι της με καισαρική τομή. Δεν την πείραξε καθόλου! Εκτός από τις γυναικολογικές εξετάσεις, έκανε και ορισμένες μη απαγορευτικές εξετάσεις για το πρόβλημά της που μέχρι τον Αύγουστο δεν είχε μάθει κανείς από την οικογένειά της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κι όμως, γίνονται θαύματα!
Χρυσούλα Πλοκαμάκη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki