Ελίνας Χουδετσανάκη
Αυτός είναι ο πλανήτης Γη! Είναι στρογγυλός, όμορφος και μαγικός. Πολύ μαγικός!
Τόσο μαγικός όσο ένα καταπράσινο δάσος δίπλα σε μια ολόχρυση παραλία όπου τα ζώα απολάμβαναν την ζεστασιά του ήλιου.
Αραγμένα στην αμμουδιά με μπικίνια, σορτσάκια και καπέλα ρουφούσαν χυμό φραγκοστάφυλο και έκαναν όνειρα στην άμμο, στο νερό ή στο άσπρο σύννεφο.
Όπου βολεύει τον καθένα.
Κι εκεί που όλα ήταν ειδυλλιακά, μαύρος καπνός απλώθηκε στον ουρανό, στη θάλασσα και στα όνειρα.
Φωτιά! Φωτιααά!
Κάποιοι έμειναν να κοιτούν, κάποιοι άρχισαν να περπατούν γρήγορα και σε λίγο…
Σε λίγο τα ζώα άρχισαν να τρέχουν! Μαζί τους έτρεχε και η φωτιά!
Ώσπου μέσα σε λίγη ώρα το δάσος από πράσινο και καφέ έγινε κόκκινο και πορτοκαλί και για σκεπή του είχε ένα μαύρο πηχτό καπνό.
Όπως καταλαβαίνετε, τα ζώα έπρεπε να αναζητήσουν ένα καινούριο τόπο για να χτίσουν τις φωλιές τους. Μάζεψαν μερικά από τα πράγματα που τους απέμειναν, τα τύλιξαν σε ένα σεντόνι, τα έριξαν στον ώμο, αποχαιρέτησαν το τόπο τους με ένα πληγωμένο βλέμμα και ξεκίνησαν.
Ξεκίνησαν για τα Βουνά.
Οι κάτοικοι τους καλωσόρισαν με χαρά.
Έστρωσαν τραπέζι γιορτινό, σέρβιραν κόκκινο κρασί από το καλό βαρέλι και έπαιξαν μουσική οι καλύτεροι του τόπου.
Μεγάλη φιέστα σας λέω!
«Θα πρέπει να είσαστε πολύ κουρασμένοι από το ταξίδι», είπαν. «Μείνετε τη νύχτα εδώ και το πρωί συνεχίζετε το ταξίδι σας».
Τα ζώα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαστισμένα. Ένας θαρραλέος είπε: «Σκεφτήκαμε…» είπε και ξεροκατάπιε τον κόμπο που είχε στο λαιμό, «Σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε να μείνουμε εδώ μαζί σας».
«Μαζί μας; Όχι, όχι, όχι! Αυτό δεν γίνεται», απάντησαν. «Το μέρος είναι μικρό. Δεν μας χωράει όλους, άσε που το χειμώνα τα Βουνά είναι χιονισμένα κι εσείς δεν είστε μαθημένοι σε αυτές τις θερμοκρασίες» είπαν.
Τα ζώα έφυγαν από τα Βουνά, με την κοιλιά γεμάτη μεν τη καρδιά άδεια δε.
Συνέχισαν το δρόμο τους, αυτή τη φορά με κατεύθυνση προς τη Λίμνη.
Εκεί! Εκεί έχει χώρο, έχει και άφθονο φαγητό. Ένας μικρός παράδεισος όπου μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι!
Καθώς έμπαιναν πιο μέσα στην περιοχή είδαν ένα πελώριο άγαλμα.
Όσο πλησίαζαν έβλεπαν πολλά ζώα να δουλεύουν ασταμάτητα και να κουβαλούν πέτρες κάτω από τον καυτό ήλιο. Άλλα ζώα έπαιρναν τις πέτρες και με αυτές κατασκεύαζαν κάτι που έμοιαζε με τεράστιο σπίτι. Πιο πέρα στα χωράφια άλλοι έσκαβαν, άλλοι φύτευαν, άλλοι ξεχορτάριαζαν, άλλοι πότιζαν. Κανείς, όμως, μα κανείς δεν σήκωσε το κεφάλι να ρίξει μια ματιά σε αυτό το τσούρμο που πλησιάζει από μακριά.
Παράξενο, είπαν μερικοί κι όσοι δεν το είπαν το σκέφτηκαν.
Ώσπου, λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε μέσα από τα ψηλά χόρτα ένας αγριόχοιρος. Καθαρός κι αρωματισμένος, φορούσε κι ένα ψηλό καπέλο με αγκράφα, στο χέρι του κρατούσε ένα μπαστούνι με χρυσή λαβή. Πίσω του ακολουθούσαν στρατιώτες και υπηρέτες που του κρατούσαν μια ομπρέλα για τον ήλιο, φρούτα και ποτά.
«Καλημέρα και καλώς ορίσατε ξένοι», φώναξε με τη βραχνή φωνή του κι οι εργάτες στα χωράφια σταμάτησαν για λίγο. Ο αγριόχοιρος τους έριξε μια ματιά κι αμέσως οι εργάτες ξαναέσκυψαν το κεφάλι.
«Πώς και από τα μέρη μας; Σε τι οφείλουμε αυτήν τη μεγάλη τιμή της επισκέψεώς σας;» ρώτησε.
«Ψάχνουμε μέρος να μείνουμε. Το δάσος μας κάηκε, καταστράφηκε ολοσχερώς. Πρέπει να συνεχίσουμε αλλού τις ζωές μας», είπαν τα ζώα με μάτια βουρκωμένα.
«Μην μου στεναχωριέστε γλυκά μου ζωάκια. Στη Λίμνη θα βρείτε αυτό που ψάχνετε. Άπλετο χώρο να μείνετε και πολύ φαγητό για όλους. Εδώ θα έχετε μια καλή ζωή με όλες τις ανέσεις!» είπε ο αγριόχοιρος και το στήθος φούσκωσε σα μπαλόνι από περηφάνια. «Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι να φροντίζετε την περιοχή μας με αγάπη και αφοσίωση».
Τα ζώα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία. Τι εννοούσε ακριβώς ο αγριόχοιρος, ρώτησαν οι πιο τολμηροί.
Ο αγριόχοιρος ύψωσε τη μουσούδα του στον ουρανό, έβαλε το ένα χέρι πίσω στη πλάτη, με το άλλο τίναξε το μπαστούνι ψηλά και είπε χωρίς να κοιτάζει κανέναν στα ματιά
«Να! Τίποτα στη ζωή δεν μας χαρίζεται! Η καλοπέραση χρειάζεται θυσίες. Πώς περιμένετε να έχουμε φαγητό αν δεν ασχολούμαστε με τη γη; Η γη είναι απαιτητική, θέλει περιποίηση. Βλέπετε αυτούς τους ανθρώπους που δουλεύουν εδώ από το πρωί ως το βράδυ πόσο ευτυχισμένοι είναι;»
Τα ζώα έριξαν μια ματιά στους εργάτες και πραγματικά δεν είδαν ίχνος ευτυχίας στα πρόσωπα τους.
«Πώς θα ευημερήσει η περιοχή αν δεν θαμπώσουμε τα μάτια των γειτόνων με μεγαλοπρεπή κτήρια και θεόρατα αγάλματα; Σας ρωτώ, πώς;»
Τώρα εξηγούνται όλα!!!!
Για να ζήσουν τα ζώα στη Λίμνη έπρεπε να υπηρετούν τον αγριόχοιρο με αγάπη και αφοσίωση από το πρωί ως το βράδυ.
Σφίγγεται η καρδιά μου που σας το λέω, μα κάποιοι έμειναν.
Τουλάχιστον θα έχουμε ένα πιάτο φαγητό και μια στέγη να μείνουμε, σκέφτηκαν.
Δεν είχαν κι άδικο.
Μα αυτή η ζωή δεν ταιριάζει σε όλους.
Και το τσούρμο συνέχισε.
Αυτή τη φορά τράβηξε προς την Κοιλάδα.
Εκεί! Εκεί η τύχη τους θα είναι καλύτερη! Εκεί θα ζήσουν ζωή χαρισάμενη!
Τους πήρε μέρες για να φτάσουν. Όσο πλησίαζαν, οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά. Θα τα κατάφερναν αυτή τη φορά άραγε; Θα ήταν αυτό το νέο τους σπίτι;
Ξαφνικά, κάτι στρογγυλές μπάλες εκτοξεύτηκαν στον αέρα. Παραλίγο να πέσουν στα κεφάλια τους. Τα ζώα καλύφθηκαν εγκαίρως και έτσι δεν χτύπησε κανείς. Μετά από λίγο να σου πάλι οι μπάλες. Τα ζώα καλύφθηκαν πάλι αλλά μερικοί δεν το γλίτωσαν το καρούμπαλο. Κοίταξαν τις καφές μπάλες και δεν άργησαν να καταλάβουν ότι είναι καρύδες. Μάλιστα, καρύδες! Είχαν ακουστά για αυτό το εξωτικό φρούτο. Μα καλά ποιοι πετάνε φρούτα στον αέρα. Μετά από λίγο άλλο ένα κύμα καρύδες έσκασε στα πόδια τους και μια ομάδα ντόπιων φώναζε με μια ντουντούκα,
«Φύγετε! Η Κοιλάδα μας ανήκει», είπαν. «Μόνο εμείς μπορούμε να μένουμε εδώ!»
Οι φωνές αγρίευαν και οι καρύδες πολλαπλασιάζονταν.
Το τσούρμο έτρεξε και πήρε άλλο δρόμο.
Ποιος θέλει να τρώει καρύδες στο κεφάλι;
Οι περισσότεροι προτιμούν να τις τρώνε κανονικά ή να φτιάχνουν με αυτές δροσιστικά ποτά.
Αααχ! Σαν εκείνα τα ποτά που έπιναν στην παραλία κάτω από τον παχύ ίσκιο των δένδρων κι έκαναν όνειρα στην άμμο, στο νερό ή στο άσπρο σύννεφο. Όπου βολεύει τον καθένα.
Και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μα κυρίως τις καρδιές, για εκείνο το δάσος και για εκείνη την παραλία μα κυρίως για εκείνο το συναίσθημα που ένιωθαν σε αυτό το μέρος και που δεν ξέρουν αν θα το ξανανιώσουν ποτέ.
Τα ζώα κουρασμένα ξάπλωσαν στο χώμα έκλεισαν τα μάτια και πήραν μια βαθιά ανάσα. Μια ανάσα… γλυκιά, ροζ και ζαχαρένια! Μα για στάσου! Κάπου τη ξέρουν αυτή τη μυρωδιά. Μαλλί της γριάς! Μα ναι! Μαλλί της γριάς!!!!
Αργά κι αθόρυβα σηκώθηκαν να δουν.
Μα τους είχαν ήδη πάρει είδηση.
Μια παρέα παιδιών με κόκκινα μάγουλα, ανάκατα μαλλιά και σκονισμένα γόνατα να τρώει μαλλί της γριάς.
«Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησαν.
«Φαίνεστε διψασμένοι και πεινασμένοι», είπαν.
«Είστε τυχεροί! Έχουμε πανηγύρι. Έχει μαλλί της γριάς για όλους!»
Το τσούρμο στάθηκε όρθιο στα πόδια του και επιτέλους, μπροστά του έβλεπε, μετά από καιρό, μια χαρούμενη εικόνα.
Προχώρησαν αργά προς το πανηγύρι και στη μηχανή που έφτιαχνε το γλυκό, ροζ και ζαχαρένιο μαλλί της γριάς.
Ελίνα Χουδετσανάκη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki