Έφης Μόρδου
Είμαι ένα κουνελάκι
που με λένε Πάκι-Πάκι
Μου αρέσουνε οι βόλτες
τα παστέλια και οι μπότες.
Αν μπορούσα κάθε μέρα,
θα βγαινα να πάρω αέρα
σε αγρούς και σε ποτάμια
Όμως κάτι μ’εμποδίζει
και τις βόλτες μου μαυρίζει
που το λεν καθισματάκι
μέσα στ’ αυτοκινητάκι.
Μόλις μπω μες στο αμάξι
η μαμά φωνάζει "Πάκι,
πάρε θέση, βάλε ζώνη
μην ξεχάσεις πώς κλειδώνει"
Μα εμένα δε μ’αρέσει
να με δένουνε στη μέση
νιώθω σαν φυλακισμένος
και πολύ δυστυχισμένος.
Και τις βόλτες μου τις χάνω
και δεν ξέρω τι να κάνω,
όλη μέρα μες στο σπίτι
σιγοκλαίω σαν σπουργίτι.
Μια Δευτέρα που ‘χε κρύο
πήγα τρέχοντας σχολείο
και συνάντησα την πάπια
την καλή μου φίλη Κάτια.
Μια φτερούγα είχε δεμένη
μ’ ένα γύψο τυλιγμένη
κάθε τόσο ένα δάκρυ
έτρεχε απ’το ένα μάτι.
"Έλα Κατια πες μας τώρα
έπεσες σε κατηφόρα,
ή σκαρφάλωσες σε πόνυ
κι έσκασες σαν το πεπόνι;"
"Ούτε τό ’να ούτε τ’ άλλο"
είπε σαν τον παπαγάλο
"ούτε άλογο ούτε πόνυ
μόνο δε φορούσα ζώνη.
Πήγαινα με τη μαμά μου
τον μπαμπά και τη γιαγιά μου
με τ’αμάξι μια βόλτα
να μαζέψουμε και χόρτα.
Στης μαμάς μου το αμάξι
που ναι πάντοτε σε τάξη
μπήκα μέσα σαν κυρία
κι έκατσα στη γαλαρία.
Και για ζώνη ούτε λόγος
Θα μουν σαν δεμένος φιόγκος.
Μα στα ψέματα τη βάζω
Τη μαμά καθησυχάσω.
Έτσι όπως οδηγούσε
Και το δρόμο ίσια κοιτούσε
Ξάφνου βρέθηκε μπροστά μας
Ένας λύκος με πιτζάμα.
Φρένο πάτησε με φορά
Κι ήτανε και κατηφόρα,
το αμάξι κοκκαλώνει
και ο λύκος τη γλιτώνει.
Μα εγώ η καημένη
που δεν ήμουνα δεμένη
απ’ τη θέση μου πετάω
τη φτερούγα κοπανάω.
Κάπως έτσι Πάκι-Πάκι
έσπασα το ’να χεράκι
τώρα δεν μπορώ να γράφω,
να πετάω και να πλάθω".
Αφού άκουσα την Κάτια
κι έγινα χίλια κομμάτια,
έκατσα σε μια γωνία
να σκεφτώ την ιστορία.
Όταν γύρισα στο σπίτι
με τ’αφτιά μου ως τη μύτη
τη μαμά μου αγκαλιάζω
και της λέω "δε θα γκρινιάζω.
Θα φοράω πάντα ζώνη
θα προσέχω να κουμπώνει
θα μαι πάντα καθισμένος
στο αμάξι σου δεμένος".
Κάπως έτσι ο Πάκι-Πάκι
το μικρό μας κουνελάκι
έμαθε πως πάντα η ζώνη
απ΄το γύψο μας γλυτώνει.
Έφη Μόρδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki