Λέττας Βασιλείου
Πέντε μικρά θαλασσινά παιδιά
αναλαμβάνουν οικολογική δράση
Το θυμωμένο Βότσαλο
Το γενναίο Κοράλλι
Η τολμηρή Ανεμώνη
Ο αποφασισμένος Αχινός
Το θυμωμένο Βότσαλο
Όταν κλείνουν τα σχολεία κι ο καιρός πια ζεσταθεί
μπαίνουν τα βαριά τα ρούχα σε ντουλάπα σκοτεινή.
Κοντομάνικα φοράνε όλα τότε τα παιδιά
και αρχίζουν να μετράνε πόσα τρώνε παγωτά.
Οι μπαμπάδες κι οι μαμάδες που χουν τόσο κουραστεί
κάθονται κι υπολογίζουν πότε η άδεια θα ρθει.
Κι όταν έρθει εκείνη η μέρα που όλοι τόσο προσδοκούν,
τρέχουνε στις παραλίες, πλατσουρίζουν και βουτούν.
Σε μεγάλη παραλία από πεύκα σκιερή
ένα Βότσαλο μικρούλι μοναχό μονολογεί:
«Αχ γλυκό καλοκαιράκι γιατί άργησες να 'ρθεις;
Ο χειμώνας με κουράζει. Τον βαριέμαι! Τι θαρρείς;
Να φανούν θέλω παιδάκια με φτιαράκια ένα σωρό
φοιτητές να 'ρθουν δεκάδες με κιθάρες και κανό.
Άντρες να 'ρθουν και γυναίκες με πολύχρωμα μαγιό
και να πάψω πια να είμαι όλη μέρα καθισιό.
Να βρεθώ τη πρώτη μέρα σ’ ενός πύργου την κορφή
και τη δεύτερη να κάνω πτήση τοοοόσο μακρινή.
Να με πιάσει ένα κορίτσι ύστερα με μια βουτιά
και με χρώματα να φτιάξει πάνω μου μια ζωγραφιά».
Ήρεμο το Βοτσαλάκι, περιμένει χαρωπά.
Να σου κι ένα ζευγαράκι κάθεται εκεί κοντά.
Πλαφ! Στο Βότσαλο απάνω πέφτει αντηλιακό
Τσουρουφλίζεται και νιώθει σαν αυγό τηγανητό.
Με μια φέτα από καρπούζι κουκουλώνεται μετά
του κολλάνε τα κουκούτσια κι είναι τώρα πια πουά!
Πουφ! Τι τάχα να μυρίζει άσχημα τόσο πολύ;
Τσιγαρόγοπα τον κάνει σαν μια ρέγκα καπνιστή!
Σαν κοιτά τότε τριγύρω τη μεγάλη αμμουδιά
βλέπει ένα σωρό σκουπίδια, χάρτινα και πλαστικά.
Θυμωμένο ξεπετιέται. Μπόινγκ! Χτυπάει με ορμή
στο κεφάλι αυτού που μόλις του πετάει ένα κουτί.
«Άουτς!» φωνάζει το αγόρι. «Τι καρούμπαλο φρικτό!»
«Εμ!» του λέει το κορίτσι «Είναι δίκιο και σωστό!
Αν μιλούσε η παραλία και τα βότσαλα αυτά
θα σου λέγαν πως αξίζεις τούτη την κατραπακιά».
Σκύβει τότε το αγόρι κόκκινο από ντροπή
και μαζεύει τα σκουπίδια σ’ ένα χάρτινο κουτί.
Παίρνει και το Βοτσαλάκι και στο κύμα το βουτά
κι όπως λάμπει το χαρίζει γελαστός στην κοπελιά!
Το γενναίο Κοράλλι
Πριν να βγει καλά ο ήλιος το πρωί απ’ τα βουνά
τα καΐκια βγαίνουν τσάρκα με τα δίχτυα τα πλεχτά.
Με τραγούδια και με γέλια παλικάρια και παιδιά
ρίχνουν φίνα παραγάδια, ψάρια βγάζουν στη στεριά.
Την πραμάτια τους πουλάνε σε όλες τις νοικοκυρές
και μοσχοβολάνε τότε όλες οι μικρές αυλές
που σα φτάνει μεσημέρι κι είναι η ζέστη τρομερή
βάζουν στη φωτιά τηγάνι και στο φούρνο το ταψί.
Είναι νόμος απ’ τη φύση, κι έτσι είναι η ζωή.
Για να μεγαλώσει κάποιος πρέπει πρώτα να τραφεί.
Κι όπως το μεγάλο ψάρι τρώει πάντα το μικρό
να ψαρεύουμε με μέτρο είναι φυσιολογικό.
Μες στη θάλασσα σε ξέρα, σ' έναν κήπο μαγικό,
μένει ένα μικρό Κοράλλι, έξυπνο και ζωηρό.
Έχει κόκκινα μαλλάκια και πηγαίνει στο σχολειό
σε μικρό νηπιαγωγείο στο χαρούμενο βυθό.
Τα καΐκια δε φοβάται να του κάνουνε κακό.
Και τα δίχτυα δεν τα τρέμει. Είν’ γενναίο, όχι δειλό.
Όπως λέει κι η δασκάλα, μία Μέδουσα σοφή,
«Στη ζωή κανείς δεν ξέρει, πότε η ώρα του θα ρθει».
Μία μέρα στο σχολείο φτάνει μια χοντρή Σουπιά,
Κλαίει, σκούζει συγχυσμένη για μεγάλη συμφορά.
Ρίχνουν λέει δυναμίτες στις γειτονικές ακτές.
Καταστρέφουν και διαλύουν πολιτείες θαλασσινές.
Όλοι ακούνε λυπημένοι, όμως δεν ανησυχούν,
γιατί αυτοί δεν κινδυνεύουν δυναμίτες να τους βρουν.
Τους ψαράδες τους γνωρίζουν. Είναι τίμιοι και καλοί.
Γι αυτούς τούτ’ η ιστορία μοιάζει τόσο μακρινή.
Μα ένα πρωινό που ακόμα φως δεν έχει καλοβγεί
το Κοράλλι μας ξυπνάει πρώτο πριν απ την Αυγή.
Βλέπει στον αφρό από πάνω έναν άγνωστο ψαρά
που κρατάει δυναμίτες και γελάει νευρικά.
Γρήγορα το Κοραλλάκι φτάνει στη χοντρή μπουρού,
τη φυσάει και σαν κόρνα κείνη ακούγεται παντού.
Φτάνουνε τρία καΐκια. Να και το λιμενικό.
Τον ψαρά τότε προφταίνουν και τσακώνουν στο λεπτό!
Το Κοράλλι επαινούνε που χαμογελά γλυκά
και τα πλάσματα της ξέρας συμβουλεύει η Σουπιά.
«Το κακό δε θέλει χρόνο και στο σπίτι σου να ρθει.
Να 'χεις πάντα τα μυαλό σου και τη σκέψη καθαρή!»
Η τολμηρή Ανεμώνη
Χρώματα που χει η φύση στους ωκεανούς βαθιά!
Χίλια δύο ουράνια τόξα παίζουν μέσα στα νερά!
Πιτσιλιές από πινέλα σε ζωγράφου τον καμβά
σε θαλασσινά και ψάρια σε κοράλλια και φυτά.
Σαν να είναι καρναβάλι κάθε μέρα και γιορτή
θέατρο ή και μπαλέτο σε πολύχρωμη σκηνή.
Κι εκεί μες το πανηγύρι στέκεται καμαρωτή
μία μικρούλα Ανεμώνη, μπαλαρίνα θαυμαστή.
Φουσκωτό φορά κουστούμι κιτρινοπορτοκαλί
καπελίνο με δαντέλα και λεπτή χρυσή κλωστή.
Κάνει δύο πιρουέτες με πουέντ μεταξωτές
και τσαχπίνικα χορεύει στων ρευμάτων τις στροφές!
Στέκεται και ανεμίζει και λυγιέται στα νερά
και κρατάει ένα μπαλόνι που της κάνει συντροφιά.
Ένας δύτης τη χαζεύει και της λέει γελαστά:
«Τι καλά που έχει η φύση τόσο όμορφα παιδιά!»
Μα μια μέρα που κανένας δεν ευχότανε να ρθει
φάνηκε ένα καράβι που πλησίαζε με ορμή
κι αρχίζει από αμπάρια σκουριασμένα και παλιά
να ξερνάει και να φτύνει μαύρη, άσχημη μπογιά!
Μια τεράστια κηλίδα φτάνει απ’ το πουθενά
που βρωμάει και μαυρίζει τον πολύχρωμο καμβά.
Σκοτεινιάζουνε τα φώτα, ξεθωριάζει η ομορφιά
κι η μικρούλα Ανεμώνη πλατσουρίζει στη βρωμιά.
Κι ότι χρώματα η φύση έχει φτιάξει από καιρό
σβήσανε και το τοπίο είναι τώρα σκοτεινό.
Η αρρώστια περιμένει να φανεί σιγά σιγά
και τα πάντα να σκεπάσει θλίψη, πόνος, μοναξιά.
Και σαν φτάνει πάλι ο δύτης που μια κάμερα κρατά
βλέπει τη μικρή Ανεμώνη με φθαρμένη φορεσιά.
Μα χωρίς ντροπή εκείνη στήνεται στη μηχανή
κι όταν πάει αυτός να φύγει τον τραβάει απ’ το αυτί.
«Την ασκήμια και τη θλίψη δεν την αγαπά κανείς
μα να ξέρεις πως υπάρχουν, κι ας μη θέλεις να τις δεις.
Κι αν μια μοναχή εικόνα φέρνει τόσο θαυμασμό
άλλη μια θα διορθώσει των ανθρώπων το κακό».
Μια εικόνα με ασχήμια κι άλλη μια με ομορφιά
εμφανίζουνε κανάλια, κάμερες περιοδικά.
Την κηλίδα καθαρίζουν και ανασαίνει ο βυθός
και γιορτάζουν σαν αρχίζει της ελπίδας ο χορός.
Ο αποφασισμένος Αχινός
Στο μικρό το ψαροχώρι δίπλα στην ακρογυαλιά
στέκουν πάνω σε βραχάκια τα θαλασσινά παιδιά.
Κοχυλάκια, καβουράκια, πεταλίδες κι αχινοί
παίζουν, τρέχουν και γελάνε απ’ το βράδυ ως το πρωί.
Κει στα βράχια σκαρφαλώνουν και πηδάνε στο νερό
Τα παιδάκια που περνάνε διακοπούλες στο χωριό.
Λάδι η θάλασσα τραβάει για να αρχίσουν τις βουτιές.
Κρύσταλλο νερό δροσίζει μες στη ζέστη τις καρδιές.
Ένας Αχινούλης βλέπει όλα τούτα τα παιδιά
τα χαζεύει και γελάει στα παιχνίδια τα πολλά.
Με μαγιό ριγέ κι εκείνος κάνει τούμπες στο νερό
μα προσέχει μην τσιμπήσει κανενός παιδιού ποπό!
Κι ύστερα στην ηρεμία του ζεστού καλοκαιριού
λιάζεται κάτω από ακτίνες ήλιου μεσημεριανού.
Βλέπει βάρκα που χορεύει με έναν γλάρο αγκαζέ,
και που πίνουν στην ταβέρνα ούζο με ζεστό μεζέ.
Φτάνει όμως καλοκαίρι τόσο διαφορετικό
που αλλάζει το τοπίο σ’ όλο το μικρό χωριό.
Τρία λουξ ξενοδοχεία ξεπηδιούνται στη στιγμή
καταστήματα, πισίνες, κλαμπ με πίστα και σκηνή.
Καφετέριες που παίζουν μουσική στη διαπασών.
Για να πάψει αυτή η ζάλη παίρνεις χούφτες τα ντεπόν!
Οι ταβέρνες από μία, γίνονται πενήντα δυο,
και γεμίσανε την άμμο με τραπέζια ένα σωρό!
Άσε πια αυτά τα φώτα! Σε τυφλώνουν για καλά!
Τις προάλλες καβουράκι έβαλε μαύρα γυαλιά!
Ούτε και στο βράχο πάει να βουτήξει πια κανείς.
Φτιάχτηκαν νεροτσουλήθρες που πληρώνεις για να μπεις.
Ο μικρός ο Αχινούλης δεν αντέχει πια στιγμή.
Κίνηση και φασαρία δεν μπορεί να ανεχτεί.
Το χωριό τους πια δεν μοιάζει σαν παράδεισος στη γη
έγινε τρελοκομείο που φωνάζουνε τρελοί.
«Έμα πια! Δεν πάει άλλο!» βάζει τότε μια φωνή
και μαζεύει όλους τους φίλους για να φύγουνε μαζί.
Η θαλασσινή παρέα μετακόμιση αρχινά
και αφήνουνε πια πίσω τα βραχάκια αδειανά.
Σε ένα βράχο πιο μεγάλο σε μια διπλανή ακτή
χτίζουνε το νέο σπίτι όλοι τους απ’ την αρχή.
Και σε αυτούς που ανησυχούνε ο Αχινούλης απαντά
«Έννοια σας, κι αν ξαναρθούνε, ετοιμάζω μια τσιμπιά!
Η δραστική Πεταλίδα
Γεια! Με λένε Πεταλίδα και στα βράχια κατοικώ.
Βούτηξα μες στο βιβλίο για ένα λόγο σοβαρό.
Ήρθα εδώ για γνωρίσω, μιας κι μαι κι εγώ παιδί,
τα παιδάκια που θα γίνουν του πλανήτη αρχηγοί.
Βλέπετε, εδώ και χρόνια γίνονται καταστροφές.
Κόβουν δάση, χτίζουν σπίτια, πλημμυρίζουν οι ακτές.
Πυρκαγιές σωρό θερίζουν του πλανήτη την πνοή
και στον ουρανό από σπρέι χάσκει τρύπα τρομερή.
Θερμοκήπιο έχει γίνει ο πλανήτης μας παιδιά
και το κλίμα του έχει αλλάξει τώρα πια για τα καλά.
Κάνει ζέστη το Γενάρη και τον Αύγουστο φυσά
καύσωνα έχει το Νοέμβρη, χιόνι την Πρωτομαγιά!
Από την πολλή τη ζέστη λιώνουν ως και τα βουνά
τα αιώνια των πάγων κει στους Πόλους μακριά.
Τότε η θάλασσα φουσκώνει και πληθαίνουν τα νερά.
Κινδυνεύουν να χαθούνε μύρια ζώα και φυτά.
«Τι να κάνουμε;» ρωτάτε, «Να το αλλάξω αυτό μπορώ;»
Λίγα μόνο πραγματάκια ήρθα εδώ για να σας πω.
Μην αφήνετε τα φώτα αναμμένα όλα μαζί.
Να ξοδεύετε ενέργεια μόνο όση χρειαστεί.
Σε ειδικούς μεγάλους κάδους που έχετε στην γειτονιά
ρίξτε όλα τα μπουκάλια, από αναψυκτικά κουτιά.
Πλαστικό και αλουμίνιο, γυαλί τώρα και χαρτί
βάλτε ξέχωρα καθένα για να ανακυκλωθεί.
Κλείνετε καλά τις βρύσες να μην χάνεται νερό.
Δυστυχώς δεν θα ναι πάντα και για όλους αρκετό.
Στο σχολείο μαζευτείτε δάσκαλοι, γονείς, παιδιά
να φυτέψετε δεντράκια που θα φέρουν τη δροσιά.
Προστατέψτε όλη τη φύση και της Γης τις ομορφιές.
Δάση, θάλασσες, ποτάμια, όλα της ζωής πηγές.
Γιατί ετούτο τον πλανήτη τον φυλάμε δανεικό.
Χέρι χέρι αυτός θα πάει στα παιδιά μας φυλαχτό.
Και να έχετε γραμμένο μες στο νου σας καθαρά
πως κι ο πιο μικρούλης φέρνει και ελπίδα και χαρά.
Γι αυτό κάντε κάτι τώρα! Ήρθε η ώρα κι η στιγμή!
Είναι η εποχή για πράξη, δράση οικολογική.
Κι αν εσύ που με διαβάζεις, λες: «Για κοίτα συμβουλή
που μου δίνει Πεταλίδα έναν πόντο σπιθαμή!»
λέω αυτό: «Αν στο βιβλίο τόλμησα κι εγώ να μπω
σκέψου πως μαζί με σένα άλλα τόσα θα τολμώ!!!
Λέττα Βασιλείου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki