Ντέπης Παπαδοπούλου
Μια φορά και έναν καιρό γεννήθηκε σ' ένα χωριό κοντά στα δάση του Μέλανα Δρυμού, ένα όμορφο ξανθομάλλικο κοριτσάκι με κόκκινα χείλη. Οι γονείς του ήταν μεγάλοι σε ηλικία και η γέννηση της μικρής, τους έφερε μεγάλη χαρά. Την ονόμασαν Χέλγκα, ένα όνομα συνηθισμένο για την περιοχή εκείνη.
Ο Μέλανας Δρυμός ήταν (και είναι ακόμη) μια περιοχή με πολλά ενωμένα δάση, σκοτεινά όπου δεν περνούσε ούτε ο ήλιος, και ήταν τόσο μυστηριώδη που κάποιος σκέφτεται τρομερούς θρύλους με μάγισσες και μάγους, νάνους, νεράιδες και γίγαντες. Είχε ποτάμια και πανέμορφους καταρράκτες, αγνούς και αμόλυντους, γιατί δε τόλμησε να πατήσει ανθρώπου πόδι.
Γραφικά χωριουδάκια απλώνονταν γύρω γύρω από το μυστηριώδες δάσος, με ξύλινα αγροτόσπιτα και καταπράσινες σκεπές. Οι κάτοικοι των χωριών ήταν απλοί, χαρούμενοι, κεφάτοι και ασχολούνταν είτε με τα χωράφια τους και τις παχιές αγελάδες τους, είτε με την τέχνη τους την ξυλογλυπτική. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιοχής ήταν η ενδυμασία τους. Οι άνδρες φορούσαν μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και μαύρο γιλέκο και οι γυναίκες μαύρο φόρεμα, άσπρο πουκάμισο με λευκή ποδιά. Όλοι, μα όλοι φορούσαν ένα μαύρο σκουφάκι με κόκκινη φούντα, όπως τα κεράσια. Ναι σαν κεράσι, γιατί γύρω από το δάσος υπήρχαν πολλές κερασιές και μέσα στο δάσος υπήρχαν οι καλύτερες αγριοκερασιές του κόσμου!
Όταν η Χέλγκα μεγάλωσε λιγάκι, άρχισε να ασχολείται με το συγύρισμα του σπιτιού και το μαγείρεμα, μα η αγαπημένη της ασχολία ήταν να παίρνει το καλαθάκι της και να ανεβαίνει επάνω στις κερασιές για να μαζεύει τα κεράσια. Έμαθε από τη μητέρα της να φτιάχνει με αυτά γλυκό του κουταλιού, λικέρ, σάλτσα για να συνοδεύει φαγητά και πίτες, αλλά το αγαπημένο της ήταν η τούρτα με άσπρη κρέμα και κομμάτια μαύρης σοκολάτας.
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα πήρε το καλαθάκι της και βγήκε να πάει να μαζέψει κεράσια έξω από το χωριό της. Κατηφόρισε το χωμάτινο δρομάκι όταν άκουσε μια υπέροχη μουσική αυλού. Σαν μαγεμένη τα βήματά της την πήγαν βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος. Όταν σταμάτησε η μουσική και συνήλθε η Χέλγκα, είδε να απλώνεται μπροστά της ένα ξέφωτο και στη μέση του ακριβώς ήταν μια υπέροχη ψηλή αγριοκερασιά φορτωμένη από τα μαυροκόκκινα σκληρά φρούτα της. Χαρούμενη από την ανακάλυψή της έτρεξε προς τα εκεί, σκαρφάλωσε σ ́ ένα από τα κλαριά της και μαζεύοντας τα αγριοκέρασα άρχισε να τραγουδά:
"Νοικοκυρούλα χαρωπή
την οκνηρία δε γνωρίζει
από τη πολύ της προκοπή
αυτή το σπίτι στολίζει.
Να κάνει μαλλί, να στριφώνει
και να κεντάει το μαλλί
να δουλεύει πάντα μόνη
ακούραστη και εργατική"
Για κακή της τύχη, κάπου εκεί κοντά έμενε ένας περίεργος τζαναπέτης νάνος και όταν άκουσε τη Χέλγκα να τραγουδά, θύμωσε τόσο πολύ που επιτάχυνε το βήμα του και βρέθηκε κάτω από τη αγριοκερασιά, και άρχισε να της φωνάζει:
- Κατέβα κάτω αμέσως κλέφτρα. Τα κεράσια αυτά είναι ιδιοκτησία μου.
Η Χέλγκα ντροπιασμένη έκανε να κατέβει από τη αγριοκερασιά, όμως εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας γίγαντας και κατακόκκινος από θυμό φώναξε στον νάνο:
- Για ποια ιδιοκτησία μιλάς νάνε;
- Εσύ γιατί ανακατεύεσαι γίγαντα; Δεν έχεις άλλη δουλειά να κάνεις; Πάνε να φυλάξεις την κληρονομιά που μας έκλεψες... αλλά, δε θα αργήσει η μέρα που θα την πάρουμε πίσω. Να το θυμάσαι αυτό εσύ και οι όμοιοι σου και να φοβάστε την οργή μας.
- Μα δεν πήραμε εμείς την κληρονομιά σας. Χίλια χρόνια πέρασαν και έχετε ακόμη αυτή την εντύπωση;
Δε αποδείχτηκε ποτέ ότι την πήραμε εμείς γιατί... δε την πήραμε.
- Εσείς οι βρωμεροί γίγαντες την πήρατε! και φουρκισμένος έφυγε από το ξέφωτο, ξεχνώντας τη Χέλγκα.
Η Χέλγκα φοβισμένη και κουλουριασμένη στο κλαρί δε έβγαλε άχνα. Ευχόταν να φύγει και ο γίγαντας, για να βγάλει φτερά στα πόδια της και να γυρίσει στο σπιτάκι της. Θα ανησυχούσαν οι δικοί της και όχι άδικα, έλλειπε πολλή ώρα. Όμως ο γίγαντας έστρεψε το βλέμμα του προς τη Χέλγκα και με μια αστεία υπόκλιση της είπε:
- Με φωνάζουν Μπρικ. Ανήκω στην περίφημη οικογένεια των Μπρικόριουμ, φύλακες αυτών των δασών.
Αυτός που σου φώναζε είναι ο Βανίρ(*). Οι νάνοι είναι οι φύλακες των βουνών και είχαμε μία εξαιρετική συνεργασία παλιά, αλλά από τότε που έχασαν τη μαγική συνταγή τα τσουγκρίσαμε.
- Τι είναι η μαγική συνταγή; ρώτησε η Χέλγκα που ξεθάρρεψε από την καλοσυνάτη μορφή του γίγαντα.
- Το μαγικό τυρί(*) και η συνταγή της ήταν η αρχέγονη κληρονομιά των ξωτικών του δάσους που ζούσαν κάποτε εδώ, και μετά όταν έπρεπε να φύγουν, την άφησαν στον βασιλιά των νάνων, τον Εσίρ(*) τον Δίκαιο, με τον όρο να χρησιμοποιηθεί σωστά το μαγικό τυρί και όχι για δικό τους όφελος. Αλλά η μαγική συνταγή χάθηκε και έχει απομείνει πολύ λίγο από το μαγικό τυρί.
- Και τι κάνει το μαγικό τυρί;
- Όποιος φάει από το μαγικό τυρί λέει την αλήθεια.
-Ω! είπε η Χέλγκα. Και την πήρατε εσείς;
- Όχι, όχι δεν την πήραμε εμείς. Δεν τη χρειαζόμαστε για να πούμε την αλήθεια. Είναι γνωστό σε όλους ότι οι γίγαντες δε λέμε ψέματα. Σε αυτούς που χρειάζεται είναι στους κατεργάρηδες τους νάνους, γι ́ αυτό το έδωσαν σε αυτούς τα ξωτικά. Για να μην υπάρξει αδικία προς τα υπόλοιπα πλάσματα του Μαύρου Δάσους.
- Τι πλάσματα υπάρχουν; ρώτησε ξαφνιασμένη η Χέλγκα.
- Νεράιδες. Νεράιδες των ποταμών, των δέντρων, των λουλουδιών... νεράιδες για όλα μέσα στο δάσος. Είναι παντού και συνεργάζονται με την Μητέρα Φύση για να λειτουργούν όλα σωστά.
- Και πώς δεν τις είδα όταν ήρθα. Είναι εδώ;
- Ναι εδώ είναι, μα τις βλέπεις όταν εκείνες το θελήσουν. Όταν κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους και άπλωσε το μεγάλο δείκτη του προς το κλαδί που καθόταν. Η Χέλγκα δεν είδε τίποτα.
Ο γίγαντας τότε της είπε:
- Έλα να σε βοηθήσω να κατέβεις από το κλαδί. Και την έπιασε από τη μέση της και την ακούμπησε στο πράσινο χορτάρι.
- Θα σε γυρίσω πίσω στο χωριό σου γιατί μόνη σου θα χαθείς.
- Ήρθα μέσα στο δάσος γιατί άκουσα έναν αυλό. Με μάγεψε η μουσική του. Κανονικά εμείς οι άνθρωποι φοβόμαστε να ερχόμαστε εδώ. Φοβόμαστε γιατί ακούμε πολλά για πλάσματα τρομερά και επικίνδυνα.
Όμως δεν είναι έτσι. Ή κάνω λάθος;
- Όχι δεν κάνεις λάθος, της απάντησε ο γίγαντας. Εγώ ήμουν αυτός που έπαιζα τον αυλό και οι φήμες είναι για την δική μας προστασία. Οι νεράιδες πηγαίνουν το βράδυ που κοιμάστε και ψιθυρίζουν στα αυτιά σας τρομερές ιστορίες και όταν ξημερώνει νομίζετε ότι τις ζήσατε και τρέχετε να τις μεταδώσετε στους υπόλοιπους. Δυστυχώς ότι είναι διαφορετικό το καταστρέφετε.
Η Χέλγκα προβληματίστηκε με τα λόγια του γίγαντα. Ποτέ της δεν σκέφτηκε ότι τα πλάσματα του δάσους φοβόντουσαν τους ανθρώπους. Πάντα πίστευε το αντίθετο. Ένιωσε ντροπή. Και χωρίς να το πολυσκεφτεί είπε στον γίγαντα:
- Το λιγότερο που μπορώ να κάνω για την συμπεριφορά μας είναι να σε βοηθήσω να λυθεί η παρεξήγηση με την χαμένη μαγική συνταγή. Θα μου πεις ξανά όλη την ιστορία;
- Δεν την ξέρω όλη. Αυτός που ξέρει τα πάντα είναι ο στριμμένος νάνος. Δεν είναι κακός. Κάποτε κάναμε πολύ παρέα οι δυο μας, αλλά από τότε που χάθηκε η μαγική συνταγή το μόνο που κάνει είναι να μας κατηγορεί και αυτό είναι άδικο. Πρέπει να τον πείσουμε να μας πει την ιστορία. Κατεργαριά στον κατεργάρη... είπε ο Μπρικ και κοίταξε το καλαθάκι της Χέλγκας.
- Οι νάνοι είναι καλοφαγάδες και έχω μία ιδέα πως θα τον πείσουμε. Ο Βανίρ έχει μία αδυναμία, είναι γλυκατζής. Ξέρεις να μαγειρεύεις έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Μπρικ την Χέλγκα.
- Ναι ξέρω και μάλιστα αυτά τα κεράσια είχα σκοπό να τα κάνω τούρτα.
- Υπέροχα! είπε ο Μπρικ και ξεκίνησαν για το σπίτι του Βανίρ.
Σταμάτησαν μπροστά σε δύο θεόρατα δέντρα που η κορφή τους χανόταν κάπου στον ουρανό. Ο Μπρικ χτύπησε με την παλάμη του σε... κάτι, αόρατο, ανάμεσα στα δύο δέντρα. Η Χέλγκα απόρησε γιατί δεν έβλεπε τίποτε. Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε... κάτι σκληρό και τρόμαξε. Ο Μπρικ κατάλαβε και της είπε:
- Για την ασφάλειά μας κρυβόμαστε και μεταμορφώνουμε τα πάντα αόρατα για τα μάτια σας.
Αλληθώρισε λίγο το βλέμμα σου και εστίασε εδώ μπροστά. Είναι σαν τις μαγικές εικόνες. Βλέπεις μία εικόνα και ξεπηδάει από πίσω μία άλλη.
Η Χέλγκα έκανε ότι της είπε ο Μπρικ και ξαφνικά είδε μπροστά της μία ξύλινη πόρτα. Έκανε ένα βήμα πιο πίσω και είδε ένα ξύλινο σπίτι με στρόγγυλα παράθυρα σαν φινιστρίνια. Το σπίτι και η σκεπή του ήταν καλυμμένη όλη από βρύα και φτέρες.
- Είναι υπέροχο! φώναξε ενθουσιασμένη. Είναι παραμυθένιο! Δεν έχω δει ομορφότερο σπίτι από αυτό.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπροστά τους εμφανίστηκε ο Βανίρ και είπε:
- Έφερες τα κεράσια μου κλέφτρα!
- Αυτή είναι η Χέλγκα, είπε ο Μπρικ και έδειξε το κορίτσι. Ήρθαμε να σε επισκεφτούμε και να σου δώσει τα κεράσια... για να την συγχωρέσεις που μπήκε στο δάσος μας και... πήρε άθελά της τα κεράσια και... αν θες μπορεί να κάνει μία τούρτα... είναι μία καλή μαγείρισσα... και αν θέλεις...
Ο Βανίρ στο άκουσμα της τούρτας μαλάκωσε, αλλά δεν το έδειξε αμέσως.
- Σιγά μην ξέρει να φτιάχνει τούρτες μικρό κορίτσι!
- Άφησέ με να την φτιάξω και μετά κρίνε με, είπε η Χέλγκα.
Ο Βανίρ έκανε ότι το σκεπτόταν, αλλά το στομάχι του ήδη τον πρόδωσε με ένα μεγάλο γουργουρητό.
Με ένα κρυφό γελάκι η Χέλγκα και ο Μπρικ μπήκαν στο σπίτι του νάνου.
Ο Βανίρ την οδήγησε στην κουζίνα του και η Χέλγκα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ντουλάπια γεμάτα τρόφιμα, ράφια με σκεύη, κιούπια με λάδι, βούτυρο, αλεύρι, όσπρια, γάλα και αφρόγαλα, από τα καδρόνια κρεμόντουσαν χοιρομέρια και παστουρμάδες... ένας παράδεισος.
- Μπρος κάνε την τούρτα, φώναξε ο Βανίρ, χρησιμοποίησε ότι χρειαστείς, έχω τα πάντα εδώ και έφυγε αφήνοντάς την μόνη της.
Η Χέλγκα εξερεύνησε την κουζίνα του νάνου, σαν μαγεμένη μάζεψε τα σκεύη και τα υλικά που θα χρειαζόταν επάνω στον ξύλινο πάγκο και άρχισε την παρασκευή της τούρτας, τραγουδώντας το τραγουδάκι της.
Εν τω μεταξύ στο καθιστικό αμίλητοι καθόντουσαν ο νάνος και ο γίγαντας. Υπήρχε μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. Ο καθένας από τη μεριά του ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν ήξερε τι να πει. Ξαφνικά ακούστηκε από την κουζίνα μία κατσαρόλα να πέφτει στο πλακόστρωτο πάτωμα και μία φωνή να ζητάει συγνώμη.
- Ακαμάτρα! είπε ο Βανίρ. Θα τα κάνει μαντάρα εκεί μέσα και μετά θα πρέπει να καθαρίσω και να συμμαζέψω. Χώρια που θα καταστρέψει τόσα υλικά. Μία αποτυχία θα είναι η τούρτα της.
- Δείξε λίγο εμπιστοσύνη. Είναι ένα πρόσχαρο κορίτσι και φαίνεται ιδιαίτερα ικανό, υπερασπίστηκε ο Μπρικ την Χέλγκα.
- Όπως έδειξα εμπιστοσύνη και σε σένα και με πρόδωσες.
- Πώς σε πρό-δω-σα; είπε ο γίγαντας, τονίζοντας τις συλλαβές.
- Κλέψατε την κλη-ρο-νο-μιά μας, συνέχισε ο νάνος, τονίζοντας και αυτός τις συλλαβές.
- Δεν το κάναμε εμείς! Πόσες φορές θα σου το πω; Πότε θα σταματήσεις να μας κατηγορείς;
- Μέχρι να πεις την αλήθεια!
- Μα εμείς λέμε την αλήθεια. Εσείς δε μας πιστεύετε. Μακάρι να είχες ένα κομμάτι από το μαγικό τυρί και θα με πίστευες τότε.
Ο Βανίρ τσιτώθηκε με το άκουσμα του μαγικού τυριού και σταμάτησε να μιλάει. Γύρισε το κεφάλι του προς την κουζίνα και ξεστόμισε ακόμη μία υποτιμητική λέξη για την Χέλγκα.
- Ειλικρινά Βανίρ, πες μου, πιστεύεις ότι το κάναμε εμείς; Κοίταξέ με στα μάτια και πες μου.
Ο νάνος γύρισε τη ματιά του προς τον Μπρικ και για πρώτη φορά είδε τα μάτια που γνώριζε από παλιά, πριν τον καυγά τους.
- Ε! τότε ποιος; ψιθύρισε ο νάνος. Οι νεράιδες αποκλείονται, είναι τόσο μικροκαμωμένες που δεν μπορούν να σηκώσουν τον πάπυρο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαν να τον αποκωδικοποιήσουν. Εσείς όμως μπορείτε. Και εάν δε είστε εσείς τότε ποιος, σε ξαναρωτώ.
- Δεν ξέρω. Κάποιος που θα είχε όφελος από το να μην υπάρχει το μαγικό τυρί. Είσαι μέλος της δικαστικής επιτροπής και ερευνών, κάτι θα ξέρεις παραπάνω. Τι στοιχεία είχατε για τη κλοπή; Τι υποψιάζεται ο Εσίρ ο Δίκαιος;
- Τίποτα, μ' ακούς τίποτα!! Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, κανένα ίχνος, λες και εξαφανίστηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Ρωτήσαμε, ερευνήσαμε, μέρες ολόκληρες ασχολούμασταν με αυτή τη εξαφάνιση, αλλά τίποτα. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ασχοληθεί μόνο με αυτό, έπρεπε να ασχοληθεί και με άλλα ζητήματα που προέκυψαν στο βασίλειο.
- Τι ζητήματα; ρώτησε ο Μπρικ.
- Αυτό να μην σε νοιάζει, ανταπάντησε τσατισμένος ο νάνος και συνέχισε.
- Δεν είναι δουλειά σου, δουλειά σου είναι η ασφάλεια του δάσους και μια που το ανέφερα, πως βρέθηκε το κορίτσι εδώ; Μήπως παραγέρασες και έγινες ακατάλληλος για αυτή την δουλειά;
- Δε γέρασα! Είμαι μόνο 350 ετών. Ένας νεαρός γίγαντας, είπε θιγμένος ο Μπρικ.
- Τότε πώς βρέθηκε εδώ;
- Βαριόμουν και έπαιξα λίγο με τον αυλό μου.
- Τον αυλό σου; Είσαι με τα καλά σου; Ανάθεμα στον αυλητή του Χάμελν(*) που σου τον χάρισε.
Που είχες τα μυαλά σου;
- Συγνώμη... αλλά τώρα έγινε.
- Ελπίζω πριν γυρίσει σπίτι της, να θυμηθείς να διαγράψεις τη μνήμη της. Ώρα είναι να έχουμε μπερδέματα και με τους ανθρώπους. Δεν μας φτάνουν τα δικά μας.
- Ναι θα το κάνω, είπε ο γίγαντας και σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πλησίασε το παράθυρο.
- Για δες εκεί! δεν είναι λίγο περίεργο; Βανίρ έλα εδώ. Κοίτα τη μεγάλη βελανιδιά, είναι γυμνή. Δεν έχει τα όμορφα κόκκινα μανιτάρια της(*) είπε ο Μπρικ και έδειξε προς το μεγάλο δέντρο κάπου απέναντι από το σπίτι του νάνου.
-Δίκιο έχεις Μπρικ. Πως δεν το πρόσεξα πιο νωρίς; Πού πήγαν; Πάμε να δούμε, είπε ο νάνος και κίνησαν και οι δυο προς τη μεγάλη βελανιδιά.
Η βελανιδιά ήταν ένα μεγάλο δέντρο και συνήθως ο κορμός της ήταν γεμάτος από τα όμορφα κόκκινα μανιταράκια που έμοιαζαν με χιλιάδες μικρές γλωσσίτσες.
Όταν έφτασαν κοντά δεν βρήκαν ούτε ένα μανιτάρι. Ούτε κάτω από τη βελανιδιά, ούτε ένα μαραμένο επάνω της.
- Κάποιος τα έκοψε! είπε ο Βανίρ με απέχθεια στο πρόσωπο.
- Ναι αλλά ποιος;
- Μόνο ένας θα μπορούσε να φάει τόσα πολλά μανιτάρια. Α, τον κατεργάρη! είπε ο νάνος.
- Ποιος; ρώτησε ο Μπρικ που ακόμη δεν κατάλαβε ποιον εννοούσε ο Βανίρ.
- Ο Λόκι!!!(*)
- Ο Λόκι; απόρησε ο γίγαντας. Τι θέλει στα μέρη μας ο Λόκι;
- Κάποια κατεργαριά έκανε πάλι και κρύβεται εδώ... και τώρα που το σκέφτομαι, αρχίζουν να κολλάνε τα κομμάτια του πάζλ, είπε ο νάνος και άρχισε να βηματίζει γύρω γύρω από τη βελανιδιά.
- Ναι... ναι..., συνέχισε να μιλάει μόνος του, φαντάζομαι που κολλάει η εξαφάνιση της Ιντούν(*) και της μαγικής συνταγής. Αυτός τα έκανε!
Δεν καταλαβαίνω τι λες; απόρησε ο Μπρικ. Εξαφανίστηκε και η Ιντούν; Αυτά ήταν τα προβλήματα του βασιλείου σας; Ψάχνατε την Ιντούν;
- Ναι και άλλα πολλά, μαζί με την Ιντούν χάθηκαν και τα μήλα της νεότητας. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό για τον δικό μας κόσμο.
- Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω... είπε ο γίγαντας. Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτόν τον κόσμο και να πάμε εκεί που πήγαν τα ξωτικά και οι δράκοι. Αχ οι δράκοι! Μου έλειψαν τόσο πολύ...
- Σταμάτα με αυτούς τους δράκους! Πάντα με φόβιζαν. Ήταν απρόβλεπτοι και εγωιστές!
- Αλλά ακαταμάχητοι σε μεγαλείο και ομορφιά! Ελεύθεροι! Βασιλιάδες των ουρανών!
- Μπρρ! έκανε ο Βανίρ σαν να κρύωνε. Καλά κάνανε και έφυγαν. Γλιτώσαμε από δαύτους.
- Τι θα κάνουμε τώρα; είπε ο γίγαντας επιστρέφοντας στην πραγματικότητα.
- Δεν ξέρω. Ίσως αν γυρίζαμε στο σπίτι κάτι θα σκεφτόμασταν. Μήπως τελείωσε την τούρτα αυτό το κορίτσι και βάλουμε κάτι στο στομάχι μας. Άρχισα να λιμοκτονώ... είπε ο Βανίρ και άρχισε να παραπατάει από την αφαγιά.
Μόλις άνοιξαν την πόρτα μία έντονη μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ τους χτύπησε καταπρόσωπο.
- Βρήκα ένα σακούλι με καφέ και έψησα λίγο για να συνοδέψει την τούρτα, είπε η Χέλγκα καθώς έμπαινε στο καθιστικό του νάνου και έσερνε ένα τροχήλατο αμαξίδιο γεμάτο με φλιτζάνια, πιατάκια, κουταλάκια, την ζαχαριέρα, την κανάτα γεμάτη καφέ και στη μέση να δεσπόζει η λαχταριστή τούρτα.
Κάθισαν στις άνετες πολυθρόνες και η Χέλγκα τους σέρβιρε ένα φλιτζάνι καφέ και ένα μεγάλο κομμάτι τούρτα από άσπρη κρέμα, κεράσια και σοκολάτα.
-Μμμμ... έκανε ο Μπρικ, είναι πεντανόστιμη. Μπράβο Χέλγκα!
- Καλή είναι, είπε και ο Βανίρ. Όχι σαν την δική μου, αλλά και αυτή καλή είναι.
Στην πραγματικότητα η τούρτα της Χέλγκας ήταν πολύ καλύτερη από του νάνου και πέθαινε να της ζητήσει τη συνταγή, αλλά ο εγωισμός του δεν τον άφηνε. Από την τσατίλα του έστρεψε τις σκέψεις του στον Λόκι και πως θα μάθαινε από αυτόν τι ακριβώς είχε κάνει, για να δράσουν οι νάνοι με τους θεούς έγκαιρα πριν έλθει η μεγάλη στιγμή της καταστροφής τους. Ξαφνικά του ήρθε μία ιδέα και είπε στην Χέλγκα:
- Περίσσεψε τούρτα;
- Ναι, πολύ μάλιστα. Θέλεις και άλλο κύριε Βανίρ;
"Κύριε Βανίρ" πόσο καιρό είχε να ακούσει να τον φωνάζουν "Κύριο", σκέφτηκε ο νάνος και απλώθηκε το πιο σαγηνευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
- Όχι καλή μου, είπε ο νάνος πολύ μαλακωμένος. Το θέλω για δόλωμα.
- Τι σκέφτηκες Βανίρ; ρώτησε ο Μπρικ.
- Θα βγάλουμε ένα πιάτο με ένα μικρό κομμάτι τούρτα στο παράθυρο και εάν τριγυρίζει εδώ κοντά ο Λόκι σίγουρα θα το μυρίσει. Θα πεινάει τόσο πολύ που δεν θα αντισταθεί και θα ζητήσει και άλλο κομμάτι. Ε, τότε θα τον κανονίσω όπως ξέρει ένας νάνος να κανονίζει, και σηκώθηκε από την θέση του και εξαφανίστηκε προς το κελάρι. Όταν γύρισε κρατούσε ένα μικρό κομμάτι άσπρο ύφασμα που όταν το ξετύλιξε εμφανίστηκε ένα μικρό, πολύ μικρό κομμάτι μαγικό τυρί!
-Βρε κατεργάρη νάνε! έχεις μαγικό τυρί; απόρησε ο Μπρικ.
- Μόνο αυτό το κομμάτι μου απέμεινε. Και ήρθε η ώρα να το χρησιμοποιήσω, είπε ο νάνος κλείνοντας το ένα μάτι του προς την Χέλγκα.
- Έλα να με βοηθήσεις Χέλγκα. Έχεις τόσο λεπτεπίλεπτα και ικανά δακτυλάκια, σε αντίθεση με του Μπρικ που μοιάζουν με κουπιά. Και συνέχισε, θα τρίψω το μαγικό τυρί να γίνει σκόνη και μετά θέλω να το βάλω ανάμεσα από τα στρώματα της τούρτας. Κατάλαβες τι θα κάνεις;
- Μάλιστα κύριε Βανίρ, απάντησε η Χέλγκα και ο νάνος στο δεύτερο άκουσμα της λέξης "κύριε" νόμιζε ότι άρχισε να συμπαθεί αυτό το κορίτσι.
Η Χέλγκα με μαεστρία ξεχώρισε τους πάτους της τούρτας και ο Βανίρ σκόρπισε τη σκόνη του μαγικού τυριού ανάμεσα. Ύστερα η Χέλγκα διόρθωσε την τούρτα και φαινόταν όπως ήταν στην αρχή.
- Και τώρα θα περιμένουμε, είπε ο νάνος και στρογγυλοκάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα του.
- Βανίρ, είπε ο γίγαντας, θέλεις να μας πεις την ιστορία για το χτίσιμο του τείχους για να καταλάβει η Χέλγκα ποιός και τί είναι ο Λόκι;
Ο Βανίρ χάιδεψε το μακρύ του μούσι, σκέφτηκε λιγάκι και τελικά αποφάσισε να πει την ιστορία.
- Πολύ πριν εμφανιστείτε εσείς οι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο ζούσαν υπέροχα πλάσματα. Οι θεοί, οι μάγοι, τα ξωτικά, οι ανεκδιήγητοι δράκοι, οι άνθρωποι πριν από εσάς, εμείς οι νάνοι, οι γίγαντες, όχι σαν τον Μπρικ, οι πραγματικοί γίγαντες, τιτάνες τους έλεγαν. Μεταξύ των τιτάνων και των θεών υπήρχε πάντα πόλεμος. Οι τιτάνες ήθελαν να καταστρέψουν τον κόσμο και την πρώτη φυλή των ανθρώπων, αλλά και των Θεών, οι οποίοι προστάτευαν το πρώτο ανθρώπινο γένος. Για αυτόν τον πόλεμο μπορούν να ειπωθούν πολλές ιστορίες. Αφού νίκησαν οι θεοί τους τιτάνες, αποφάσισαν να χτίσουν την πόλη τους, την Άσγκαρντ, που σημαίνει Τόπος των Θεών. Θα την έχτιζαν και θα ύψωναν γύρω της το ψηλότερο και δυνατότερο τείχος που είχε ποτέ κατασκευασθεί, ώστε οι τιτάνες ουδέποτε θα μπορούσαν να ανατρέψουν. Καθώς ετοίμαζαν τις αίθουσες και τα παλάτια τους, ένα περίεργο πλάσμα τους πλησίασε. Ο Όντιν, ο πατέρας των θεών, το πλησίασε και το ρώτησε τι γύρευε. Το πλάσμα είπε στον Όντιν ότι γνώριζε τα σχέδια των θεών και προσφέρθηκε να κτίσει αυτό τα τείχη. Ήταν η πρώτη ημέρα του καλοκαιριού και ακριβώς στην παραμονή της επόμενης πρώτης ημέρας του καλοκαιριού τα τείχη θα ήταν έτοιμα. Όμως ζήτησε ένα πολύ βαρύ αντίτιμο. Ζήτησε τον ήλιο με το φεγγάρι και την Φρέγια για γυναίκα του. Στο άκουσμα αυτό ο Όντιν εξοργίστηκε γιατί αυτό που απαιτούσε το πλάσμα για τη δουλειά του ξεπερνούσε κάθε τίμημα. Η Φρέγια ήταν η δική του γυναίκα και δίχως αυτήν τα πάντα θα σκοτείνιαζαν στην Άσγκαρντ. Ο Όντιν δεν μπορούσε να του απαντήσει και σκεπτόταν τι να κάνει, από τη μια θα χτιζόταν το τείχος χωρίς να κουραστούν οι θεοί και από την άλλη το τίμημα ήταν βαρύ, όταν τον πλησίασε ο Λόκι και του είπε ότι θα έβρισκε τρόπο να αποτρέψει την ολοκλήρωση του έργου, υποχρεώνοντας έτσι το πλάσμα να παραιτηθεί από το τρομερό τίμημα που ζήτησε. Το πλάσμα, που στην πραγματικότητα ήταν ένας τιτάνας μεταμφιεσμένος με μαγεία, δεν είχε φέρει κανέναν να τον βοηθήσει εκτός από ένα μεγαλόσωμο άλογο. Το άλογο στοίβαξε τους βράχους στις κατάλληλες θέσεις στερεώνοντάς τους με λάσπη. Μέρα και νύχτα, με φως και σκοτάδι, το άλογο δούλευε κι ένα τεράστιο τείχος δεν άργησε να ξεπροβάλλει γύρω από τα παλάτια που έχτισαν οι ίδιοι οι θεοί. Μέρα με τη μέρα ο τοίχος γύρω από την Άσγκαρντ γινόταν όλο και πιο ψηλός. Μα οι θεοί δεν είχαν καμιά χαρά βλέποντας το μεγαλειώδες τείχος να ορθώνεται όλο και πιο ψηλά γύρω από τα παλάτια τους. Ο τιτάνας και το άλογό του θα ολοκλήρωναν το έργο ως την πρώτη μέρα του καλοκαιριού κι ύστερα εκείνος θα έφευγε μακριά παίρνοντας μαζί του τον ήλιο και το φεγγάρι, τη Σολ και τον Μάνι, και τη Φρέγια. Το καλοκαίρι βρισκόταν τρεις μέρες μακριά. Η κατασκευή του τείχους είχε ολοκληρωθεί με εξαίρεση την είσοδο. Πάνω από το πέρασμα έμενε να τοποθετηθεί ακόμα ένας βράχος. Και ο τιτάνας, προτού πάει να κοιμηθεί, πρόσταξε το άλογο του να μεταφέρει μια τεράστια πέτρα για να την βάλουν πάνω από την πύλη το πρωί κι έτσι να τελείωναν το έργο δύο γεμάτες μέρες πριν το καλοκαίρι. Έτυχε να είναι μια πανέμορφη φεγγαρόφωτη νύχτα. Ο Σβαντίλφαρι το τεράστιο άλογο του τιτάνα, έσερνε τον μεγαλύτερο βράχο που είχε μεταφέρει ποτέ, όταν αντιλήφθηκε μια μικρή φοράδα να τον πλησιάζει καλπάζοντας. Το μεγάλο άλογο δεν είχε ποτέ δει τόσο όμορφη φοράδα και κοίταξε με έκπληξη προς το μέρος της. Ο Σβαντιλφάρι είχε κουραστεί να δουλεύει μέρα και νύχτα. Όταν είδε την μικρή φοράδα να καλπάζει μακριά μια ξαφνική απογοήτευση τον κατέλαβε. Παράτησε την πέτρα που κουβαλούσε στο χώμα. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί ολόγυρα και είδε τη μικρή φοράδα να τον κοιτάζει. Κάλπασε ξοπίσω της. Η φοράδα παρέσυρε το μεγαλόσωμο άλογο σε μια σπηλιά και άρχισε τα παιχνίδια και να διηγείται στον Σβαντιλφάρι ιστορίες για τους νάνους και τα ξωτικά, που το μεγάλο άλογο λησμόνησε τα πάντα γύρω από τον χρόνο που περνούσε.
Το επόμενο πρωί ο τιτάνας πήγε στην πύλη προσμένοντας να τοποθετήσει τον βράχο κι έτσι να ολοκληρώσει το έργο. Όμως ο βράχος που ήταν να μεταφερθεί δεν βρισκόταν κοντά του. Φώναξε τον Σβαντιλφάρι, αλλά το μεγαλόσωμο άλογό του δεν εμφανίστηκε. Πήγε να τον ψάξει και τον γύρεψε παντού. Ο τιτάνας έτρεχε πάνω-κάτω, αναζητώντας το σπουδαίο του άλογο.
Οι θεοί είδαν την είσοδο του τείχους να παραμένει ημιτελής με τον ερχομό της πρώτης μέρας του καλοκαιριού και έδιωξαν τον τιτάνα χωρίς να τον πληρώσουν το αντίτιμο που αρχικά είχε ζητήσει.
Αργότερα ο Λόκι επέστρεψε στην Άσγκαρντ. Είπε στους θεούς πώς είχε μεταμορφώσει τον εαυτό του σε μικρή φοράδα και είχε παρασύρει μακριά τον Σβαντιλφάρι, το τεράστιο άλογο του τιτάνα. Και οι θεοί βολεύτηκαν στα χρυσά τους παλάτια πίσω από το μεγάλο τείχος χαρούμενοι που η πόλη τους ήταν τώρα ασφαλής και κανένας εχθρός δεν μπορούσε να περάσει μέσα ή να την ανατρέψει. Όμως ο Όντιν, ο πατέρας των θεών, κάθισε στον θρόνο του με λύπη στην καρδιά του, λύπη γιατί οι θεοί είχαν χτισμένο το τείχος τους με τέχνασμα και γιατί οι όρκοι αθετήθηκαν και η αδικία σκέπασε την Άσγκαρντ.
"Αυτός είναι ο Λόκι. Ο πιο πανούργος από όλους τους θεούς" είπε ο Βανίρ και σώπασε.
Βαριά σιωπή έπεσε στο καθιστικό καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και ο νάνος μ' ένα πήδο βρέθηκε μπροστά της και την άνοιξε. Και ήταν ο Λόκι αυτοπροσώπως με όλο το μεγαλείο του παρουσιαστικού του!
- Καλησπέρα νάνε, είπε περιφρονητικά. Θέλω την τούρτα που έχεις.
- Μα βέβαια, βέβαια, είπε ο Βανίρ με μία υπόκλιση που θα ζήλευε και ο πιο καλογυμνασμένος αθλητής. Πέρασε μέσα.
Ο Λόκι πέρασε μέσα με αποστροφή στο πρόσωπό του και χωρίς να δώσει σημασία στην Χέλγκα και στον γίγαντα πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα του νάνου. Ο νάνος έσπρωξε το τροχήλατο αμαξίδιο μπροστά στον Λόκι και αυτός έπιασε ένα κουτάλι και έφαγε όλη τη τούρτα σε μικρές συνεχιζόμενες μπουκιές. Αφού τελείωσε σηκώθηκε και είπε:
- Ευχαριστώ νάνε και έκανε να φύγει. Όμως ο νάνος πιο σβέλτος του έφραξε το δρόμο και υποκλίνοντας του ζήτησε να του προσφέρει και ένα φλιτζάνι καφέ. Ο Λόκι χωρίς να το πολυσκεφτεί ανέστρεψε με χάρη το σώμα του και πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα. Ο Νάνος γέμισε το φλιτζάνι με τον αχνιστό καφέ και είπε:
- Ορίστε άρχοντά μου. Τι σε φέρνει στα μέρη μας;
- Είπα να ρίξω μια ματιά και σε αυτά τα μέρη, είπε ο Λόκι, με τράβηξαν αυτά τα εξαίσια μανιτάρια που έχετε εδώ και επειδή έπρεπε να εξαφανιστώ για λίγο από την Άσγκαρντ μετά από την εξαφάνιση της Ιντούν... τι είπα; τι είπα μόλις τώρα; Τι μου έκανες βρωμερέ νάνε; τι μου έβαλες στον καφέ;
- Στην τούρτα, τον διόρθωσε ο νάνος. Μαγικό τυρί έβαλα, που φρόντισες να εξαφανίσεις και αυτό. Αλλά δεν προέβλεψες τον Βανίρ τον Μέγα! και έκανε πάλι την όμορφη υπόκλισή του.
- Και γιατί έκλεψες την μαγική συνταγή και το τυρί; ξαναρώτησε ο νάνος.
- Για να μην με αναγκάσουν οι άλλοι θεοί να το φάω και πω την αλήθεια για την εξαφάνιση της Ιντούν, είπε ο Λόκι και έβαλε τα χέρια του μπροστά στο στόμα για να μην ξαναμιλήσει. Τον μισούσε αυτόν τον ύπουλο τον νάνο.
- Και γιατί εξαφάνισες την Ιντούν;
Ο Λόκι πίεζε με τα χέρια του το στόμα του, αλλά μία αόρατη δύναμη τον ανάγκασε να τα απομακρύνει και με μια ανάσα είπε:
- Γιατί με ανάγκασε ο Θιάζι ο τιτάνας. Με εξαπάτησε και με έπιασε αιχμάλωτο επειδή είχα εξαπατήσει τον αδελφό του και δεν πήρε την ανταμοιβή του για το κτίσιμο του τείχους της Άσγκαρντ. Έπρεπε να εξαπατήσω την Ιντούν και να την βγάλω έξω από τα τείχη και να την αρπάξει ο Θιάζι. Και όλα αυτά για να τιμωρήσει τους θεούς με θνησιμότητα. Καταλαβαίνεις την θέση μου τώρα απαίσιε νάνε;
- Όχι δεν την καταλαβαίνω, είπε με περηφάνια ο Βανίρ. Όρθωσε το μικρό κορμί του περισσότερο και συνέχισε. Στη θέση σου, θα έκανα τα πάντα να μην χαθούν τα μήλα της νεότητας. Ο Όντιν και οι υπόλοιποι θεοί είναι η οικογένειά σου. Εάν χαθούν αυτοί, θα χαθείς και εσύ. Οι δεσμοί αίματος είναι το ανώτερο αγαθό από την ίδια την ύπαρξη. Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να βάλω σε κίνδυνο την οικογένειά μου. Αυτά είχα να πω και τα είπα και δεν μετανιώνω για καμιά λέξη!
Ο Λόκι ίσως για πρώτη φορά να ντροπιάστηκε και έσκυψε το κεφάλι του. Σηκώθηκε αργά-αργά από την πολυθρόνα, λες και μαζεύτηκαν όλα τα χρόνια της ζωής του επάνω στους ώμους του. Ένιωθε γέρος και έμοιαζε γέρος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και είπε:
- Πρέπει να γυρίσω στην Άσγκαρντ. Να πω στον Όντιν και στους υπόλοιπους θεούς τι έκανα την Ιντούν. Ελπίζω να με συγχωρέσουν. Και εάν ζήσω θα σας επιστρέψω την μαγική συνταγή, και με μία δραματική έξοδο εξαφανίστηκε από μπροστά τους.
- Ας ελπίσουμε ότι θα κάνει το σωστό, είπε ο Βανίρ. Ωχ! συνέχισε, ξέχασε να αναφέρει το μαγικό τυρί.
Ακόμη και τώρα σε αυτή τη δεινή θέση έπραξε προς όφελός του. Κράτησε για τον εαυτό του το μαγικό τυρί. Τέλος πάντων. Ο Λόκι θα μείνει πάντα ο Λόκι που ξέρουμε. Όμως τώρα πρέπει να φύγω. Θα πάω στο βασιλιά να του πω τι έγινε. Όσο για σένα Χέλγκα, είπε και γύρισε προς το μέρος της, χάρηκα που σε γνώρισα έστω και κάτω από αυτές τις περίεργες συνθήκες.
- Μπρικ! είπε γυρίζοντας προς τον γίγαντα, κάνε αυτό που μου υποσχέθηκες. Άνοιξε την πόρτα και κίνησε να φύγει, αλλά σταμάτησε και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι και του είπε:
- Κάνε αυτό που θα σου πει η καρδιά σου, σε αποδεσμεύω από την υπόσχεση που μου έδωσες, και έκλεισε πίσω του την πόρτα σιγανά.
Ο Μπρικ σηκώθηκε και είπε στην Χέλγκα ότι θα την γύριζε στο χωριό της. Στο δρόμο δεν μιλούσαν. Ο Μπρικ πάλευε με τον εαυτό του για το εάν έπρεπε να νικήσει η λογική ή το συναίσθημα.
Η Χέλγκα κατάλαβε ότι κάτι βασάνιζε τον γίγαντα και του είπε:
- Ξέρω ότι δεν έπρεπε να βρεθώ στο Μαύρο Δάσος, αλλά για κάποιο λόγο βρέθηκα και έζησα αυτήν την απίστευτη περιπέτεια μαζί σου, και με τον νάνο, τον κύριο Βανίρ και γνώρισα τον Λόκι το θεό, που δεν ήξερα καν την ύπαρξή του. Οι ιστορίες με την Άσγκαρντ και τους θεούς... ήταν τόσο ενδιαφέρουσες.
Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν πολλές ακόμη. Με έκαναν να σκεφτώ ότι δεν υπάρχει μόνο ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος των ανθρώπων, αλλά και ο δικός σας κόσμος, ο μαγικός κόσμος που με κάνει να αισθάνομαι ευτυχισμένη και χαρούμενη. Καταλαβαίνω επίσης ότι εάν μιλήσω στους δικούς μου θα σας δημιουργήσω προβλήματα. Τι θα κάνω Μπρικ; είπε και αγκάλιασε τον γίγαντα από το πόδι του.
Συγκινημένος ο γίγαντας της έδωσε τις επιλογές που είχε:
- Ή θα σου διαγράψω την μνήμη ή δεν θα μιλήσεις ποτέ σε κανέναν για μας.
- Και δεν θα θυμάμαι ούτε εσένα;
- Ούτε εμένα.
- Αυτό δεν το αντέχω. Σε γνώρισα, σε έβαλα στην καρδιά μου, είσαι ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ. Δεν θέλω να σε ξεχάσω.
- Τότε δεν πρέπει να πεις σε κανέναν ποτέ τίποτα.
- Είναι δύσκολο. Είναι στη φύση μας να μιλάμε. Καμιά φορά τα παραφουσκώνουμε για να δείξουμε την σπουδαιότητα των εμπειριών μας. Α! το βρήκα! Σου υπόσχομαι ότι δεν θα μιλήσω για σας ποτέ σε κανέναν, όμως να το γράψω παραμυθάκια και ιστοριούλες για τα παιδιά δεν θα πείραζε, έτσι δεν είναι;
- Ναι νομίζω ότι αυτό δεν θα πείραζε, είπε ο γίγαντας. Ποιος λογικός άνθρωπος θα πίστευε τα παραμύθια σου;
Γέλασαν και οι δυό και συνέχισαν το δρόμο τους.
Έφτασαν στην άκρη του Μαύρου Δάσους και η Χέλγκα είδε το μονοπάτι για το χωριό της. Ο Μπρικ έβγαλε από τη τσέπη του το καλαθάκι της, γεμάτο κεράσια και της το έδωσε.
- Εάν θελήσω να έρθω να σε δω πως θα το ξέρεις Μπρικ;
- Χμ... να σκεφτώ... Ναι! Αυτό είναι. Κάθε φορά που θα θέλεις να με δεις, φρόντισε την προηγούμενη ημέρα να φτιάχνεις την τούρτα σου και να την βγάζεις στο παράθυρό σου. Εγώ θα το μαθαίνω από τις φίλες μου τις νεράιδες και θα σε περιμένω εδώ, σε αυτό το σημείο.
Η Χέλγκα χαμογέλασε με την ιδέα του Μπρικ, συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού της, αποχαιρέτησε τον φίλο της τον γίγαντα και με το καλαθάκι στο χέρι κίνησε για το χωριό της τραγουδώντας το τραγουδάκι της: ̈Νοικοκυρούλα χαρωπή...
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
ΥΛΙΚΑ
Για τη Βάση:
125 γρ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
30 γρ. κακάο
125 γρ. ζάχαρη
5 αυγά
Ή προμηθευόμαστε 3 έτοιμες βάσεις από το Super Market
Για το Σιρόπι:
150 γρ. σιρόπι της κομπόστας κεράσι (εάν δεν φτάνει συμπληρώνουμε νερό)
100 γρ, ζάχαρη
Προαιρετικά για τους λάτρες του καφέ 2 κουτ. της σούπας στιγμιαίο καφέ
Για τη γέμιση:
1 μεγάλο βάζο κομπόστα κεράσι
800 γρ. κρέμα γάλακτος 35% λιπαρά
80 γρ. ζάχαρη κρυσταλλική
Μαρμελάδα φράουλα
Διακόσμηση:
300 γρ. κουβερτούρα που θα την κόψουμε σε μικρά κομμάτια ή έτοιμο τρίμμα από το Super Market.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Κεράσια:
Τοποθετούμε μία σήτα επάνω από ένα μπολ και αδειάζουμε την κομπόστα κεράσι και τα αφήνουμε μέχρι να στραγγιστούν καλά.
Βάση:
Χτυπάμε στο μίξερ τα αυγά με τη ζάχαρη έως ότου ασπρίσουν πολύ καλά και αφρατέψουν. Σταματάμε το μίξερ, προσθέτουμε σιγά-σιγά τα κοσκινισμένα στερεά υλικά και ανακατεύουμε απαλά με μία μαρίζ. Αδειάζουμε το μείγμα σε μία βουτυρωμένη και αλευρωμένη φόρμα διαμέτρου 24 εκ. και το ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 170°C για 30 λεπτά. Αφήνουμε να κρυώσει πολύ καλά (ακόμη καλύτερα για 1 νύχτα). Το κόβουμε οριζοντίως σε 3 ισόπαχους δίσκους-φέτες.
Σιρόπι:
Βράζουμε τη ζάχαρη με το σιρόπι των κερασιών για 2 με 3 λεπτά (από όταν αρχίσει ο βρασμός). Αποσύρουμε και αφήνουμε να κρυώσει. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να ρίξουμε τις 2 κουταλιές στιγμιαίο καφέ. Η πικρή γεύση του καφέ έρχεται σε αντίθεση με την γλυκιά γεύση των υπόλοιπων υλικών και αυτό δημιουργεί μία ιδιαιτερότητα στην τούρτα.
Σαντιγί:
Χτυπάμε στο μίξερ την κρέμα γάλακτος με τη ζάχαρη μέχρι να γίνει μία σφικτή σαντιγί.
Συναρμολόγηση:
Τοποθετούμε σε μία πιατέλα την πρώτη βάση και την βρέχουμε με σιρόπι. Την αλείφουμε με μαρμελάδα φράουλα και στρώνουμε το 1/4 από την σαντιγί. Απλώνουμε επάνω τα κεράσια και καλύπτουμε με το άλλο κομμάτι της
βάσης, που το πατάμε ελαφρά με τα χέρια ώστε να τοποθετηθεί σωστά και σφικτά. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία και στην δεύτερη βάση. Αφού τοποθετήσουμε την τρίτη βάση, βρέχουμε με το σιρόπι ξανά και απλώνουμε επάνω και γύρω γύρω τα υπόλοιπα 2/4 της σαντιγί. Γαρνίρουμε την τούρτα με το τρίμμα σοκολάτας και λίγα κεράσια.
Η τούρτα θα τοποθετηθεί στο ψυγείο τουλάχιστον για 3-4 ώρες για να μπορέσει να μαλακώσουν οι βάσεις από το σιρόπι και την μαρμελάδα.
Καλή όρεξη.
Ντέπη Παπαδοπούλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki
(*) Στη Σκανδιναβική μυθολογία το Σύμπαν αποτελείται από τρία επίπεδα που χωρίζονται το καθένα σε άλλα τρία, δίνοντας συνολικά εννέα «κόσμους». Ο καθένας συγκρατείται στη θέση του από ένα κλαδί του Ύγκντρασιλ, του Παγκόσμιου Δένδρου. Τα τρία βασικά επίπεδα είναι το Χελ, το Μίντγκαρντ και το Άσγκαρντ, δηλαδή η Γη των Νεκρών, η Γη των Ανθρώπων και η Γη των Θεών. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα όντα: οι Νάνοι, τα Ξωτικά του Φωτός, οι Γίγαντες, τα Ξωτικά του Σκότους κλπ. Ακόμα και οι Θεοί είναι χωρισμένοι σε δύο ομάδες, τους Βανίρους ή Βανίρ (θεοί της γονιμότητας) και τους Εσίρ (θεοί του πολέμου). Αν και οι δύο φατρίες των θεών πολέμησαν μεταξύ τους, τελικά επήλθε ειρήνη στο Άσγκαρντ και ο Όντιν –αρχηγός των Εσίρ– αναγνωρίστηκε ως πατέρας και κεφαλή όλων.
* Κατά την Ελβετική μυθολογία, πριν την έλευση του Χριστιανισμού, οι νάνοι έδιναν μαγικό τυρί σε εκλεκτούς θνητούς.
* Γνωστό παραμύθι των αδελφών Γκριμ που βασίστηκε σε έναν γερμανικό θρύλο.
* Φιστουλίνα Χιπάτικα, είδος μανιταριού που τρώγεται. Συνήθως βρίσκεται πάνω στη βελανιδιά. Το πάνω μέρος του είναι κοκκινωπό και το κάτω ροζ, με βράγχια που μοιάζουν με μεγάλη γλώσσα. Η κόκκινη σάρκα του εκκρίνει ένα κόκκινο υγρό. Είναι σκληρό και πικρό. Οι νεαροί βλαστοί είναι πιο εύγευστοι.
* Λόκι Λαουφέιγιαρσον (Loki Laufeyjarson) ήταν ο κατεργάρης θεός της Σκανδιναβικής μυθολογίας, γιος του Φαρμπάουτι και της Λάουφει. Θεωρείται ο δημιουργός κάθε απάτης. Ο Λόκι ήταν κατά κάποιο τρόπο και θεός γιατί για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Λόκι κατοίκησε στο Άσγκαρντ μαζί με τους θεούς και είχε γίνει αδερφοποιτός με τον Οντίν. Ήταν όμορφος και είχε ακαταμάχητο παράστημα, αλλά από τη φύση του ήταν ασταθής. Υπερτερούσε όλων των άλλων σε πανουργία και ήταν αριστοτέχνης στην απάτη. Ευθύνεται για την εξαφάνιση και την ανάκτηση των Μήλων της Νιότης, χωρίς τα οποία οι Εσίρ θα γερνούσαν.
* Η Θεά Ιντούν φρόντιζε το δέντρο που έτρεφε τα γυαλιστερά μήλα και τα έδινε να τα φάνε οι υπόλοιποι θεοί για να διατηρήσουν την αιώνια νεότητά τους. Ωστόσο, αν και δε γερνούσαν, μπορούσαν να πεθάνουν. Σύμφωνα με την παράδοση, οι περισσότεροι Εσίρ θα πεθάνουν κατά το Ράγκναροκ.