Κωνσταντίνου Ιωακειμίδη
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια ηλιόλουστη χώρα που την λέγανε Ελλάδα, ξέσπασε ένας μεγάλος πόλεμος. Το κακό –το ψέμα– εναντίον του καλού –της αλήθειας. Το κακό είχε απλώσει τα δίχτυα του παντού και προσπαθούσε να πανικοβάλει όλους τους ανθρώπους.
Τους έλεγε ότι θα γίνουν μεγάλοι σεισμοί και δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Τους έλεγε ότι θα έρθει μια βαριά αρρώστια που φάρμακο για γιατρειά δεν θα υπάρχει. Και άλλα πολλά τους έλεγε. Έβγαινε στους δρόμους και φώναζε: «Μην πάτε πουθενά! Μέσα να μείνετε! Να κλειδώσετε καλά τις πόρτες! Έρχεται το τέλος του κόσμου!»
Οι άνθρωποι -που δεν είχαν που να απευθυνθούν- άνοιγαν τις τηλεοράσεις τους και βλέπανε συνέχεια ειδήσεις. Τα νέα ήταν πάντα δυσάρεστα. Τίποτα καλό δεν άκουγαν. Όλο καταστροφές. Πλημμύρες και Τυφώνες. Και πολλές βροχές.
Οι άνθρωποι άρχισαν να κλαίνε. Απογοητεύονταν. Λέγανε ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας. Τρέχανε στα σούπερ μάρκετ και αδειάζανε τα ράφια με τα τρόφιμα. Για να έχουν εφόδια. Δεν ξέρανε το μέλλον. Μπροστά στον αόρατο κίνδυνο σκύβανε το κεφάλι.
Μια μέρα η «Δύναμη» πήγε και βρήκε την αλήθεια και της τα είπε όλα. Ότι το ψέμα είχε βαλθεί να κάνει κακό στους πάντες και στα πάντα. «Ραδιόφωνο εσύ δεν ακούς; Ειδήσεις δεν βλέπεις; Το ψέμα έχει εξαπλωθεί παντού! Άντε σήκω να αναλάβεις δράση! Μην χάνεις δευτερόλεπτο! Ο χρόνος τρέχει!» Τότε η αλήθεια ξεκίνησε έναν μεγάλο αγώνα. Αποφάσισε να δώσει μια μεγάλη μάχη για να νικήσει το ψέμα.
Πήγε και βρήκε τους ανθρώπους. Ταξίδεψε σε βουνά και σε νησιά. Τους είπε να μην πιστεύουν το ψέμα γιατί από τη φύση του μόνο ψέματα ξέρει να λέει. «Εμένα να ακούτε! Όλα είναι καλά! Η φύση! Τα ζώα! Ο πλανήτης μας! Μη φοβάστε τίποτα και μην πιστεύετε το ψέμα! Δεν σας κάνει καλό! Πιστέψτε με!»
Οι άνθρωποι την κοίταζαν καλά καλά. Σιγά σιγά όμως πήρανε θάρρος. Ο ένας με την βοήθεια του άλλου δημιούργησαν μια μεγάλη αλυσίδα.
Αποφάσισαν να μη δίνουν σημασία σε όλα αυτά τα ψέματα που τους έλεγε το ψέμα. Εκείνο θύμωσε πολύ. Αλλά ήταν πια αργά. Η αλήθεια είχε νικήσει τη μάχη.
Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους και χαμογελαστοί λέγανε «καλημέρα» ο ένας στον άλλον. Αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν. Δεν φοβόντουσαν το ψέμα ούτε όλα αυτά που τους έλεγε. Το ψέμα ηττήθηκε. Έφτιαξε μια βαλίτσα και πήγε σε άλλη χώρα. Η Ελλάδα βρήκε πάλι τη ζωντάνια της και το κέφι της. Αρχίσανε τα γλέντια και οι χοροί.
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki