Αρετή Καμπίτση: Είχα πάντοτε μια ιδιαίτερη αγάπη προς τους ανθρώπους που παλεύουν με τον εαυτό τους, ψάχνοντας τη θέση τους στον κόσμο. Με τους ανθρώπους που δεν επαναπαύονται στη μοίρα αλλά ψάχνουν πίσω από κάθε τί που τους κρατάει δέσμιους των φόβων τους. Η Άννα είναι εμπνευσμένη από αυτούς τους ανθρώπους και θέλοντας να την αγκαλιάσω, κατέληξα στο γεγονός πως πίσω από κάθε μας απόφαση στην ενήλικη ζωή, κρύβονται λόγια ανείπωτα και συναισθήματα ανέκφραστα. Ένα τραυματικό γεγονός ή ακόμα και κάτι που θα μπορούσε να διαταράξει τις όποιες ασταθείς ισορροπίες μας, μπορεί να φέρει στη ζωή μας τις οργισμένες μέρες σαν κι αυτές που έζησε η Άννα, η ηρωίδα μου. Οφείλουμε να τις ζήσουμε και να μην ντραπούμε, γιατί αυτές οι μέρες είναι εκείνες που θα μας σηκώσουν ψηλά και θα κοιτάξουμε με αγάπη τον εαυτό μας.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Α.Κ.: Από τον τίτλο και μόνο είναι ολοφάνερη η λέξη που εκφράζει το βιβλίο μου κι αυτή είναι η οργή. Ωστόσο η οργή δεν είναι πάντοτε τρομαχτική ή οπωσδήποτε κάτι δυστυχές στη ζωή μας. Τις περισσότερες φορές είναι η αρχή προς τη λύτρωση.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Α.Κ.: Θα συμβούλευα τον αναγνώστη να ανοίξει την ψυχή του και να ακολουθήσει την Άννα, αφήνοντάς την να τον οδηγήσει στις πιο σκοτεινές πτυχές της ύπαρξής της. Η Άννα χρειάζεται την αγάπη του και την κατανόησή του. Θα ευχηθώ καλό ταξίδι σε εκείνους που θα ταξιδέψουν μαζί της.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Α.Κ.: Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αθήνα και κρατάει όσο οι πιο σκοτεινοί μήνες του χειμώνα.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Α.Κ.: “Εκείνη τη στιγμή, ευχήθηκα από μέσα μου να είχα μια άλλη μητέρα, μια φυσιολογική, μια καλή μητέρα που θα μας αγαπούσε. Ευχήθηκα να μην έφευγε ο πατέρας και να ήταν εκεί να μας προστατεύσει κι όταν τελείωσα κι αυτή την ευχή, άνοιξε η πόρτα, μπήκε εκείνος, κρατώντας στο χέρι το μπουκάλι με το κρασί κι ένα πουγκί βελούδινο σε σκούρο μπλε χρώμα. Προς στιγμή αναρωτήθηκα μήπως στα κομμάτια έπιανε και η πρώτη ευχή, αλλά μάταια. [...] Όχι μόνο δεν αγάπησα ποτέ τη μητέρα μου, αλλά εκείνο το μεσημέρι τη μίσησα τόσο, που όλο αυτό το μίσος ξεχύθηκε μέσα μου και το κουβαλώ ως τώρα”.
Η Αρετή Καμπίτση σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών για την νουβέλα της, Οργισμένες μέρες, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Παρακάτω θα δείτε τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται για το ίδιο αποδεχόμενη την πρό(σ)κληση της στήλης Ακρότιτλο ενώ στην περίληψη διαβάζουμε:
Η Άννα, μια γυναίκα μέσης ηλικίας, ανακαλύπτει πως ο σύζυγός της την απατά και αμέσως γκρεμίζεται όλος της ο κόσμος. Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία θα μετατραπεί σε μια διώκτρια που ούτε η ίδια είχε φανταστεί. Τι ψάχνει, όμως, η Άννα; Στοιχεία; Αποδείξεις; Ή μήπως την πραγματική της ταυτότητα; Εκείνη που είχε χαθεί σε ένα οδυνηρό παρελθόν, ένα κενό παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον; Αθώοι και ένοχοι μπλέκονται σε μια παρανοϊκή συνωμοσία και μετατρέπονται σε μαριονέτες του μυαλού. Ποιoς θα κερδίσει; Οι Οργισμένες μέρες είναι η αποκάλυψη των πιο σκοτεινών πτυχών της ψυχής. Είναι η άβυσσος που αν χαθείς μέσα της δεν επιστρέφεις ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν πριν.
Οργή και κλαίω
Ρέει η ψυχή
Για αλλιώτικα μέρη
Ίσκιος μην είσαι
Στου ήλιου το φως
Μάνα έλα
Ελπίδα γίνε
Νερό να ξεδιψάσω
Ελεύθερη να ζω
Συμπόνοια κι αγάπη
Μάνα σου ζητώ
Ευτυχία γίνε
Ρυάκι δροσερό
Επίμονα γυρεύω έναν
Σωσμό