Ελληνίδας Κατιρτζόγλου
Έφτασε η μέρα που η ωραία κοιμωμένη και όλο το βασίλειο ξύπνησε από το βαθύ ύπνο. Χαρές και πανηγύρια για το καινούριο ξεκίνημα της χώρας χάρη στο γενναίο πρίγκιπα που με την αποφασιστικότητα του έδωσε ζωή στην μικρή πριγκίπισσα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα για να τον ευχαριστήσουν αποφάσισαν να διοργανώσουν μια μεγάλη γιορτή στο παλάτι για να ανακοινώσουν τους γάμους της κόρης τους με το γενναίο πρίγκιπα που τους επανέφερε στη ζωή. Εξάλλου η μικρή τους κόρη ήταν σε ηλικία γάμου και ποιος θα ήταν καλύτερος γαμπρός από αυτό το γενναίο παλικάρι;
Η ωραία κοιμωμένη εκείνη την ημέρα είχε πολύ κακή διάθεση. Δεν ήθελε να παντρευτεί από τα δεκαέξι της, κάποιον που απλά την ξύπνησε από το βαθύ ύπνο. Η μικρή πριγκίπισσα ήθελε να ζήσει τη ζωή της πριν παντρευτεί και όχι να σκλαβωθεί σε ένα άλλο βασίλειο με ένα γάμο σε τόσο νεαρή ηλικία και με κάποιον που δεν αγαπούσε. Ήθελε τον άντρα της να τον ερωτευτεί.
«Είμαι πολύ μικρή για παντρειές και σκοτούρες βασιλείου», μονολογούσε, καθώς σκεφτόταν πως θα μπορούσε να αποφύγει τα βραδινά αρραβωνιάσματα. Την σκέψη της άκουσε ένα μεγάλο κοράκι που πλησίασε το παράθυρο της.
«Ζήτα τη βοήθεια του κυνηγού του παλατιού» της είπε και ξαναπέταξε ανοίγοντας τα μαύρα μακριά του φτερά.
Η ωραία κοιμωμένη διέταξε αμέσως να παρουσιαστεί μπροστά της ο κυνηγός.
«Μικρή μου πριγκίπισσα και αυριανή βασίλισσα, με κάλεσες και ήρθα. Η θέληση σου, διαταγή μου» της είπε και γονάτισε μπροστά της.
«Άσε τις υποκλίσεις και δεν έχουμε χρόνο. Αντιθέτως έχουμε, δηλαδή έχω ένα πρόβλημα και εσύ είσαι αυτός που θα μου δώσει τη λύση».
Ο κυνηγός την κοίταξε με περιέργεια, σήκωσε τους ώμους και αναρωτήθηκε.
«Και πως μπορώ εγώ, ένας ταπεινός κυνηγός, να βοηθήσει εσένα πριγκίπισσα μου» της είπε και χαμογέλασε αμήχανα.
«Δεν θέλω να παντρευτώ τώρα, δεν θέλω να παντρευτώ αυτόν που μου ετοιμάζουν για άντρα. Θέλω να παντρευτώ, όταν το θελήσω εγώ» είπε αγανακτισμένη η ωραία κοιμωμένη και χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι.
«Ε, τότε πριγκίπισσα μου πρέπει να κάνουμε κάτι πολύ σατανικό, γιατί αν με ανακαλύψουν, δεν θα μείνει για πολύ το κεφάλι μου στη θέση του» της είπε ξύνοντας με απόγνωση το τριχωτό της κεφαλής του.
«Έχεις διορία μέχρι το βράδυ» του είπε και του έδειξε την πόρτα. Ο κυνηγός έφυγε από το παλάτι προβληματισμένος. Είχε στη διάθεση του μόλις μερικές ώρες για να γλυτώσει την πριγκίπισσα από τον ανεπιθύμητο γάμο που της ετοιμάζανε με τον πρίγκιπα.
Πήγε στο χωριό και έκατσε σε ένα καπηλειό να πιει ένα κρασί και να σκεφτεί τον τρόπο που θα βοηθούσε την πριγκίπισσα. Γέμιζε και ξαναγέμιζε το ποτήρι του και έστυβε το μυαλό του να βρει τρόπους διαφυγής της μικρής πριγκίπισσας από το παλάτι ή έστω από το γάμο αλλά τίποτα. Η ώρα περνούσε και δεν είχε καταστρώσει ούτε ένα σχέδιο, μέχρι που κοιτάζοντας το ποτήρι του, του ήρθε μια ιδέα. Σηκώθηκε σχεδόν τρικλίζοντας από το κρασί που είχε πιει και ζήτησε να δει αμέσως τη βασιλοπούλα που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο δωμάτιο της με άλλες τρεις κυρίες «επί των τιμών» που την ετοιμάζανε για την επερχόμενη βραδινή φιέστα.
«Άργησες, νόμιζα ότι με ξέχασες» του είπε χαμηλόφωνα.
«Άργησα κυρά μου, αλλά το βρήκα. Το σχέδιο μου είναι μεγαλοφυές, απορώ και εγώ πως το σκέφτηκα. Ώρες ώρες ξαφνιάζομαι με την εξυπνάδα μου και εγώ ο ίδιος».
«Λοιπόν, πες μου τι θα κάνουμε» του είπε γεμάτη αγωνία.
«Μια στιγμή να κάτσω, παραήπια μου φαίνεται. Άκουσε με προσεκτικά. Θα κάνεις την καρδιά σου πέτρα και θα πας στο χορό, θα καθίσεις στο τραπέζι και θα πιεις όπως όλοι κρασί. Κάθε φορά που το αδειάζεις θα έρχεται κάποιος να σου το γεμίζει, θα το κανονίσω αυτό μην ανησυχείς. Άμαθη είσαι, θα ζαλιστείς, δεν μπορεί».
«Και πώς θα γλιτώσω το γάμο αν μεθύσω και ζαλιστώ; Κάποια στιγμή θα ξεμεθύσω» του απάντησε ενοχλημένη και απορημένη.
«Όταν θα ζαλιστείς θα εμφανιστεί ο γιατρός του παλατιού και θα πει ότι έπεσες σε βαθύ ύπνο πάλι, αλλά είναι άγνωστο πότε θα ξυπνήσεις. Η επιστήμη θα σηκώσει τα χέρια ψηλά. Και κάθε μέρα που θα φεύγω με το γιατρό από το καπηλειό θα σου φέρνω και σένα κρασί και θα το βάζω κάτω από το κρεβάτι. Θες να σηκωθείς, θα σηκώνεσαι, θες να το παίξεις κοιμωμένη, θα το παίζεις» της είπε και έκλεισε το μάτι.
«Μεγαλοφυές, σας είμαι ευγνώμων και σένα και του γιατρού» είπε και του έδειξε την πόρτα. «Ραντεβού στη σάλα, η νύφη πρέπει να ετοιμαστεί» είπε και βάλθηκε να γίνει πιο όμορφη από ποτέ.
Η ώρα του χορού και του δείπνου ήρθε και η ωραία κοιμωμένη βάλθηκε να γίνει η ωραία μεθυσμένη της βραδιάς πραγματοποιώντας το σχέδιο του κυνηγού. Ήπιε, ήπιε, ήπιε τόσο που ο κορσές άρχισε να τη σφίγγει, να αισθάνεται δυσφορία και στο επόμενο λεπτό είχε σωριαστεί. Τότε σύμφωνα με το σχέδιο, ο γιατρός έτρεξε και διέγνωσε ότι η ωραία πριγκίπισσα και μέλλουσα νύφη έπεσε σε «ανεξήγητο ύπνο».
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δεν μπορούσαν να πιστέψουν για το κακό που τους βρήκε για δεύτερη φορά και μετέφεραν την μοναχοκόρη τους σε μια απομονωμένη σάλα περιμένοντας για ένα δεύτερο θαύμα. Η ωραία κοιμωμένη ξεκουραζόταν σε ένα τεράστιο κρεβάτι παρέα με τα σκυλιά της που την πρόσεχαν και κάθε φορά που άκουγε για μια ανεπιθύμητη επίσκεψη κάποιου επίδοξου πρίγκιπα σωτήρα έπινε μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της και έτσι τους απέφευγε όλους. Απέφυγε πολλούς και όταν βαριόταν να παίζει με τα σκυλιά της, φώναζε το κοράκι και ειδοποιούσε τον κυνηγό να της κάνει παρέα.
Κάθε φορά που έφευγε ο κυνηγός, η ωραία μεθυσμένη αισθανόταν όλο και πιο μόνη.
Άρχισε να της λείπει η παρέα του, οι ιστορίες για το κυνήγι στο δάσος και το τραχύ του γέλιο. Τον αποζητούσε. Έτσι ένα βράδυ εκεί που τα πίνανε οι δυο τους, η ωραία μεθυσμένη έσκυψε και τον φίλησε. Από εκείνη τη βραδιά οι δυο τους γίνανε ζευγάρι και η επιχείρηση «πίνω και μεθώ για να διώχνω τους γαμπρούς», έγινε βάσανο για την ωραία μεθυσμένη, που ερωτευμένη τώρα πια με τον κυνηγό, ήθελε να φωνάξει σε όλον τον κόσμο «είμαι εδώ και θέλω μόνο τον κυνηγό». Πώς να το κάνει όμως αυτό μια πριγκίπισσα; Αν παραδεχόταν κάτι τέτοιο θα κινδύνευε η ζωή του αγαπημένου της.
Έκατσε και σκέφτηκε κάθε πιθανή λύση διαφυγής αλλά έπεφτε σε αδιέξοδο για αυτό και σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια των νεράιδων του βασιλείου. Της είχαν δωρίσει κάποτε τόσες χάρες, θα της έκαναν ακόμα μια , για χάρη του έρωτα και της αγάπης.
Καμιά από τις δεκατρείς δεν δέχτηκε να της μιλήσει και να την ακούσει και η ωραία κοιμωμένη βρέθηκε πάλι σε αδιέξοδο.
Τις σκέψεις της και το κλάμα της άκουσαν όμως ο Πήτερ Παν και η Τίνγκερμπελ που πετούσαν πάνω από το βασίλειο εκείνη την ώρα και η σκανδαλιά άστραψε στα πονηρά μάτια της νεράιδας που είχε μεγαλώσει πια.
«Λέω να βοηθήσουμε τους ερωτευμένους, τι λες, πάμε να κάνουμε μια καλή πράξη. Βαρέθηκα η χώρα του Ποτέ να είναι ένας μόνιμος παιδότοπος. Χρειαζόμαστε και εμείς παρέα».
«Είσαι τρελή, το λέω χρόνια τώρα, αλλά πάντα με εκπλήσσεις» της είπε ο Πήτερ Παν και πέταξε γρήγορα πίσω από την Τίνγκερμπελ που είχε στρογγυλοκάτσει ήδη στο περβάζι του παραθύρου της ωραίας κοιμωμένης.
«Ε, εσύ σταμάτα να κλαις, θα σε ακούσουν όλοι στο παλάτι και δεν το θες, έτσι δεν είναι ωραία κοιμωμένη, ωραία μεθυσμένη, πες μας πώς θες να σε φωνάζουμε».
«Μελωδία, είναι το όνομα μου, και θέλω».
«Ξέρω τι θέλεις, νεράιδα είμαι και ακούω» της είπε η Τίνγκερμπελ κοφτά.
«Σκεφτήκαμε με τον Πήτερ Παν, σκέφτηκα δηλαδή να σας πάρουμε από εδώ και να φύγουμε οι τέσσερις μας για τη Χώρα του Ποτέ. Έχει λίγη φασαρία, παιδιά είναι τι να τα κάνεις, αλλά θα ζήσετε τον έρωτα σας ελεύθεροι. Τι λες;»
Η Μελωδία άνοιξε τα μάτια της και έβαλε ένα ποτηράκι κρασί για να συνειδητοποιήσει την ευκαιρία που της ήρθε κυριολεκτικά από τον ουρανό.
«Δέχομαι» είπε κοφτά η Μελωδία. «Περίμενε θα σου έχω νέα το βράδυ».
Το βράδυ, συναντήθηκε με τον κυνηγό της και του μίλησε με μεγάλο ενθουσιασμό για την πρόταση της Τίνγκερμπελ. Οι δυο τους στη Χώρα του Ποτέ να μεγαλώνουν τα παιδιά τους χωρίς κινδύνους και βασιλικά πρωτόκολλα.
«Τι λες, θα με ακολουθήσεις στη χώρα του Πήτερ Παν και της Τίνγκερμπελ;»
«Πριγκίπισσα μου, αν σε αρνηθώ θα είναι σαν να αρνούμαι την ίδια μ ου τη ζωή» της είπε και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
Το πρωί τους βρήκε αγκαλιά περιμένοντας τον Πήτερ Παν και την Τίνγκερμπελ να τους τυλίξουν με τη μαγική τους σκόνη για να ξεκινήσουν το ομορφότερο ταξίδι της ζωής τους.
Ελληνίδα Κατιρτζόγλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki