Αντωνίου Ευθυμίου
Ένα βράδυ δίπλα στο τζάκι, ο παππούς και η γιαγιά μού είχαν πει για το ονειρόπαιδο. Μια ιστορία τόσο παλιά, όσο και οι ρυτίδες στα ροζιασμένα χέρια τους. Ήταν Σεπτέμβριος του 1941. Οι ηλιαχτίδες αγκομαχούσαν να ξεπηδήσουν μέσα απ’ τα γκρίζα σύννεφα για να διαλύσουν την καταχνιά που είχε σκεπάσει ολάκερη την πόλη. Ο αγέρας σκάλωνε στις φαγωμένες μαρκίζες των σπιτιών και μερικές φορές σφύριζε απ’ τον πόνο. Τα πεζοδρόμια ήταν άδεια, αλλά οι δρόμοι γιομάτοι ανθρώπους που είχαν πέσει απ’ τον ουρανό, στην προσπάθειά τους να πετάξουν ψηλά στους αμόλευτους αιθέρες σαν τα πουλιά. Ήθελαν μονάχα ν’ αδράξουν το δόρυ του ορίζοντα, που ήταν άυλο σαν την ελπίδα τους, όμως τα χρυσοκέντητα κρόσσια του ήλιου καψάλισαν τις ψεύτικες φτερούγες τους κι έτσι σωριάστηκαν στη γη.
Ένα μικρό αγοράκι βολόδερνε στους δρόμους. Ήταν ξυπόλυτο σαν αναστενάρης και φορούσε κάτι ξεφτισμένα κουρέλια που τόνιζαν το σκελεθρωμένο κορμί του. Με τα ισχνά του χέρια σκάλιζε την γκρίζα άσφαλτο. Έψαχνε για φύλλα, τα κίτρινα δάκρυα των ξεγυμνωμένων δέντρων της πόλης. Στις λιλιπούτειες παλάμες του τοποθετούσε ευλαβικά ένα ένα τα λιγοστά χαμόφυλλα που μάζευε, σα να ήταν ανεκτίμητος θησαυρός. Ξαφνικά, ένας παράξενος θόρυβος ήρθε να ταράξει εκείνη την απέραντη γαλήνη του παιδιού κι άρχισαν ν’ ακούγονται κάτι άναρχοι ήχοι που θύμιζαν ξεκούρδιστη κιθάρα. Στον δρόμο ξεπρόβαλε ένας σιδερένιος γίγαντας, που εξωτερικά έμοιαζε με μεγάλο αστυνομικό όχημα. Δυο Γερμανοί κατέβηκαν βιαστικά απ’ το αυτοκίνητο και με αποφασιστικότητα πλησίασαν το μικρό αγοράκι.
Το ρώτησαν με βλοσυρό ύφος εάν ψάχνει για χρήματα και του ζήτησαν να πετάξει τα φύλλα που κρατούσε.
Το παιδάκι κοντοστάθηκε για μια στιγμή, έκλεισε τα βλέφαρά του από αμηχανία και απάντησε χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά: «Δεν είναι φύλλα κύριοι, είναι πεφταστέρια. Όσα όνειρα κάναμε φέτος το ‘41, τώρα γκρεμίστηκαν κι εγώ πρέπει να τα μαζέψω ένα ένα.» Στη συνέχεια άνοιξε απότομα τα μάτια του κι αντίκρισε τους δύο άνδρες να το κοιτάζουν άφωνοι, σαν ασάλευτα αγάλματα. Κατόπιν το βλέμμα του παιδιού σκόνταψε στις μαύρες μπότες τους κι ένιωσε τρόμο. Φοβήθηκε ότι είχαν έρθει για να του κλέψουν τα φύλλα κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν παλιό ξύλινο ρολόι τοίχου.
Το παιδάκι επιχείρησε να φύγει, αλλά ο ένας άνδρας το σταμάτησε και ζήτησε να του δώσει το χέρι του. Εκείνο αρνήθηκε, δίχως να το καλοσκεφτεί. Δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί τα φύλλα που με τόσο κόπο είχε μαζέψει. Το ρώτησαν το όνομά του κι εκείνο μονολεκτικά απάντησε: «Ονειρόπαιδο». Τότε οι δύο άνδρες ξέσπασαν σ’ αυθόρμητα γέλια, σα να άκουσαν κάποιο ανέκδοτο.
«Πάμε αμέσως στη μητέρα σου» βροντοφώναξε ο ένας. Το παιδάκι πήρε βαθιά ανάσα και είπε: «Κύριε δεν έχω μητέρα. Μάνα μου είναι ολόκληρη η πόλη και τούτοι οι δρόμοι τα αδέρφια μου. Κάθε χρόνο προσμένω το φθινόπωρο για να μαζέψω φύλλα, δηλαδή τα όνειρα των άλλων ανθρώπων κι έτσι σιγά σιγά να φτιάξω κάποια στιγμή και το δικό μου όνειρο. Ορίστε κύριε. Πάρτε αυτό το κίτρινο φύλλο. Ίσως κάποτε ήταν το δικό σας όνειρο».
Ο άνδρας με μια αδέξια κίνηση άφησε το φύλλο να πέσει κάτω και ο άλλος γράπωσε το χέρι του παιδιού. Αίφνης, ένα κοριτσάκι εμφανίστηκε στη γωνία του δρόμου να κραυγάζει: «Αφήστε τον. Είναι ο αδερφός μου». Ο Γερμανός άφησε το χέρι του παιδιού κι εκείνο έσκυψε, μάζεψε το πεσμένο φύλλο κι έτρεξε προς το κοριτσάκι.
Πρώτη φορά το έβλεπε, αλλά ήθελε με κάποιον τρόπο να το ευχαριστήσει που τον έσωσε. Έτσι, της χάρισε το φύλλο και το ονειρόπαιδο για πρώτη φορά ένιωσε πολύ ευτυχισμένο, κι ας είχε ένα φύλλο λιγότερο στη συλλογή του.
Η ιστορία τέλειωσε κι η φλόγα στο τζάκι κόντευε να σβήσει.
Ήθελα τόσα πολλά να ρωτήσω τον παππού και τη γιαγιά, αλλά αρκέστηκα μόνο σε μια απορία, εάν η ιστορία που μου διηγήθηκαν ήταν αληθινή ή ένα ακόμη παραμύθι. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον χαμογέλασαν και μου εξήγησαν ότι το ονειρόπαιδο ήταν ο παππούς μου και το κοριτσάκι που τον έσωσε, η γιαγιά μου. Μια απερίγραπτη αγαλλίαση πλημμύρισε την ψυχή μου κι ένιωσα κι εγώ λίγο απ’ την ευτυχία του ονειρόπαιδου.
Αντώνιος Ευθυμίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki