Thanos Catsiavrias
Κάποτε, σ’ ένα χωριό ζούσε μια φτωχή γριούλα με την κόρη της, τη Λενιώ.
Έμεναν σε μια παράγκα στην άκρη του χωριού. Τα ’φερναν βόλτα δουλεύοντας στα σπίτια και τα χωράφια των συγχωριανών τους.
Ένα βράδυ, που η Λενιώ βρισκόταν μόνη στην παράγκα, ένας περαστικός μπήκε μέσα και τη βίασε. Σε λίγους μήνες, οι δυο γυναίκες διαπίστωσαν με τρόμο πως η Λενιώ περίμενε παιδί. Σαν μεγάλωσε η κοιλιά της, όλοι στο χωριό την έδειχναν με το δάχτυλο.
Καιρό μετά, γέννησε ένα αγοράκι σημαδεμένο. Καφετί και κοκκινωπά «μπαλώματα» υπήρχαν σ’ ολόκληρο το πρόσωπο.
Μόλις, ο μικρός Θωμάς έγινε έξι χρονών, μια αρρώστια απλώθηκε στην περιοχή, με αποτέλεσμα να πεθάνουν πολλοί. Ανάμεσά τους και η Λενιώ με τη μάνα της.
Οι συγχωριανοί του αποφάσισαν να πάει σ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι του χωριού που δεν είχε παιδιά. Ο Θωμάς υπάκουε τυφλά στον γέροντα και στη γριά που τον είχαν μαζί τους, αλλά έκανε και θελήματα σ’ άλλα σπίτια του χωριού.
Σαν συναντούσε κάποιο στον δρόμο και πριν το ρωτήσει αν είναι καλά, εκείνο του έλεγε γρήγορα: «Όλα καλά, όλα καλά». Έτσι είχε τρία παρατσούκλια: Το μούλικο, το σημαδεμένο και το όλα καλά!
Μόλις έγινε οχτώ-εννιά χρονών, οι συγχωριανοί του κατάλαβαν πως το παιδί ήταν αργόστροφο, απονήρευτο, αγαθό, αλλά τίμιο και φιλότιμο.
Πριν κλείσει τα είκοσι, οι ηλικιωμένοι με τους οποίους ζούσε πέθαναν, ο ένας μετά τον άλλο. Έτσι ο Θωμάς έμεινε και πάλι μόνος. Φύλαγε τα πρόβατα ενός πλούσιου απ’ το χωριό του και στα χέρια του κρατούσε πάντα τη γκλίτσα του.
Όταν περνούσε με τα πρόβατα από ένα ξωκλήσι, έκανε τον σταυρό του, αλλά ποτέ δεν είχε πάει στην εκκλησιά του χωριού.
Μια Κυριακή πρωί, αποφάσισε να πάει στην εκκλησιά. Όταν, όμως, πήγε να περάσει την πόρτα της, επειδή κρατούσε τη γκλίτσα του στους ώμους, δεν μπορούσε να μπει, γιατί η γκλίτσα ακουμπούσε δεξιά κι αριστερά απ’ την πόρτα! Οπότε σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια της Παναγιάς κι έκανε τον σταυρό του. Τότε αμέσως, η γκλίτσα κατέβηκε προς τα κάτω και δεν έβρισκε στην πόρτα, κι έτσι μπήκε στην εκκλησιά.
Στάθηκε κάπου και μ’ έκπληξη παρατηρούσε τους ψάλτες και τον παπά. «Μα τι γίνεται εδώ; αναρωτήθηκε. Λέει ο ένας κάτι, απαντάει ο άλλος. Αυτοί θα τσακωθούνε σε λίγο!» Πήγε κοντά στην εξώπορτα της εκκλησιάς και κοίταζε τον κόσμο. Σε μια στιγμή, με το αθώο του μυαλό και την καθαρή του ψυχή, είδε πως όλοι εκεί μέσα φορούσανε από ένα σαμάρι, ενώ ο παπάς δυο!
Βγήκε απ’ την εκκλησιά και στον δρόμο συνάντησε δυο γνωστούς του που πήγαιναν στη λειτουργία.
– Τι θέλετε και πάτε; τους ρώτησε. Εκεί μέσα σε λίγο θα τσακωθούν οι ψάλτες με τον παπά. Όλοι τους έχουν αμαρτίες, αλλά ο παπάς έχει διπλάσιες, γιατί όλοι φοράνε απ’ ένα σαμάρι, ενώ ο παπάς δυο!
Στο χωριό του Θωμά, κάθε σπίτι είχε τον σκύλο του, αλλά ανάμεσα στα σπίτια τριγυρίζει κι ένα αδέσποτο θηλυκό σκυλί, η Τσιγγάνα.
Μια μέρα, η Τσιγγάνα γέννησε, για πρώτη φορά, τρία κουταβάκια σε μια θημωνιά που βρισκόταν στο σπίτι του προέδρου του χωριού. Επίσης πριν λίγες μέρες, η γυναίκα του είχε γεννήσει ένα όμορφο κοριτσάκι.
Ο πρόεδρος πήρε είδηση τα κουτάβια την ώρα που έλειπε η Τσιγγάνα. Τα έριξε σε μια σακούλα και πήγε και τα πέταξε στο κοντινό ποτάμι που ήταν γεμάτο νερό. Εκείνη τη στιγμή έφθασε κοντά του η Τσιγγάνα, που ψάχνοντας για τα μικρά της ακολούθησε τη μυρουδιά τους, κι είδε τον πρόεδρο που τα πέταξε στο ποτάμι.
Αγριεμένη τον κοίταξε με μίσος, αλλά δεν του όρμισε. Έτρεξε όσο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι του, μπήκε μέσα απ’ την ορθάνοιχτη εξώπορτα, πήγε στο δωμάτιο του μωρού, το πήρε στο στόμα της προσεχτικά και κίνησε να φύγει. Η μητέρα του μωρού την είδε και την ακολούθησε με την ψυχή στο στόμα της.
Η Τσιγγάνα έφθασε σε λίγο στην όχθη του ποταμιού. Η μητέρα του μωρού, ο πρόεδρος κι αρκετοί χωριανοί παρακολουθούσαν τη σκηνή με κομμένη την ανάσα. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν και ν’ αγριέψουν κι άλλο το σκυλί, γιατί φοβούνταν για τη ζωή του μωρού. Εκείνη τους κοίταζε με μίσος και πόνο για το χαμό των κουταβιών της. Μάλλον ήθελε να τιμωρήσει τον πρόεδρο ρίχνοντας στο ποτάμι το μωρό. Να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα.
Εκείνη τη στιγμή, την πλησίασε ο Θωμάς. Χρόνια τώρα, φρόντιζε την αδέσποτη Τσιγγάνα όσο μπορούσε. Πάντα κρατούσε τα κόκαλα που έμειναν απ’ τα φαγητά, για να τα δώσει σε κείνη. Πολλές φορές την αγκάλιαζε και της έλεγε: «Εμείς οι δυο είμαστε οι μόνοι χωρίς οικογένεια στο χωριό. Πρέπει ν’ αγαπάει ο ένας τον άλλο». Η Τσιγγάνα, λες και καταλάβαινε τα λόγια του, του έγλειφε τα χέρια κοιτάζοντάς τον με συμπόνια!
– Τσιγγάνα, της φώναξε, έλα εδώ! Εμείς δεν κάνουμε κακό σε κανένα!
Εκείνη αργά αργά πλησίασε τον Θωμά. Εκείνος έσκυψε, πήρε στα χέρια του το μωρό και το έδωσε, αμέσως, στη μάνα του. Μετά χάιδεψε το κεφάλι του σκυλιού.
Εκείνο τον κοίταξε και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Θρηνούσε τον χαμό των πρώτων του παιδιών!
Μετά απ’ αυτό το επεισόδιο, όλοι στο χωριό άρχισαν να σέβονται και να εκτιμούν το ορφανό παιδί με τη χρυσή καρδιά.
Thanos Catsiavrias
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki