Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
Δεν ήταν αυτό που λέμε "μονόχνοτος", παρά ταύτα δεν έκανε παρέες και φίλους, ούτε εύκολα ούτε δύσκολα.
Στα διαλείμματα του σχολείου, ναι μεν συμμετείχε στα ομαδικά παιχνίδια των συμμαθητών του, μα μόλις ακουγόταν το τελευταίο κουδούνι, έφευγε για το σπίτι του μόνος και σκυφτός, τόσο από το βάρος των σκέψεων που τον βασάνιζαν, όσο και από την ασήκωτη σάκα του στην πλάτη, σαν το καβούκι της χελώνας του γείτονά του, του κυρ Θωμά.
Στο σπίτι του σαν έφθανε, χαιρετούσε ευγενικά την κυρά Χαρούλα που φρόντιζε αυτόν και το σπιτικό του, έτρωγε σιωπηλά και αμέσως μετά κλεινόταν στο δωμάτιό του να διαβάσει ή και να παίξει, όπως τα πιο πολλά παιδιά, με το κινητό και τον υπολογιστή του, πιστούς, αλλά απρόσωπους συντρόφους της μοναξιάς του.
Κατά τα άλλα, σε τίποτα δεν διέφερε από τους συμμαθητές του, μόνο που απέφευγε τα πολλά πολλά μαζί τους, όπως προείπαμε.
Σαν μαθητής της Δευτέρας Τάξης ήταν αρκετά καλός, αλλά στην έκθεση ασύγκριτος παρά την πολύ μικρή του ηλικία.
Κάθε φορά έκπληκτος που ο δάσκαλος διάβαζε το κείμενό του ενώπιον όλων των παιδιών κι ο Δημητράκης ένιωθε ανείπωτη χαρά. Του άρεσε να ακούει από το στόμα του σοφού του δασκάλου τις σκέψεις που είχε χαράξει με το μολύβι του στο "τετράδιο εκθέσεων του μαθητή της Δευτέρας Τάξης, Δημοτικού, Δημητρίου Αγκονά".
Και ο κύριος Οικονόμου, ο δάσκαλος, αν δεν έγραφε το παιδάκι την έκθεση εκεί μπροστά του, όσο και να το ήθελε δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το γραπτό το έγραψε ένα αγόρι της ηλικίας των επτά ετών και κάτι ψιλά, χωρίς μια κάποια βοήθεια.
Το τι δρόμο θα ακολουθούσε στη ζωή του ήταν ολοφάνερο.
Από οικονομικής πλευράς δεν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα, τίποτα υλικό δεν του έλειπε. Οι γονείς του διατηρούσαν μια βιοτεχνία ενδυμάτων.
Αλλά στην πιο τρυφερή του ηλικία των πέντε ετών, βίωσε το θάνατό τους σε αυτοκινητικό δυστύχημα από το οποίο βγήκε ο ίδιος λαβωμένος με ακρωτηριασμένο το ένα του πόδι!
Την βιοτεχνία την ανέλαβε ο θείος του παιδιού και αδερφός του πατέρα του ένας άψογος και τίμιος άνθρωπος που αγαπούσε τον Δημήτρη όπως και τα δικά του παιδιά. Ευτυχώς να λέμε, αλλά όσο να ‘ναι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Αγάπη και την φροντίδα των γονιών, που του έλειπαν. Ω, πόσο του έλειπαν Θεέ μου!
Πώς λοιπόν να γελάσει;
Και ο καιρός περνούσε όπως το συνηθίζει. Και ο μικρός μεγάλωνε, κλεισμένος πάντα στην μοναξιά του που ήταν μια συνειδητοποιημένη επιλογή, που όμως έκανε κακό στην ψυχοσύνθεσή του με τον θείο να ανησυχεί σοβαρά. Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα κοινωνικό και φοβόταν ότι η απομόνωση αυτή θα έκανε, όσο τίποτα άλλο, κακό στον νεαρό που πλησίαζε την εφηβεία.
Ώσπου μια μέρα άκουσε έναν συμμαθητή να λέει:
«Ρε σεις δεν φαντάζεστε τι έξυπνο σκυλί είναι ο Τζότζεφ μου. Μόνο η ανθρώπινη λαλιά τού λείπει. Καταλαβαίνει τα πάντα και όσο για αγάπη μη τα ρωτάτε! Με αγαπά πιότερο από τον αδερφό μου, που όλο με καρπαζώνει. Μόλις δε ο σκυλάκος μου αντιληφθεί τη στενοχώρια μου του αγριεύει γρυλίζοντας, σαν να του λέει: «Α για να σου πω, μη ξανακαρπαζώσεις τον φίλο μου γιατί μαύρο φίδι που σε έφαγε. Και να δείτε που η απειλή του έπιασε τόπο τελικά και με τον μεγάλο τα πάμε τώρα μια χαρά».
Στη συνέχεια ο συμμαθητής διηγιόταν ιστορίες και κατορθώματα από τον βίο και την πολιτεία του τετράποδου φίλου του, που έκανε τα παιδιά να ξεραίνονται στα γέλια, έτσι όπως ήταν παραστατικός στην αφήγηση. Και τα μισά απ’ όσα αφηγούνταν να ήταν πραγματικά θα ήταν πολλά κι εντυπωσιακά.
Και ο Δημήτρης επηρεάστηκε πολύ. Πώς και αυτός δεν το είχε σκεφτεί τόσα χρόνια να’ χει μια τέτοια συντροφιά έτσι που ήταν κλεισμένος στον εαυτό του από τον ανείπωτο πόνο!
Ίσως να νόμιζε ότι με την αναπηρία του δεν θα ήταν καλό αφεντικό για έναν σκύλο, ότι ίσως και δεν θα τα έβγαζε πέρα με τις ανάγκες που ‘χει ένα σκυλί, να το πηγαίνει ας πούμε βόλτα, να φροντίζει για την καθαριότητά του, για το φαγητό του... Το τετράποδο θέλει φροντίδα, αυτή την φροντίδα που στέρησε από τον ίδιο μια κακιά Μοίρα. Δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι μια αχυρένια κούκλα, είναι ένα πιστό ον και το ένιωθε, αν είχε κι αυτός ένα, θα ήταν ο πρώτος φίλος που θα αποκτούσε στη ζωή του.
Και γιατί όχι φίλε Δημήτρη, σε εμπόδισε εσένα η προσθήκη τεχνητού μέλους να ζεις απόλυτα φυσιολογικά; Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα από το μπατζάκι σου κρύβεις μια τέτοια πληγή που πυορροεί βέβαια μέσα στην ψυχή σου;
Ζήτησε και έμαθε πού μπορεί να πάει και να αγοράσει ή μάλλον να υιοθετήσει, θα λέγαμε, έναν τετράποδο φίλο.
Τον παρέπεμψαν στον κυρ-Δημοσθένη τον κηπουρό που μεγάλωνε στον κήπο του είκοσι σκύλους· ήταν πολλοί περισσότεροι, αλλά κάθε τόσο χάριζε και έναν, όταν αυτός που τον ζητούσε πληρούσε τους όρους τού καλού αφεντικού και το σκυλάκι του θα έβρισκε την ίδια στοργή που και αυτός του είχε χαρίσει. Μέλημά του ήταν πριν "φύγει", καθώς είχε καβατζάρει τα ογδόντα πέντε του χρόνια, να έχει βρει είκοσι ανθρώπους, όπως αυτός εννοούσε τον άνθρωπο, και μόνον τότε θα… αποφάσιζε και αυτός να "φύγει" για να βρει αναπαμό η ψυχή του, εκεί που θα πήγαινε.
Έτσι, ένα Σαββατιάτικο πρωινό που δεν είχε σχολείο, παρακάλεσε την κυρά Χαρούλα να τον πάει με το αυτοκίνητό της μέχρι το Βοτανικό που ζούσε ο κυρ-Δημοσθένης με τους είκοσι τετράποδου φίλους του (και λέμε ξανά το πόσα ήταν τα όμορφα ζωντανά γιατί έχει σημασία στην αφήγηση που κάνουμε).
Πράγματι εκείνη ευχαρίστως έκανε αυτό που με τόση ευγένεια τής ζήτησε, αν και ήταν μέσα στις υποχρεώσεις της· της ζήτησε δε να έρθει να πάρει αυτόν και τον φίλο που είχε την ελπίδα ότι θα έπαιρναν μαζί τους στον γυρισμό, όταν της τηλεφωνούσε.
Γνωρίστηκε με έναν γελαστό και ακμαιότατο γέροντα κι η κουβέντα ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή της ζωής κύλησε ευχάριστα παρά το χρονικό χάσμα που τους χώριζε. Έφερνε και φυσιογνωμικά με τον παππού του που τον θυμόταν αμυδρά και αυτό πρόσθετε στην οικειότητα που από την πρώτη στιγμή ένιωσε το παιδί.
Ο κυρ-Δημοσθένης του είπε ότι θα έφερνε αμέσως δύο-δύο τα αγαπημένα του ζώα και ας διάλεγε εκείνο που θα του έκανε κλικ, είτε για την ομορφάδα του, είτε για την τσαχπινιά του, ή για ό,τι άλλο τέλος πάντων.
Σε λίγο λοιπόν σαν σε πασαρέλα επίδειξης μόδας ή ομορφιάς άρχισαν να παρουσιάζονται ανά δυάδες τα πεντακάθαρα και όμορφα ζωντανά φρόνιμα και υπάκουα χωρίς γαβγίσματα σαν να διαισθάνονταν ότι παιζόταν η τύχη τους. Να παρακαλούσαν άραγε το καθένα, να μην είναι αυτό που το συμπαθέστατο αγόρι θα έπαιρνε μαζί του σε λίγο; Ποιος ξέρει; Άλλωστε αυτήν τη σκηνή την είχαν ζήσει και άλλες φορές. Και τι να κάνουν, αυτή ήταν η μοίρα τους. Ήξεραν σαν από διαίσθηση όμως, ότι ο γέροντας ό,τι έκανε ήταν από περίσσια αγάπη γι’ αυτά.
Ήταν μια υπέροχη όσο και δραματική σκηνή η όλη φάση, έτσι που τα καλούσε με τα ονόματά τους. Ερχόντουσαν, κάθονταν στα πίσω πόδια τους για λίγο, με την γλώσσα τους έξω σαν σε κοροϊδία, πράγμα που βέβαια δεν ίσχυε και ήσυχα-ήσυχα επέστρεφαν στην θέση τους περιμένοντας υπομονετικά την ετυμηγορία της Μοίρας.
Μα ο Δημήτρης δεν αποφάσιζε ακόμα. Να γινόταν να τα έπαιρνε και τα είκοσι λέει!
«Μα για στάσου κυρ Δημοσθένη, αυτά είναι 19. Όταν ήρθα μου είπες έχεις είκοσι, που τον έχεις κρυμμένο τον εικοστό φιλαράκο σου και γιατί; Κάνω μήπως λάθος;»
«Λάθος δεν κάνεις αγόρι μου. Μα ξέρεις ο Ντόγκι μου έχει κάποιο πρόβλημα».
«Σαν τι πρόβλημα παππούλη μου;»
«Αφού θέλεις να μάθεις έννοια σου και θα δεις. Ντόγκι αγόρι μου έλα εδώ και κάνε ό,τι έκαναν όλοι σου οι φίλοι», είπε λυπημένα.
Ο Ντόγκι χωρίς να χάνει καιρό και αντιλαμβανόμενος στην εντέλεια τι του ζήτησε το αφεντικό του πλησίασε, κάθισε στα πίσω του πόδια μα από μπροστά έλειπε το ένα του ποδαράκι.
«Το έχασε όταν ήταν κουταβάκι σε ατύχημα. Κατάλαβες τώρα γιατί δεν σου το έφερα Δημητρό μου;»
Ο Δημήτρης άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του, χάιδεψε το κεφάλι του ζώου και με δάκρυα στα μάτια που δεν προσπάθησε να κρύψει, είπε στον γέροντα:
«Κυρ Δημοσθένη, θα μου δώσεις μεγάλη χαρά αν μου εμπιστευτείς τούτον εδώ τον φίλο».
Ο άνθρωπος τα έχασε.
«Μα τι είναι αυτά που ακούω αγόρι μου;»
«Τι λέω γέροντά μου; Κατάλαβα. Τον αγαπάς τόσο και κάνεις προσπάθεια να με αποτρέψεις να σου τον πάρω».
«Είναι κι αυτό, μα δεν βλέπεις;»
«Είναι κι αυτό, μα δεν βλέπεις;»
«Τι να δω παππούλη;»
«Μα είναι ανάπηρο το καημένο».
«Και λοιπόν; Γιατί να μην έχει και αυτό ίσες ευκαιρίες να πέσει σε καλά χέρια όπως και τα δικά σου; Θα του αγοράσω τεχνητό μέλος και θα παίζει και ποδόσφαιρο μαζί μου. Θα του αλλάξει τη ζωή όπως άλλαξε και τη δική μου».
Και λέγοντας τα λόγια αυτά σήκωσε μέχρι πάνω το μπατζάκι του παντελονιού του και απλά είπε: «Κοίταξε».
«Ύψιστε! Αν δεν με πονούσε η μέση μου και τα γόνατά μου που κινδυνεύουν να σπάσουν, θα υποκλινόμουνα μπροστά σε τέτοια ανθρωπιά που παρόμοιά της δεν ξανάδα, στα τόσα χρόνια που κουβαλώ στην πλάτη μου. Δικός σου αγόρι μου, χαλάλι σου και ας είναι ο πολυαγαπημένος μου. Να μου τον φέρνεις που και που να τον βλέπω. Θα μου λείψει. Θα μου λείψει πολύ μα την αλήθεια».
Λένα Μαυρουδή-Μούλιου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki