Θεοδώρας Κάτανα
Επιτέλους η ημέρα της εκδρομής είχε φτάσει! Η Θεοδώρα, η Σουζάνα και ο Δημήτρης περίμεναν το μικρό λεωφορείο του κυρίου Πέτρου ο οποίος θα ήταν οδηγός τους και ο συνοδός τους σε αυτή την ανοιξιάτικη εκδρομή στο δάσος των νεράιδων.
Αφού άφησαν πίσω τους την πόλη άρχισαν να κατευθύνονται προς την εξοχή. Σε όλη τη διαδρομή παρατηρούσαν το καταπράσινο τοπίο.
Μετά από λίγες ώρες δρόμου είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Το δάσος ήταν γεμάτο σκιουράκια που έπαιζαν πάνω στις βελανιδιές. Τα παιδιά σαν κοίταξαν ολόγυρα ένιωσαν την καρδιά τους να γεμίζει από χαρά. Τρέχαν από δω, πηδούσαν από κει και κάθε τους βήμα ήταν μια καινούργια ανακάλυψη.
Όλα πήγαιναν μία χαρά μέχρι που ήρθε η ώρα να στήσουν τη σκηνή τους.
Ξαφνικά όλος εκείνος ο ενθουσιασμός για την φύση εξαφανίστηκε, μια γκρίνια επικρατούσε τώρα μεταξύ τους.
-Μην βάζεις έτσι τον πάσσαλο, φώναξε η Θεοδώρα.
- Έτσι που το κάνεις θα πέσει αμέσως η σκηνή, γκρίνιαξε ο Δημήτρης.
- Τίποτα δεν ξέρετε να κάνετε σωστά, είπε θυμωμένη η Σουζάνα.
Οι δυνατές φωνές τους ξεσήκωσαν όλο το δάσος. Εκείνη τη στιγμή η Θεοδώρα είδε τα πουλιά να φεύγουν τρομαγμένα και αισθάνθηκε πολύ άσχημα. Έτσι αποφάσισε να απομακρυνθεί από τον καυγά και να μείνει για λίγο μόνη της, αφού έκατσε στον κορμό ενός δέντρου, έκλεισε τα ματάκια της και έκανε μία ευχή.
«Εύχομαι η εκδρομή μας να γεμίσει μόνο με όμορφες στιγμές χωρίς άλλους καβγάδες» είπε και μόλις ξανά άνοιξε τα μάτια της αντίκρισε τρεις μικρές νεράιδες με τα ραβδάκια τους να στεκόταν ακριβώς μπροστά της.
-Είστε αληθινές νεράιδες ή με γελούν τα μάτια μου; τις ρώτησε έκπληκτη.
Αμέσως τότε οι τρεις νεράιδες της συστήθηκαν μία μία...
- Εγώ είμαι η Ευγενία η νεράιδα της ευγένειας, είπε η πρώτη νεράιδα.
- Εγώ είμαι η Χαρά, η νεράιδα των βιβλίων, είπε η δεύτερη νεράιδα.
- Εγώ είμαι η Αγάπη η νεράιδα της αγάπης, είπε και η τρίτη νεράιδα.
-Ακούσαμε την ευχή σου και ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε, όμως θα πρέπει να κρατήσεις μυστικό ότι μας είδες εδώ και θα δεις ότι όλα θα πάνε μία χαρά, είπαν μια φωνή και εξαφανίστηκαν!
Η Θεοδώρα αφού σκούπισε τα ματάκια της, χαμογέλασε και ξαναγύρισε στο σημείο της κατασκήνωσης. Δυστυχώς όμως ο Δημήτρη και η Σουζάνα δεν είχαν σταματήσει να τσακώνονται!
Κάποια φύλλα των δέντρων κουνήθηκαν εκείνη την ώρα, η νεράιδα Ευγενία ήταν κρυμμένη εκεί ψηλά, κρατώντας το ραβδάκι της έμοιαζε κάτι ψιθυρίζει...
«Με ένα συγνώμη αληθινό θα διώξω τα άσχημα λόγια στο λεπτό».
Το Ευγενικό ξόρκι της νεράιδας πέτυχε! Τα δύο παιδιά είχαν μετανιώσει για την συμπεριφορά τους και αμέσως ζήτησαν συγνώμη ο ένας τον άλλον.
Χαρούμενα πια, πήραν στα χέρια τους τα καλαθάκια για μαζέψουν βατόμουρα, μα δεν πρόλαβαν, γιατί άρχισε να ψιχαλίζει!
«Αχ όχι!» είπαν και οι τρεις με μια φωνή και τρέξανε να μπούνε μέσα στη σκηνή. Αφού άναψαν τους φακούς, φάνηκαν τα θλιμμένα προσωπάκια τους.
Μαζί με τα παιδιά είχε τρυπώσει μέσα στη σκηνή και μια μικρή πυγολαμπίδα· η Θεοδώρα σαν κοίταξε καλύτερα είδε ότι ήταν η νεράιδα Χαρά, που έμοιασε κάτι να ψιθυρίζει...
«Μ' ένα βιβλίο παιδικό θα διώξω την θλίψη στο λεπτό».
Το μαγικό ξόρκι της νεράιδας πέτυχε, γιατί μόλις εξαφανίστηκε είχε αφήσει πίσω της ένα παραμυθάκι.
«Νομίζω ότι υπάρχει ένα βιβλίο εκεί στην άκρη» είπε και έστρεψε το φως του φακού της επάνω στο εξώφυλλο.
Η ζωγραφιά του ήταν εντυπωσιακή! Στο κέντρο της υπήρχε ένα μικρό αγόρι καβάλα πάνω σε μια κατάσπαρτη χήνα που ταξίδευαν ψηλά στον ουρανό παρέα με άλλες αγριόχηνες.
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν και ένας-ένας με την σειρά άρχισαν να διαβάζουν τις σελίδες του.
Το περιπετειώδες ταξίδι του μικρού αγοριού ήταν μια υπέροχη ιστορία που ταξίδεψε την φαντασία των παιδιών σ' ένα κόσμο αγωνίας αλλά και ξενοιασιάς.
Απ' ότι φαίνεται το βιβλίο αποδείχτηκε η καλύτερη παρέα όση ώρα καθόντουσαν μέσα στην σκηνή, ώσπου σιγά-σιγά σταμάτησε να βρέχει.
Το έδαφος ήταν ακόμα βρεγμένο και ο Δημήτρης γλίστρησε καθώς έβγαινε μέσα από την σκηνή. Πεσμένος κάτω ο καημένος έκλαιγε και φώναζε· «Αχ πονάει το πόδι μου».
Οι φίλοι του χωρίς να χάνουν χρόνο, έτρεξαν να φέρουν το κουτί πρώτων βοηθειών και λίγο πάγο για το πρήξιμο.
Μα τελικά δεν χρειάστηκε ούτε το κουτί πρώτων βοηθειών, ούτε ο πάγος γιατί το μικρό αγόρι σταμάτησε να κλαίει και σηκώθηκε όρθιος, δεν πονούσε πια!
Από εκείνη την ώρα δεν ξανά συνέβη τίποτα δυσάρεστο και τα τρία παιδάκια κατάφεραν να περάσουν πολύ όμορφα. Σιγά-σιγά άρχισε να νυχτώνει και η εκδρομή τους έφτασε στο τέλος.
Η Θεοδώρα αφού μάζεψε τα πράγματά της, επέστρεψε στο σημείο που είχε συναντήσει τις τρεις νεράιδες. Έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω και τις ευχαρίστησε όλες, μία-μία ξεχωριστά.
Τότε η νεράιδα της αγάπη την πλησίασε και της είπε:
«Είστε και οι τρεις πολύ καλά παιδάκια και αυτό σημαίνει ότι έχετε αγάπη μέσα στην καρδιά σας. Εγώ δεν χρειάστηκε να κάνω τίποτα, το ποδαράκι του Δημήτρη γιατρεύτηκε με την μαγεία της δικής σας αγάπης».
Εκείνη τη στιγμή η Θεοδώρα αισθάνθηκε σαν αληθινή νεράιδα, κατάλαβε ότι τα μαγικά συστατικά της καλοπέρασης είναι η ευγένεια, η αγάπη και έναν καλό βιβλίο!
Θεοδώρα Κάτανα
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki