Ελευθερίας Εμμανουηλίδου
Πριν χρόνια σε ένα όμορφο δάσος ζούσε η γλυκιά Τζίντζερ. Ήταν ένα γλυκό γκρι κουνελάκι που έμενε με την μαμά της την κυρία κουνέλα και τον μπαμπά της τον κύριο κούνελο. Τα βράδια παρέα με την αγαπημένη της λιχουδιά τα γλειφιτζούρια σκεφτόταν ότι ανακάλυπτε ένα μεγάλο μυστήριο και ο κόσμος την θαύμαζε. Τις ελεύθερες ώρες της, όταν δεν είχε σχολείο πήγαινε στο δάσος για εξερεύνηση. Η μακριά πράσινη καπαρντίνα με σηκωμένο τον γιακά, το κίτρινο καπέλο και το πορτοκαλί φουλάρι στον λαιμό με την αγαπημένη της καρφίτσα ταίριαζε απόλυτα σε μία μελλοντική ντετέκτιβ. Φυσικά δεν έλειπαν και τα μεγάλα μαύρα γυαλιά για να μην την αναγνωρίζει κανείς. Eσείς άραγε θα την αναγνωρίζατε; Μόνο αν έτρεχε, γιατί τότε θα καταλαβαίνατε ότι είδε σκουλήκια, κάτι που σιχαινόταν.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο κλάπηκε η ξύστρα από το σκιουράκι. Κανείς δεν ήξερε τί συμβαίνει και όλοι ήταν αναστατωμένοι.
«Αν δεν ομολογήσει ποιος έκλεψε την ξύστρα σε τρεις ημέρες θα τιμωρηθεί όλη η τάξη» είπε η δασκάλα ελαφίνα και χτύπησε το χέρι της στην έδρα. Τα ζωάκια ψιθύριζαν μεταξύ τους ενώ το σκιουράκι έκλαιγε και ήταν απαρηγόρητο.
«Κυρία μπορούμε να μαζέψουμε στοιχεία και να ανακαλύψουμε τον ένοχο» είπε διστακτικά η Τζίντζερ.
«Δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα. Θα μείνει για πάντα ένα μυστήριο».
Η Τζίντζερ όμως δεν το έβαλε κάτω. Στο διάλειμμα του μαθήματος ζήτησε βοήθεια από τον καλό της φίλο το Μάικ ένα λυκάκι και την Τέρυ την μαϊμουδίτσα.
«Πιστεύω ότι ύποπτος είναι ο ασβός» είπε σοβαρή.
«Ναι αυτός, μυρίζει συνέχεια και είναι κακός μαθητής» φώναξαν τα ζωάκια. Πλησίασαν το θρανίο του και άνοιξαν την τσάντα του. Προς έκπληξη όλων δεν βρέθηκε τίποτα.
«Πρέπει να μπούμε κρυφά στο σχολείο» ψιθύρισε και βγήκε από την τάξη. Το βράδυ συναντήθηκαν όλοι μαζί.
«Θα μπούμε από το μικρό παραθυράκι» είπε η Τζίντζερ κι έδωσε από έναν φακό στον καθένα».
Μπήκαν στο σχολείο και ξεκίνησαν την εξερεύνηση. Πρώτα πήγαν στο γραφείο της διευθύντριας.
«Να η ντουλάπα. Όμως έχει κλειδαριά» είπε η μαϊμουδίτσα κι έξυσε το κεφάλι της. Η Τζίντζερ έβγαλε την καρφίτσα από το κασκόλ της. Με ευκολία άνοιξε την κλειδαριά. Όμως είχε μόνο φακέλους.
Η νύχτα βρήκε την Τζίντερ προβληματισμένη. Το επόμενο πρωινό βρήκε στην τσάντα της ένα σημείωμα.
Το μυστικό βρίσκεται στο δέντρο του σχολείου.
«Κάποιος μου έβαλε το σημείωμα για να με βοηθήσει» μουρμούρισε κι έτρεξε να πει τα νέα στους βοηθούς της.
Περίμεναν όλοι να μπουν στην τάξη και πήγαν κρυφά στο δέντρο.
«Είσαι η μόνη που μπορείς να μας βοηθήσεις τώρα» κοίταξε την μαϊμουδίτσα μέσα από τα γυαλιά. Η Τέρυ με ένα πήδημα ανέβηκε στο δέντρο κι έψαξε κάθε κλαδί του.
«Δεν υπάρχει τίποτα» φώναξε απογοητευμένη.
«Κάποιος θέλει να μας μπερδέψει» είπε η Τζίντζερ και έπιασε το πιγούνι της. Το πρωινό συνεχίστηκε με τους τρεις φίλους να ψάχνουν σε όλο το σχολείο καθώς ο χρόνος τους πίεζε.
Από δίπλα τους πέρασε το παπάκι. Έτρωγε ένα λαχταριστό γλειφιτζούρι. Η Τζίντζερ το κοίταξε με λαχτάρα και χωρίς σκέψη φώναξε:
«Μήπως έχεις και για μένα;» Εκείνο με χαμόγελο της έδωσε ένα και το μικρό κουνελάκι το καταβρόχθισε μέσα σε λίγα λεπτά.
«Κοιτάξτε, ξύσματα από μολύβι, ας τα ακολουθήσουμε» έδειξε με το χέρι της η Τζίντζερ. Τα ξύσματα οδηγούσαν στο υπόγειο σε μία παλιά σιδερένια πόρτα. Προσπάθησαν πολύ μέχρι να την ανοίξουν και στο τέλος τα κατάφεραν.
«Σκουλήκια!» φώναξε η Τζίντζερ κι έτρεξε πανικόβλητη. Από πίσω της την ακολούθησαν και οι υπόλοιποι.
«Κάποιος παίζει μαζί μας » είπε λαχανιασμένη. Το βράδυ κρύφτηκαν πίσω από ένα παλιό σπίτι απέναντι από το σχολείο για να δουν ποιος θα πάει. Οι ώρες περνούσαν και το λυκάκι αποκοιμήθηκε, η μαϊμού έξυνε το κεφάλι της και η Τζίντζερ με τα μαύρα γυαλιά παρακολουθούσε.
«Κάποιος έρχεται» ψιθύρισε και ανασηκώθηκαν όλοι. Το σκοτάδι δεν τους άφηνε να δουν καθαρά ποιος ερχόταν. Πήγε στο πίσω μέρος τους σχολείου. Έτρεξαν και τον είδαν να προσπαθεί να μπει από μια τρύπα στην πίσω.
«Ακίνητος! Κλέφτη της ξύστρας, σε πιάσαμε» φώναξαν και φώτισαν το με τους φακούς το πρόσωπο του.
«Παπάκι εσύ;» είπαν με μια φωνή. Το παπάκι δεν είχε άλλη επιλογή και παραδέχτηκε ότι εκείνο το έκανε.
«Γιατί το έκανες αυτό;» το ρώτησε η Τζίντζερ.
«Πριν μέρες ζήτησα ένα μολύβι από τον σκίουρο. Είπε ότι δεν είχε κι άρχισε να με κορόιδευε. Ήθελα να τον εκδικηθώ».
«Λυπάμαι αλλά πρέπει να σε παραδώσω στην κυρία» είπε η Τζίντζερ. Την επόμενη μέρα η δασκάλα έμεινε έκπληκτη με τις ικανότητες της Τζίντζερ.
«Μπράβο μικρή μου είσαι πραγματική ντετέκτιβ». Η Τζίνζτερ περήφανη ευχαρίστησε τους βοηθούς της με μια αγκαλιά. Από εκείνη την ημέρα κανείς δεν έκλεψε ξανά. Γιατί ήξεραν ότι η ντετέκτιβ Τζίντζερ, το κουνελάκι, θα βρει την λύση όποια κι αν είναι αυτή.
Ελευθερία Εμμανουηλίδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki