Μαρίας Μιχαλούδη
Τα παραμύθια είναι οι μαγικοί μας καθρέφτες
Κεφάλαιο 1
Στην βιβλιοθήκη του Μπούκβιλ όπου ξετυλίγεται η ιστορία μας.
Το κτίριο της κεντρικής βιβλιοθήκης του Μπούκβιλ -ένα κλασικό μέγαρο της εποχής του μπαρόκ- απλωνόταν μεγαλόπρεπα σ’ ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, καταλαμβάνοντας με τον σκιερό του όγκο την καρδιά της παλιάς ιστορικής πόλης.
Στην είσοδο, ακριβώς στο τέλος της μαρμάρινης σκάλας, υπήρχε ένα θεόρατο κυλινδρικό γλυπτό, φτιαγμένο από εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Ο ογκώδης κύλινδρος, άρχιζε από το πάτωμα, που ήταν το πλατύσκαλο της κορυφής της σκάλας κι έφτανε ως την οροφή του κτιρίου, που εκτεινόταν αρκετά πατώματα ψηλότερα. Για να καταφέρεις να το δεις ολόκληρο, έπρεπε να βρίσκεσαι σε αρκετή απόσταση και η είσοδος της βιβλιοθήκης, ήταν μια καλή οπτική γωνία.
Από 'κει, το έβλεπε κανείς, αμέσως, μόλις άνοιγε την βαριά πόρτα με τις ξυλόγλυπτες παραστάσεις. Στην κορυφή, επάνω από τον χρυσό θυρεό με την ζωγραφική αναπαράσταση της μυθολογικής σφίγγας, έγραφε στα αρχαία ελληνικά: «Γνώθι Σαυτόν» και στην Λυδία, φάνηκε κάπως παράταιρο, ίσως και να την απογοήτευσε, λιγάκι. Στην πραγματικότητα, περίμενε, κάτι πιο βαρύγδουπο, όπως το «Άρατε άρατε τας πύλας» (της γνώσης…) ή τουλάχιστον περισσότερο αινιγματικό, σαν το «Μη μου τους κύκλους τάραττε» ή έστω το «Ερευνάτε τας γραφάς», θρησκευτικό κι αυτό, αλλά, αν επεκτείνεις το νόημά του; «Σε βιβλιοθήκη βρισκόμαστε στο κάτω-κάτω της γραφής!» μονολόγησε. Ή πάλι, το λατινικό «Carpe diem», που είχε μάθει πρόσφατα στο σχολείο. Αυτή η λιτή επιγραφή ήταν παράξενη. Τι να σήμαινε άραγε; Η Λυδία ανασήκωσε τους ώμους μ’ απορία. Φυσικά, ήξερε να το μεταφράσει, όπως ήξερε και τον εαυτό της. Ήταν αυτή, η Λυδία, με την μόνιμη μακριά ξανθοκόκκινη πλεξούδα, τις φακίδες και τα κοκκαλιάρικα πόδια που όλοι κορόιδευαν, τα στρόγγυλα συρμάτινα γυαλιά και τα πολύχρωμα σιδεράκια, που έκρυβε, αδέξια, βάζοντας μπροστά το χέρι της όταν γελούσε, έχοντας πάντα χωμένη την μύτη της σε κάποιο βιβλίο. Γι’ αυτό κι η απορία της σχετικά με την επιγραφή, ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Είχε φάει ολόκληρο το απόγευμα, από την ώρα που έφτασε στην πόλη, να ψάχνει αυτό το περίφημο… βιβλιογλυπτό που της είχε συστήσει να δει η νονά της!
Από την στιγμή που τακτοποίησε τα πράγματά της στο γραφικό ξενοδοχειάκι, στην πλατεία ταχυδρομείου, καθόταν στα καρφιά. Έτσι, σύντομα, εγκατέλειψε τους υπόλοιπους συμμαθητές της από την σχολική εκδρομή κι εξαφανίστηκε βιαστικά, μονάχα με το χάρτη της, υπό μάλης -φύλαγε τα ρούχα σου- και βέβαια, το κινητό της, ντυμένη ζεστά, πετώντας ένα λακωνικό «γεια χαρά, τα λέμε αργότερα», στις εμβρόντητες καινούριες συμμαθήτριές της, που ήταν, ακόμη, ζαλισμένες από την ταλαιπωρία του πολύωρου ταξιδιού.
Ένα δυνατό παγωμένο χαστούκι από έναν αφηνιασμένο άνεμο, προτού καλά-καλά προλάβει να βάλει τα γάντια της, αντί να την πτοήσει, της έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση. Ήταν σαν να την προκαλούσε και να την προσκαλούσε μαζί να βγει στην κρύα πόλη, αφήνοντας την αποχαυνωτική θαλπωρή του ξενοδοχείου. Είχε αρχίσει να πέφτει ένα σπυρωτό χιόνι που σε μαστίγωνε, έτσι όπως το ’φερνε ο αέρας σε ριπές.
Πέρασε την πέτρινη γέφυρα με τα βλοσυρά αγάλματα των βασιλιάδων και τα συνοφρυωμένα βλέμματα των ποιητών -που ένωνε τα δύο τμήματα της παλιάς πόλης- χωρίς να καθυστερήσει καθόλου, ακούγοντας τις αυτοσχέδιες μπάντες της γέφυρας σαν μακρινές σειρήνες, Μότσαρτ και μελωδίες τζαζ, ανακατεμένες. Διέσχισε πλατείες μεγάλες και μικρές, το παλιό ρολόι της εκκλησίας των Αγίων Πάντων, με τους δώδεκα Αγίους, που συγκέντρωνε τον κόσμο, την κάθε ώρα που σήμαινε, για να θαυμάσουν τα φημισμένα περίτεχνα γλυπτά του που κινούνταν, πάρκα που την άνοιξη θα πρέπει να ήταν καταπράσινα, μα τώρα έστεκαν σιωπηλά και λευκά από το αφράτο χιόνι που τα σκέπαζε σαν φρέσκο ποπ κορν, το ολοστρόγγυλο κτίριο του αστεροσκοπείου, το κρυστάλλινο παλάτι των εκθέσεων, την σχολή Καλών Τεχνών και το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο, στενά δρομάκια γεμάτα με μαγαζιά κάθε είδους και μια σιδερένια πύλη, μα τίποτα. Κανείς δεν μιλούσε την γλώσσα της εκεί, αλλά και καμιά άλλη γλώσσα, εκτός από την τοπική διάλεκτο που ήταν ιδιόρρυθμη, κάτι ανάμεσα σε λατινικά και μια άλλη γλώσσα που η Λυδία αγνοούσε και ήταν αδύνατο να συνεννοηθεί. Απελπισμένη, σκέφτηκε πως ήταν μεγάλη ανοησία οι άνθρωποι να μιλούν τόσες πολλές άγνωστες γλώσσες που τους εμπόδιζαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει για τα καλά. Κάθε τρεις και λίγο συμβουλευόταν τον χάρτη της, που τον εμπιστευόταν καλύτερα από το κινητό της. Ανά πάσα στιγμή ήξερε σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόταν, αλλά όχι και που ήταν αυτό το αναθεματισμένο το γλυπτό. Πουθενά δεν έγραφε κάτι γι’ αυτό. Ούτε στον χάρτη ούτε στον οδηγό που είχε μαζί της. Τα φώτα του δρόμου είχαν ανάψει, πια.
Μια δυο φορές, έπιασε τον εαυτό της να χαζεύει μπροστά στην βιτρίνα κάποιου μαγαζιού, κοιτάζοντας έξω από το θαμπό τζάμι τις ξύλινες μαριονέτες, τα χρωματιστά κεραμικά και τις ασημένιες αντανακλάσεις στα κρύσταλλα. Τα χνώτα της, ήταν πυκνά, σαν άσπρος καπνός πάνω στο γυαλί. Προσπέρασε το μέγαρο της όπερας, το μουσείο της φυσικής ιστορίας, το στενάκι των αλχημιστών, τα εργαστήρια με τις μάσκες και τα παλαιοπωλεία με τις σκονισμένες γκραβούρες και τις σκουριασμένες γραφομηχανές. Τριγυρνούσε στο «ζαχαρωτό χωριό» με τους υπαίθριους πάγκους και τις θαυμαστές πραμάτειες, καθώς πλησίαζαν Χριστούγεννα, δίπλα στις όχθες του ποταμού, όταν ο παγωμένος αέρας, που στα μέρη της έλεγαν πως «ξυρίζει», της πήρε τον χάρτη και τον πέταξε στο αφρισμένο ποτάμι.
Κόντευε να νυχτώσει, κι είχε αρχίσει να πέφτει μια ομίχλη σα πέπλος. Το κίτρινο φως από τα φανάρια του δρόμου, φαινόταν αχνά. Μια παρέα από νεαρούς τουρίστες την προσπέρασε τραγουδώντας έναν εύθυμο σκοπό σε μια παράξενη γλώσσα.
Ήταν αποκαμωμένη, πια κι αναρωτιόταν που να βρισκόταν, τελικά, αυτό το περίεργο γλυπτό με τα βιβλία κι άρχισε να αμφιβάλλει αν όντως υπήρχε, όταν περνώντας το σιδερένιο κιγκλίδωμα μιας ακόμη πύλης, σχεδόν τυχαία, βρέθηκε σε μια εσωτερική αυλή κι από κει, επιτέλους, μπροστά σ’ αυτό που αναζητούσε.
«Θεούλη μου, είναι θεόρατο και υπέροχο!» σκέφτηκε δαγκώνοντας τα χείλια της, για να μην φωνάξει από θαυμασμό και συγκίνηση. Μπροστά σ’ αυτόν τον απίστευτο ογκόλιθο της γνώσης, δεν μπορούσες παρά να νιώσεις δέος. Το γλυπτό σαν σύλληψη κι εκτέλεση ήταν πραγματικά, εμπνευσμένο! Ο κύλινδρος έμοιαζε να την κοιτάζει ειρωνικά… Η Λυδία ένιωσε πολύ πιο μικρή από το μπόι της.
«Η βιβλιοθήκη θα κλείσει σε επτά λεπτά», της έκανε νόημα μετρώντας με τα δάχτυλα ο φύλακας που στεκόταν στην είσοδο, δείχνοντάς της το εκκρεμές στην κορυφή της σκάλας.
Η Λυδία του έγνεψε πως το κατάλαβε καλά κι ένωσε τα χέρια της σε μια παρακλητική στάση. Είχε κάνει τόσο κόπο να φτάσει ως εδώ, δεν θα τα παρατούσε τώρα, είπε μέσα της. Ο φύλακας χαμογέλασε ευγενικά, αποκαλύπτοντας τα χαλασμένα του δόντια που κροτάλισαν, αλλά στην Λυδία φάνηκαν σιδερένια και παραμέρισε για την αφήσει να περάσει με μια μικρή υπόκλιση, υπενθυμίζοντάς της πάλι, με τα δάχτυλα που τώρα είχαν γίνει έξι, τα λεπτά που απέμεναν.
Ανεβαίνοντας τις σκάλες ευλαβικά σχεδόν, εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, η Λυδία ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, μπροστά σ’ αυτή την ασύλληπτα συγκεντρωμένη σοφία.
Μια μουσική υπόκρουση, «από άρπα;» σ’ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, συνόδευε διακριτικά την είσοδό της. Ή μήπως ήταν η ιδέα της; Στ’ αυτιά της βούιζε ένα άγριο λεφούσι μέλισσες, από την ταραχή. Τα πόδια της έτρεμαν. Δεν ήξερε αν ήταν απ’ το κρύο, την κούραση ή την ένταση της στιγμής.
Είχε δίκιο η νονά της, σκέφτηκε, για άλλη μια φορά, που της είχε ζητήσει να της υποσχεθεί, πως όταν θα έφθανε στο Μπούκβιλ, το πρώτο πράγμα που θα έκανε θα ήταν να επισκεφτεί αυτό τα παράξενο γλυπτό, που ως τότε αγνοούσε και που στην πραγματικότητα, δεν ήξερε καν αν υπήρχε. Η νονά της ήταν πάντα τόσο παράξενη… Της το είχε υποσχεθεί όμως, και τώρα που εκείνη δεν ήταν πια κοντά της, αισθανόταν πως έπρεπε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή της.
Έβγαλε το σκούφο και το μπουφάν της που είχαν ασπρίσει από το χιόνι και τα κράτησε στα χέρια. Ερχόταν από πολύ μακριά, από μια χώρα του νότου που έμοιαζε με μεγάλο χταπόδι, που έβρεχε τα πλοκάμια του στη θάλασσα και το κρύο, εδώ, δεν αστειευόταν. Ωστόσο, στη βιβλιοθήκη εκείνη την ώρα έκανε ζέστη και τα γυαλιά της θόλωσαν απότομα, μόλις μπήκε μέσα. Αόρατες γυάλινες πόρτες χώριζαν σαν παραπέτασμα το γλυπτό, από τις αίθουσες με τα αναγνωστήρια στο βάθος.
Ο βιβλιοκύλινδρος ορθωνόταν εκεί μπροστά της πελώριος, θεοτικός, πολύχρωμος, χτισμένος από τις ράχες των βιβλίων, αγέρωχος σαν πύργος. Ένα προπύργιο γνώσης, ένας θεματοφύλακας καλά κρυμμένων μυστικών περασμάτων, αδιαπέραστος για την ώρα. Η Λυδία αισθάνθηκε ένα ρίγος να διαπερνάει την ραχοκοκαλιά της, σαν το φίδι που σέρνεται με αστραπιαία ταχύτητα πάνω στο υγρό χόρτο. Και πάλι, δεν ήξερε να πει αν ήταν από το κρύο που είχε φάει όλο εκείνο το απόγευμα, που έψαχνε για το βιβλιογλυπτό ή από τον κόμπο στον λαιμό της.
Ξαφνικά, οι αόρατες γυάλινες πόρτες άνοιξαν και ένας ολόκληρος ανθρώπινος συρφετός ξεχύθηκε από μέσα. Νέοι και νέες, κυρίως μαθητές και φοιτητές, κατέβαιναν βιαστικά τις σκάλες, φορώντας τσάντες με μακριά λουριά περασμένες διαγωνίως στην πλάτη τους. Ένα ζωηρό και πολύβουο πλήθος που έμοιαζε, πιο πολύ, να βγαίνει από κάποια συναυλία. Κάπου-κάπου, ένας ηλικιωμένος καθηγητής, προσπαθώντας μάταια να φορέσει το παλτό του, σταματούσε για να μιλήσει στην άγνωστη γλώσσα, με άλλους συναδέλφους του, στριμωγμένος από τη νεολαία που βιαζόταν και παρασυρόταν σπρωγμένος από το πλήθος, παρά τη θέλησή του, χωρίς να προλάβει καν να τους αποχαιρετήσει.
Παρ’ όλη την απρόσμενη κίνηση, η Λυδία έβαλε τα δυνατά της να κάνει μια βόλτα γύρω από το γλυπτό, που η διάμετρός του ήταν πολλά μέτρα, για να το περιεργαστεί. Έπειτα σταμάτησε, ξανά, στην πρόσοψη, όπου μια εντυπωσιακά μεγάλη σχισμή, έχασκε ίδια με μισάνοιχτο στόμα ή καλύτερα σαν φερμουάρ που δεν κατάφερε ποτέ να ανοίξει μέχρι πάνω, αφού κατέβαινε κάθετα στο ανοιχτό πουκάμισο του κυλίνδρου.
Η Λυδία κοίταξε μέσα. Τα βιβλία έδιναν την εντύπωση μικρών άσπρων και στέρεων τούβλων, έτσι όπως φαινόταν μονάχα οι σελίδες τους. Στο εσωτερικό του ο κύλινδρος, ήταν κούφιος κι αναπάντεχα ομοιογενής χρωματικά.
Ετοιμαζόταν να φύγει, όταν ξαφνικά, ένας νεαρός από τους αναγνώστες της βιβλιοθήκης, της έκανε νόημα να κοιτάξει μέσα και κάτω, στο βάθος του γλυπτού κι η Λυδία υπάκουσε. Τι μπορούσε να μην είχε δει, ακόμη;
«Ω, Θεούλη μου»! φώναξε. «Ο πυθμένας είναι ένας καθρέφτης!»
Πραγματικά, ο πάτος του κυλίνδρου ήταν ένα πελώριο σκοτεινό στρογγυλό κάτοπτρο. Σκύβοντας μέσα στον κύλινδρο από την μισάνοιχτη οπή, καθρεφτιζόσουν εκεί, μαζί με όλο το βάθος της απύθμενης γνώσης όλων των αιώνων! Ένας ιλιγγιώδης στρόβιλος από βιβλία, αντικατόπτριζε την άβυσσο της μάθησης, της σοφίας.
Η Λυδία ένιωσε μια παράξενη σκοτοδίνη. Μια ξαφνική ζάλη κι ένα απότομο σπρώξιμο, ήταν αρκετά για να την ρίξουν μέσα στο «πηγάδι» της γνώσης. Τα πόδια της που στέκονταν στις μύτες λύγισαν και στην στιγμή βρέθηκε μέσα.
«Λυδίααααααα!» ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε από τον έξω κόσμο.
Κάποιος καλούσε το όνομά της ξανά και ξανά κι η φωνή που ακουγόταν, παρόλο τον θόρυβο σαν μέσα από νερό, υπόκωφα, ήταν περίεργα οικεία…
Ο καθρέφτης έσπασε μεμιάς σε χιλιάδες μικρά θραύσματα, που το καθένα τους αντανακλούσε όλα τα βιβλία μαζί. Στην αρχή η Λυδία άκουγε, για λίγο ακόμα τις φωνές από τη βιβλιοθήκη, σαν να ερχόταν από πολύ μακριά, λες κι αυτή η πτώση της την είχε απομονώσει από τον υπόλοιπο κόσμο.
Κι έπειτα… έπειτα άρχισε να πέφτει, να πέφτει κι ολοένα να πέφτει, σαν να είχε ανοίξει το πιο βαθύ λαγούμι και να την κατάπινε αργά-αργά, λες κι ήταν η Αλίκη στην χώρα των Θαυμάτων που βυθιζόταν χαμένη στην κουνελότρυπα…
Αυτή ήταν η τελευταία της σκέψη και πρέπει να της φάνηκε χρήσιμη μάλλον, γιατί κατάφερε να πιαστεί, τελικά, καθώς έπεφτε από ένα βιβλίο που προεξείχε από τη θέση του. Το βιβλίο άνοιξε διάπλατα σαν δίφυλλο παράθυρο κι έξαφνα ένα χέρι βγήκε από μέσα κι άρπαξε το δικό της.
«Ένα χέρι για να κρατηθώ», σκέφτηκε η Λυδία. Το χέρι βγαλμένο από το πουθενά, σταμάτησε το ατελείωτο γλίστρημα. Η Λυδία κρατούσε γερά το χέρι που της έτεινε η κοπελίτσα δίπλα της…
Μαρία Μιχαλούδη
Τα μεγάλα σε έκταση κείμενα είναι δύσκολο να αναγνωστούν διαδικτυακά. Παραπάνω, μπορείτε να διαβάστε ένα απόσπασμα -το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki