Φαίης Χατζηαντωνίου
Δύο καιρούς και μια φορά, σε μια ήσυχη γειτονιά ζούσε ένας παράξενος γέρος άντρας. Ήταν αδύνατος, ασπρομάλλης και περπατούσε πάντα κάπως σκυφτός. Το πρόσωπο του είχε πολύ βαθιές ρυτίδες που τον έκαναν να μοιάζει κατσούφη.
Φορούσε πάντα σχεδόν σκούρα ρούχα και δεν έφευγε ποτέ από το σπίτι.
Οι γείτονες δεν πλησίαζαν το σπίτι του. Αγαπούσε ιδιαίτερα την ησυχία και μάλλον είχε αλλεργία στα παιδιά, τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι περισσότεροι κάτοικοι της ήσυχης γειτονιάς. Τα απογεύματα, τα στενά δρομάκια γέμιζαν παιδιά που με τις φωνές, τα παιχνίδια και τις μπάλες τους ξεσήκωναν τον τόπο. Ένα απόγευμα του φθινοπώρου όμως, η παρέα των ζωηρών παιδιών έμεινε να κοιτάζει με τρόμο το μικρό σπίτι του Μπάρμπα-Ευτύχιου.
Η μπάλα τους όχι μόνο είχε μπει στην μικρή αυλή του παράξενου γέρου, αλλά είχε χτυπήσει με δύναμη πάνω στην πόρτα του. Ήταν ζήτημα λίγων λεπτών να ανοίξει η πόρτα και να τους κυνηγήσει με την τεράστια μαγκούρα του ο Μπάρμπα-Ευτύχιος .
Έτσι αφού δεν έβγαλαν άκρη για το ποιος έφταιγε και ποιος έπρεπε να πάει ως εκεί και να την πάρει, αποφάσισαν να στείλουν τον πιο μικρό και χαριτωμένο της παρέας.
Είχαν την ελπίδα πως δεν θα πείραζε ένα τόσο μικρό και αθώο παιδί. Ο Θανασάκης, ήταν δεν ήταν πέντε χρονών. Αν ήθελε να είναι μέλος της παρέας τους, τότε είχε έρθει η ώρα να τους το αποδείξει.
Περπατούσε αργά και διστακτικά προς την πόρτα και κάθε τόσο γύριζε και τους κοιτούσε. Τα παιδιά του έκαναν νοήματα με τα χέρια τους να συνεχίσει. Έτσι φτάνοντας στην πόρτα του γέρου, έσκυψε να πιάσει την μπάλα που είχε σταθεί ακριβώς στο κατώφλι της εισόδου. Ακριβώς την στιγμή που ο μικρούλης ακουμπούσε την μπάλα, ακούστηκε ένα τρομερό τρίξιμο και η πόρτα άνοιξε. Το παιδάκι, τρομοκρατημένο από όσα είχε ακούσει έως τότε για τον κάτοικο του σπιτιού άρχισε να τσιρίζει και να κλαίει. Ο Μπάρμπα-Ευτύχιος τον κοιτούσε ανέκφραστος και ο μικρός, ακόμα πιο φοβισμένος έτρεξε κλαίγοντας στην μητέρα του.
Τα παιδιά μαζεύτηκαν στα σπίτια τους και η πόρτα του μικρού, πέτρινου σπιτιού έκλεισε ξανά ερμητικά. Λίγα λεπτά αργότερα οι μανάδες μαζεύτηκαν στον δρόμο, συζητώντας αναστατωμένες το περιστατικό. Αποφάσισαν λοιπόν να πάνε εκείνες να πάρουν την μπάλα. Ήταν πια καιρός να σταματήσει να τρομοκρατεί τα παιδιά τους, έτσι λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν ξανά την πόρτα του.
Ο ηλικιωμένος άντρας άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε ελαφρά για αφήσει χώρο να περάσουν οι γυναίκες δίχως όμως να πει κουβέντα. Το αναστατωμένο τσούρμο των γυναικών κοιταζόταν μεταξύ του χωρίς να ξέρουν πώς να αντιδράσουν.
«Καλησπέρα σας κύριε, είμαι η μητέρα του μικρού που έκλαιγε πριν λίγο στην πόρτα σας» είπε μια από τις γυναίκες.
»Θα ήθελα να μάθω τι ήταν αυτό που σας έκανε να φερθείτε τόσο άκαρδα σε ένα τόσο μικρό παιδί». Η μαμά του μικρού με την ερώτηση της αυτή έδωσε την σκυτάλη σε όλες τις υπόλοιπες να αρχίσουν να μιλούν σχεδόν ακατάπαυστα εκφράζοντας έντονα την αγανάκτηση τους για την συμπεριφορά του ηλικιωμένου άντρα.
Εκείνος για απάντηση άπλωσε το χέρι του προσκαλώντας τες να μπουν μέσα.
Λίγα λεπτά αργότερα η συζήτηση συνεχίστηκε στο σαλόνι του μικρού σπιτιού. Ο Μπάρμπα-Ευτύχιος άκουσε υπομονετικά όσα είχαν να του πουν οι αναστατωμένες γυναίκες. Πριν απαντήσει οτιδήποτε σηκώθηκε αργά από την θέση του και πήρε στα χέρια του ένα μεγάλο τετράδιο και ένα μολύβι. Έγραψε, «Δεν μπορώ να μιλήσω» και ακριβώς από κάτω τις ρώτησε γιατί πιστεύουν πως τρομοκρατεί τα παιδιά. Εκείνες λίγο πολύ του είπαν πως τα παιδιά των φοβούνται γιατί είναι πάντα ανέκφραστος. Οι ίδιες είχαν έως τώρα την ίδια εντύπωση καθώς δεν είχε ανταλλάξει ποτέ λέξη με κανέναν.
Μετά την αποκάλυψη πως ο Μπάρμπα-Ευτύχιος είχε δυσκολία με την ομιλία του οι γυναίκες άρχισαν να τον αντιμετωπίζουν πιο ζεστά και δεν δίστασαν να του πουν πως ανησυχούσαν για την διατροφή του καθώς δεν τον είχαν δει ποτέ να ψωνίζει τρόφιμα. Τότε ο κουρασμένος άντρας τις κάλεσε όλες στην κουζίνα του. Τις προέτρεψε να παίξουν ένα παιχνίδι μαζί του αλλά πριν τις παρακάλεσε να μην τρομάξουν με ότι δουν. Τότε εκείνος άνοιξε πολύ προσεκτικά ένα ντουλάπι μέσα στο οποίο υπήρχαν στοιβαγμένα πιάτα φαγητού σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Με ένα ρυθμικό χτύπημα των χεριών του τα πιάτα άρχισαν να αιωρούνται μέσα στο σπίτι. Οι γυναίκες γελούσαν σαν μικρά παιδιά, μην πιστεύοντας στα μάτια τους. Τότε ο Μπάρμπα- Ευτύχιος τους εξήγησε πως αν καταφέρουν να πιάσουν η κάθε μια από ένα πιάτο, τότε εκείνο θα γέμιζε με ότι λιχουδιά ήθελαν. Τα πιάτα γέμισαν λοιπόν με γλυκά και φαγητά και είχε έρθει η ώρα να μιλήσει πια ο παράξενος άντρας. Τους έγραψε ένα μέρος από την ιστορία της ζωής του.
«Όταν ήμουν τριάντα χρονών επισκέφτηκα τον άρρωστο τότε παππού μου. Λίγο πριν πεθάνει μου αποκάλυψε ένα τρομερό μυστικό. Ήμουν ο μοναδικός κληρονόμος του. Ο παππούς μου ο Ευτύχης, είχε κάποια ιδιαίτερα χαρίσματα όπως ίσως έχει ο κάθε ένας από εμάς. Πίστευε στις μαγικές στιγμές, πίστευε πως πίσω από κάθε όμορφη στιγμή μας υπήρχε μαγεία. Πίστευε στην αστείρευτη παιδικότητα και αρνιόταν πεισματικά να μεγαλώσει. Ήταν όμως και εξαιρετικός στο να μετατρέπει αντικείμενα.
»Έτσι λοιπόν μου άφησε σαν κληρονομιά ένα ψυχείο, ένα σερβίτσιο με πιάστα και ένα βγάζο. Το πρώτο μοιάζει εξωτερικά με ένα κοινό ψυγείο. Μόνο που κάθε φορά που ένας άνθρωπος φτάνει ως την πόρτα μου το εσωτερικό του γεμίζει με τρόφιμα που με κάνουν να καταλαβαίνω τις προθέσεις του επισκέπτη μου. Νωρίτερα όταν ο μικρούλης έφτασε στην πόρτα μου είχε γεμίσει γλειφιτζούρια και ζαχαρωτά. Μόνο που ήταν τυλιγμένα με μικρά αγκαθάκια. Υποθέτω πως ο μικρούλης με φοβάται. Το παράξενο σερβίτσιο μου δεν έχει πιάτα, αλλά πιάστα γιατί αν καταφέρεις να το πιάσεις εκείνο γεμίζει όπως είδατε με ότι τραβάει η όρεξη σου. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να ψωνίζω τρόφιμα. Το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω ήταν να χάσω την φωνή μου.
»Μάλλον ο παππούς μου το έκανε αυτό για να με προφυλάξει. Ήξερε εκ πείρας πως αν τα έλεγα όλα αυτά σε κάποιον δεν θα με πίστευε ποτέ αλλά πιθανών να μου δημιουργούσε και μεγαλύτερα προβλήματα.»
Η ώρα είχε περάσει πολύ και ήταν ώρα να τον χαιρετίσουν. Έτσι αφού τον ευχαρίστησαν για την συζήτηση και τα κεράσματα βγήκαν από το σπίτι του χαρούμενες. Εκείνος χαμογελούσε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.
Αισθανόταν ανακούφιση που είχε μοιραστεί την ιστορία του. Μια από τις μητέρες γύρισε προς το μέρος του και ρώτησε με περιέργεια μικρού παιδιού, «Το βγάζο όμως δεν μας είπατε τι είναι;» Τότε ο Μπάρμπα-Ευτύχιος μπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού του και επέστρεψε με ένα γυάλινο ανθοδοχείο στο χέρι και το τετράδιο του.
Έβαλε το χέρι του μέσα στο δοχείο και έβγαλε ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα.
Έδωσε ένα σε κάθε μια και έπειτα, σημείωσε στο χαρτί. «Το δικό μου δεν είναι βάζο, αλλά βγάζο» είπε και χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά.
Το επόμενο απόγευμα ο Μπάρμπα-Ευτύχης βγήκε στην αυλή του να πιει τον απογευματινό καφέ του και όταν η μπάλα κύλισε στην αυλή του, την κλώτσησε απαλά χαμογελώντας πίσω στα παιδιά.
Φαίη Χατζηαντωνίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki