Καίτης Παυλή
Ο Λούπυ στέκεται πολλή ώρα στην άκρη του βράχου κι αγναντεύει πέρα, εκεί που το βουνό χαμηλώνει και βρέχει τις ρίζες του στο ποτάμι.
Ο Λούπυ είναι κιόλας τεσσάρων μηνών και σταμάτησε να θηλάζει τη μάνα του, τη Λουκίνα. Μαζί με τα δυο συνομήλικα αδέρφια του, τη Μαριλού και το Λάκη, κόβουν τις πρώτες βόλτες έξω από τη φωλιά τους στους ξερούς πεσμένους κορμούς των δέντρων, κυνηγιούνται, πηδούν πάνω-κάτω και δαγκώνουν ο ένας τον άλλον με σιγανά γρυλίσματα.
Τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, ο Βόλφους και ο Άλφους, δεν παίζουν μαζί τους.
Έχουν δυναμώσει κι έχουν μάθει αρκετά, ώστε να μπορούν να ακολουθούν στο κυνήγι τον πατέρα τους τον Γούλφιους, το θείο Λουκρήτιο και τη θεία Λουκίσσα.
Πολλές φορές έρχεται μαζί τους και ο παππούς τους, ο γερο-Λυκάων, που μένει με τα ξαδέρφια τους στην πιο πάνω συστάδα πεύκων. Όταν οι δυο οικογένειες πάνε μαζί για κυνήγι, ο Λυκάων έρχεται δεύτερος μετά τον αρχηγό. Κουράζεται όμως πια πολύ και στην επιστροφή ξεμένει πίσω και κοιμάται στη δική τους φωλιά, που είναι ένα μεγάλο άνοιγμα στα βράχια, στην άκρη του δάσους. Είναι καθαρή και ζεστή, στρωμένη με πολλά χόρτα, βρύα και ξερά φύλλα.
Ο Λούπυ συνήθως χουζούρευε στο γιατάκι του μετά το πρωινό ξύπνημα ή έπαιζε μαζί με τα μικρά του αδέρφια κυνηγώντας τη φουντωτή ουρά της μάνας τους, καθώς αυτή πηγαινοερχόταν και καθάριζε τη φωλιά από τ’ απομεινάρια του χτεσινού φαγητού. Σήμερα όμως η φωλιά δεν τον κράτησε καθόλου μέσα. Μόλις ξύπνησε κοίταξε γύρω να δει αν επέστρεψε ο πατέρας τους, ο Γούλφιους, κι ύστερα χωρίς λέξη βγήκε για να τον βρει.
Ο Γούλφιους, ένας πολύ δυνατός γκρίζος λύκος με πλούσια χαίτη, είναι πολύ περήφανος κι επιβλητικός. Είναι ο αρχηγός, όχι μόνο στην οικογένειά τους, αλλά σ’ ολόκληρη την αγέλη. Δεν έχει επιστρέψει όμως ακόμα από το κυνήγι της προηγούμενης νύχτας και όλη η οικογένεια είναι ανήσυχη.
Η μαμά Λουκίνα, η ομορφότερη λύκαινα σ’ όλη την περιοχή, με άσπρη κοιλιά και μεγάλα λαμπερά κίτρινα μάτια, κόβει συνεχώς βόλτες μέσα έξω. Τεντώνει το λαιμό και τ' αφτιά της, μυρίζει τον αέρα, κοιτάζει κάτω μακριά, εκεί που τελειώνει το δάσος κι αρχίζουν οι θάμνοι. Ρίχνει ένα αυστηρό βλέμμα στα δυο της λυκόπουλα, τη Μαριλού και το Λάκη, που κυνηγιούνται συνεχώς και κυλιούνται κάτω, σαν να τους λέει: «Ησυχάστε λίγο βρε παιδιά».
Ύστερα πάει κι αυτή και στέκεται δίπλα στο Λούπυ. Μισοκλείνει τα μάτια να δει όσο πιο μακριά μπορεί, τεντώνει το μουσούδι της και μυρίζει τον αέρα. Ο Λούπυ την κοιτάζει με προσμονή, μήπως του πει ένα σημάδι που είδε, αλλά αυτή τον κοιτάζει πρώτα με αγάπη κι ύστερα χαμηλώνει το κεφάλι και γυρίζει πάλι στη φωλιά.
Έχει νυχτώσει εδώ και δυο ώρες, το φεγγάρι ολοστρόγγυλο και φωτεινό έχει προβάλλει πάνω απ’ την κορφή του βουνού κι ακόμα δε γύρισε η ομάδα έρευνας που έφυγε από νωρίς να δει γιατί ο Γούλφιους δε γύρισε χτες στη φωλιά τους. Στην ομάδα έρευνας πήγαν και τα μεγαλύτερα λυκόπουλα, ο Βόλφιους και ο Άλφους, κι ακόμα να φέρουν κάποιο νέο.
Ο Λούπυ περίμενε πώς και πώς αυτή τη μέρα. Είναι τέλος Αυγούστου και είναι το καλύτερο ολόγιομο φεγγάρι όλης της χρονιάς, ό,τι πρέπει για μεγάλες φωνητικές συγκινήσεις. Το σπουδαιότερο όμως είναι πως αυτή τη μέρα θα γινόταν η μεγάλη τους γιορτή, όπου θα ’παιρναν μέρος όλοι, η δική τους οικογένεια, αλλά και τα ξαδέρφια τους. Θα τραγουδούσαν και θα χόρευαν όλοι και μετά τα μικρά λυκόπουλα θα ήταν έτοιμα να μπουν στον κόσμο των μεγάλων. Απ' το Σεπτέμβρη θα μπορούσαν να συμμετέχουν κι αυτά στις εξορμήσεις.
Ο Λούπυ κοιτά μια το φεγγάρι που ανεβαίνει και φωτίζει όλο και πιο πολύ το βουνό και μια τους δρόμους χαμηλά, αλλά κανείς δε φαίνεται ακόμα. Τι καλά που θα ήταν να γυρίσουν τώρα όλοι και να ξεκινήσουν σε λίγο τη γιορτή! Μπροστά ο πατέρας τους ο δυνατός και αρχοντικός Γούλφιους θ’ άνοιγε πρώτος την τελετή σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά προς το φεγγάρι μ’ ένα σιγανό λαρυγγισμό στην αρχή και μετά μ’ ένα ρωμαλέο τραγούδισμα. Ύστερα η μάνα τους η Λουκίνα θα σεγοντάριζε σε πιο χαμηλούς τόνους και μετά θα συνέχιζε όλη η χορωδία. Τότε ο Λούπυ θα τέντωνε ψηλά το κεφάλι και θα έβγαζε την πιο δυνατή και μελωδική κορώνα και θα τους άφηνε όλους άφωνους, ιδιαίτερα τ’ αδέρφια του, τη Μαριλού και το Λάκη, που όλο τον καιρό βαριόταν και δεν έρχονταν μαζί τους στα μαθήματα χορωδίας. Αυτός όμως από τότε που άρχισαν, στην πρώτη πανσέληνο του Αυγούστου, δε βαρέθηκε ποτέ και πάντα περίμενε αυτή την ώρα κουνώντας την ουρά του. Ο πατέρας του πήγαινε μπροστά, στεκόταν όμως κάθε τόσο και τον περίμενε κι αυτός ακολουθούσε χοροπηδώντας από πέτρα σε πέτρα.
Ανέβαιναν στον πιο ψηλό βράχο κι ο πατέρας κοιτούσε το φεγγάρι κι άρχιζε το τραγούδισμα: Αούουου, αούουουουου! Κι ο Λούπυ από μάθημα σε μάθημα έμαθε να βγάζει όμορφους στρογγυλούς ήχους: ου,ού,ου,ου! Ύστερα καθώς το φεγγάρι πήγαινε στη χάση του, τα μαθήματα αραίωσαν για λίγο και ξανάρχισαν πριν λίγες μέρες. Ο Λούπυ είχε μάθει πολλά και το προηγούμενο βράδυ θα έκαναν την τελευταία τους πρόβα. Πού ήταν όμως ο μπαμπάς τώρα;
Του το είχε πει στο τελευταίο τους μάθημα: «Αύριο πάμε για σπουδαίο κυνήγι, όχι τίποτα αρουραίους, σκίουρους και λαγούς. Μεγάλο! Κανένα ελάφι ή κάτι τέτοιο. Θέλουμε να ετοιμάσουμε τη γιορτή και μετά πρέπει να φάτε καλά εσείς τα μικρά και να δυναμώσετε κι άλλο. Ειδικά εσύ Λούπυ θα τους αφήσεις όλους άφωνους με τη δύναμη και το τραγούδι σου». Έφυγε οδηγώντας τους άλλους και δε ξαναγύρισε.
Αλλά να τώρα ο Λούπυ κάτι είδε στο μονοπάτι. Πρώτα είδε τις σκιές τους στο χώμα και μετά και τους ίδιους. Φώναξε και τη μάνα του να δει κι αυτή. Έρχονται! Γυρίζουν πίσω! Η Λουκίνα κοιτάζει σοβαρή και σε λίγο χαμηλώνει το κεφάλι και οσφραίνεται το χώμα με το υγρό της μουσούδι. Έρχονται, πλησίασαν κι άλλο. Ο θείος Λουκρήτιος, ο Άλφους κι ο Βόλφους, η θεία Λουκίσσα κι ο γερο-Λυκάων με χαμηλωμένο το κεφάλι.
-Ε! Δε βρήκατε το μπαμπά μας τόση ώρα; Φώναξε δυνατά ο Λούπυ πριν πλησιάσει η ομάδα έρευνας.
-Τον βρήκαμε, απάντησε ο Βόλφους όταν πλησίασαν κι άλλο, αλλά είναι ξαπλωμένος δίπλα στο ρυάκι και δεν μπορεί πια να σηκωθεί. Άνοιγε λίγο τα μάτια του και τα 'κλεινε πάλι. Εμείς του πλύναμε τις πληγές με το νερό του ρυακιού, τον γλύψαμε και τον καθαρίσαμε καλά, αλλά πάλι δεν έγινε τίποτα.
-Λουκίνα, λέει τώρα ο θείος Λουκρήτιος, νομίζω πως ο Γούλφιους διάλεξε πια τη θέση του. Εσύ μάζεψε τα παιδιά. Θα κάνουμε την τελετή μόνοι μας. Ο Γούλφιους έδωσε οδηγίες.
Ο Λούπυ ένιωσε ένα τσίμπημα σκορπιού χαμηλά στο λαιμό του. Όλο το κορμί του τρεμούλιασε και μετά μαράθηκε. «Διάλεξε πια τη θέση του; Τι σημαίνει αυτό;» ψιθύρισε σιγανά στον Άλφους.
-Σημαίνει πως ο μπαμπάς δε θα γυρίσει πια.
-Όχι Άλφους, διόρθωσε αμέσως ο Βόλφους. Δεν είναι έτσι. Ο μπαμπάς μας είπε να παρατηρήσουμε απόψε στην τελετή καλά το πρόσωπο του φεγγαριού, γιατί θα είναι εκεί και θα ξεκινήσει πρώτος αυτός το τραγούδισμα.
-Έτσι ακριβώς είναι, είπε επίσημα η θεία Λουκίσσα. Ο μπαμπάς είναι πια στο φεγγάρι και θα τραγουδάει από ’κει.
…Το φεγγάρι ανέβηκε ψηλότερα στον ουρανό. Ολόγιομο, ολοστρόγγυλο, φεγγοβολά, ρίχνει μπλε σκιές στα δέντρα κι ασημώνει όλα τα βράχια. Όλη η χορωδία βρίσκεται στον πιο ψηλό βράχο. Έχουν τεντωμένα τα κεφάλια ψηλά, οι λαιμοί τρεμουλιάζουν, τα μάτια είναι υγρά και λάμπουν. Βλέπουν, βλέπουν, παρατηρούν στο φωτεινό πρόσωπο του φεγγαριού τις πρώτες σκιές.
-Αούου! Ξεκινά σε χαμηλούς τόνους ο Λυκάων.
Η Λουκίνα έχει δίπλα της τη Μαριλού και το Λάκη. Τα χαϊδεύει με το υγρό της μουσούδι, κουνά λίγο την ουρά της, σηκώνει το κεφάλι ψηλά, κοιτά τα σημάδια στο φεγγάρι. Τα γνωρίζει, κι αρχίζει σε ψηλούς τόνους ένα τραγούδι που πάλλεται:
Αούου-ααούου-ααούουουου!
Ο Λούπυ βλέπει κι αυτός το λαμπερό φεγγάρι, βλέπει τα μάτια και το στόμα του.
Νομίζει πως είναι τα μάτια και το στόμα του Γούλφιους, του πατέρα του. Η καρδιά του χτυπά δυνατά και τότε ακούγεται μια περήφανη, μελωδική και μακρόσυρτη φωνή που κάνει τα γύρω βουνά ν’ αντιλαλήσουν και τη χορωδία όλη να σκιρτήσει:
Ααούουου-Όουουου-Οόουου!
Ο Λούπυ τους άφησε άφωνους.
Καίτη Παυλή
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki