Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Μόλυ η Κιμωλία

Άννας Πατσώνη


Η Μόλυ είναι μία κιμωλία. Δε θυμάται πώς γεννήθηκε στον κόσμο σαν κιμωλία και ποιοι ήταν οι γονείς της, αλλά και οι άνθρωποι δε θυμούνται πώς ήρθαν στον κόσμο αν και ξέρουν τους γονείς τους. Η Μόλυ απλά γεννήθηκε σε ένα κουτί με άλλες, πολλές, κιμωλίες που ήταν αδέρφια της. Είχε πάρα πολλά αδέρφια και ήταν όλα πάρα πολύ ψιλά, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που γεννιούνται μικροί σαν σταφίδες και γίνονταν μεγάλοι σαν κολοκύθες. Η Μόλυ γεννήθηκε ψιλή και μωβ και είχε άλλα εννιά αδέρφια που είχαν όλα διαφορετικό χρώμα.
Ζούσανε κλεισμένα σε ένα κουτί όλα μαζί. Περνούσαν πάρα πολύ όμορφα τα αδέρφια μεταξύ τους, αλλά το μόνο που τα ενοχλούσε, ήταν ότι ήταν κλεισμένα στο σκοτάδι. Η Μόλυ χτες μόλις τελείωσε την ιστορία της, η οποία είναι η εξής:
Στην αρχή ζούσαμε στο εργοστάσιο μαζί με ένα σωρό άλλους φίλους μας.
Εκεί περνούσαμε πάρα πολύ όμορφα γιατί ήμασταν πολλές μικρές-ψιλές πάντα κιμωλίες που μόλις είχαμε έρθει στον κόσμο και ρωτούσαμε για τα πάντα. Τί είναι αυτό; Τί κάνει εκείνο; Τί κάνουμε εμείς; Δεν γνωρίζαμε, μόνο χαχανίζαμε όλη μέρα ή κλαίγαμε πού και πού όταν κάποια άλλη κιμωλία μας πείραζε. Ώσπου μία μέρα, μας έβαλαν σε ένα φορτηγό για να μας μετακινήσουν. Στο δρόμο κλαίγαμε όλοι και θέλαμε την μαμά μας αν και κανείς δεν γνώριζε ποια ήταν. Μας πήγαν σε μία αποθήκη, μαζί με ένα σωρό άλλα πράγματα: Είχε στυλό, μολύβια, σβήστρες, ξύστρες, μπογιές, αυτοκόλλητα, ψαλίδια και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Σε εκείνο το υπόγειο, περάσαμε πάρα πολύ όμορφα γιατί ήμασταν μία τεράστια παρέα και μιλούσαμε όλη την ώρα. Τα στυλό, σαν σίγουρα για τον εαυτό τους που δεν αλλάζουν σχήμα και μένουν πάντα ίδια, ήταν λίγο ξινά και ψηλομύτικα. Ειδικά τα πολύχρωμα και αυτά με την χρυσόσκονη. Ήταν τόσο φαντασμένα που ήταν έντονα και πλουμιστά, που δεν ασχολούνταν με τίποτα άλλο πέρα από το φανταχτερό τους χρώμα. Αλλά τα υπερτρισχειρότερα, ήταν τα αυτοκόλλητα. Ήταν τόσο πολλά, και έλεγαν πως τα παιδιά τρελαίνονταν πιο πολύ απ΄όλα γι΄αυτά. Τους τα δίνουν μάλιστα οι δασκάλες για δώρο, όταν παίρνουν καλούς βαθμούς ή οι μαμάδες τους όταν είναι καλά παιδιά και τα φυλάνε για χρόνια ολόκληρα σε άλμπουμ. Αντίθετα, οι γόμες και τα μολύβια ήταν πολύ καλά και είχαν ακριβώς τους ίδιους φόβους με εμάς τις κιμωλίες, ότι θα λιώσουν, θα κοντύνουν και τελικά δεν θα υπάρχουν καν. Αυτό το μάθανε από κάτι υπαλλήλους στην αποθήκη που είδαν να χρησιμοποιούν κάτι ξαδέρφια τους.
Αν εξαιρέσουμε την υπερβολική ησυχία που επικρατούσε στο υπόγειο και το ότι είχε συνέχεια σκοτάδι, κατά τ' άλλα ήταν υπέροχα με όλους αυτούς τους γείτονες που είχαμε!
Ώσπου μία μέρα, μπήκαν δύο πελώριοι άντρες, με κάτι τεράστια καρότσια, και άρχισαν να πετάνε μέσα εμένα και τους φίλους μου. Τρόμος μας έπιασε όλους! Τα στυλό και τα αυτοκόλλητα, ζητούσαν συγγνώμη που ήταν τόσο υπεροπτικά και συμπεριφέρονταν έτσι στις καημένες κιμωλίες και τα μολύβια.
Τα χαρτιά -σαν χάρτινες φύσεις- άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς. Οι γόμες, ήθελαν να σβηστεί η ανάμνηση αυτή και άλλη παρόμοια να μην υπάρξει.
Και κάπως έτσι χωρίς να το καταλάβουμε, μπήκαμε σε ένα μεγάλο φορτηγό.
Ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς καθόλου χώρο, πιεσμένες σαρδέλες πιασμένες με κορδέλες, σφιχτά δεμένες μεταξύ τους. Ώσπου βρρρρ, το φορτηγό ξεκινάει, και βγάζουμε όλοι μία κραυγή που όμοιά της δεν υπάρχει στον πλανήτη γη. Ουρλιάζαμε συνεχόμενα, δίχως σταματημό, μέχρι που η φωνή μας τελείωσε, κουραστήκαμε, εξαντληθήκαμε, λαχανιάσαμε. Και τότε, καθώς έμπαιναν κουρασμένες και αλαφιασμένες και λαλιά δεν είχαμε άλλη να βγάλουμε ακούσαμε μία όμορφη μελωδία. Πρώτη φορά στη ζωή μας ακούγαμε κάτι τέτοιο. Αρχίσαμε να παρακολουθούμε τους ήχους και μία γυναικεία φωνή τραγουδούσε μαζί με τους ήχους αυτούς. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει στο άκουσμα αυτό. Ήτανε ό,τι πιο όμορφο είχαμε ακούσει σε ολόκληρη τη ζωή μας. Είχε ήχο τόσο γλυκό, και τόσα πολλά όργανα -έτσι είπαν τα στυλό ότι τα έλεγαν- που ταίριαζαν τέλεια μεταξύ τους.
Και τότε, καθώς ακούγαμε αυτή την υπέροχη μελωδία, διαπιστώσαμε ότι μας αρέσει και η διαδρομή με το φορτηγό. Έτσι όπως κουνιόμασταν στο δρόμο, μας νανούριζε. Και τελικά, κλείσαμε όλοι μας τα μάτια, και αφεθήκαμε στην μελωδία γεμάτοι γαλήνη. Όμως, όταν είχαμε αποκοιμηθεί αρκετά, σταμάτησε ξαφνικά κάποια στιγμή και η όμορφη μουσική και το φορτηγό. Όλες ξέσπασαν πάλι σε τσιρίδες και φωνές αγχωμένες. Τί θα γίνει τώρα; Θα πεθάνουμε;
Πανικός και πάλι. Ο άντρας που τις πήρε από τα ράφια, αυτός ο ίδιος, τις έβγαλε από το φορτηγό και τις έβαλε σε ένα καρότσι, την μία πάνω στην άλλη και άρχισε να περπατά. Μόνο η κίτρινη αδερφή μας, η Κατρίνα, απολάμβανε τη διαδρομή αυτή, και έλεγε πως δε θα άντεχε πάντα στο ίδιο μέρος· στους υπόλοιπους, κρύος ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό μας. Μείναμε στο καρότσι κάνα δίωρο, σε μία γωνιά στο βιβλιοπωλείο -έτσι ακούσαμε να λένε τον χώρο. Διάφοροι άνθρωποι έμπαιναν και ζητούσαν πράγματα. Ο ξένος τους τα 'δινε, πλήρωναν, έφευγαν. Όταν κάποιος ζήτησε μολύβια και ξύστρες, τα μολύβια και οι ξύστρες του κουτιού βάλθηκαν να φωνάζουν. Αδέρφια μας πώς είστε; Πού πάτε; Σας σκοτώνουν;
Αλλά η φωνή τους δεν έφτανε στα αφτιά τους. Αφού σταμάτησε να έρχεται κόσμος, και αφού μίλησε ο ξένος στο τηλέφωνο με τη γυναίκα του και μετά με κάτι φίλους του, άρχισε να πλησιάζει προς την κούτα μας. Όλοι μαζί αρχίσαμε να τραγουδάμε το πένθιμο εμβατήριό μας!
Ήρθε, μας πήρε, και άρχισε να πηγαίνει προς κάτι ράφια. Έβγαζε προσεκτικά έναν-έναν και μας έβαλε σε διάφορα μέρη του βιβλιοπωλείου. Ήμασταν καλά και υγιείς! Μόλις έβγαλε και τους συνδετήρες που ήταν οι τελευταίοι, σφουγγάρισε το βιβλιοπωλείο, έσβησε τα φώτα, κλείδωσε και έφυγε.
-Είμαστε μόνοι; ακούστηκε μία φωνή.
-Μάλλον, απάντησε μία άλλη.
-Παιδιά ζούμε ακόμα, από κάπου αλλού.
-Ναι… είπαν οι κιμωλίες.
-Πώς σας φαίνεται εδώ;
-Δε ξέρουμε, είπαν τα στυλό, καλά δεν είναι;
-Προς το παρόν ναι, απάντησαν από κάπου μακριά, να δούμε αύριο όμως τί θα γίνει.
-Πάντως εδώ, είπαν τα στυλό, έχει ήλιο, αέρα, φωνές ανθρώπων, ακούς διάφορες κουβέντες, και τί κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Εδώ που είμαστε λέγεται βιβλιοπωλείο και θα μάθουμε μετά αν είναι καλό το βιβλιοπωλείο-σπίτι μας.
-Τουλάχιστον δεν είμαστε κλεισμένοι,καλά τα λες, είπαν οι συνδετήρες, και σιγά σιγά συμφώνησαν όλοι με τα όμορφα λόγια που είπε το στυλό. Κάπως έτσι συνεχίστηκε η κουβεντούλα, μέχρι που μας πήρε ο ύπνος… ωραίες εποχές… Όταν ο ήλιος βγήκε και λίγο πιο μετά, ένα γκρρρρ ακούστηκε. Ο ξένος μπήκε μέσα. Και κάπως έτσι συνέχισαν να κυλάνε οι μέρες στο βιβλιοπωλείο…
Το αφεντικό μας είναι καλό, ακούμε μουσική -γιατί όπως είναι γνωστό οι κιμωλίες τρελαίνονται για τη μουσική-, ακούμε ανθρώπους να λένε διάφορα. Το πρωί βέβαια κάνουμε ησυχία, αλλά το βράδυ ξεκινάει το γλέντι το οποίο κάθε μέρα είναι αφιερωμένο στους φίλους μας που φεύγαν από το βιβλιοπωλείο επειδή κάποιος τους είχε αγοράσει. Έτσι, μόλις το μαγαζί έκλεινε, ξεκινούσε το πάρτι για δύο στυλό, τρεις σβήστρες και κάπως έτσι πήγαινε στη συνέχεια...
Ώσπου μία μέρα ύστερα από πολλές μέρες, μπήκε στο βιβλιοπωλείο μία κυρία… και ζήτησε πέντε κουτιά κιμωλίες… Με μία κίνηση, χωρίς να το καταλάβουμε, ήρθε ο βιβλιοπώλης και πήρε εμάς μαζί με τέσσερα κουτιά ακόμα. Σιωπηλά μας αποχαιρέτησαν. Το ίδιο μας αποχαιρέτησαν και τα δυο κουτιά που έμειναν, το ίδιο κι εμείς! Μας παίρνει, μας βάζει σε μία σακούλα και φεύγει. Μόνο μία κόκκινη κιμωλία από το δίπλα κουτί χαιρόταν και έλεγε «φτάνει πια παιδιά, πάμε να φύγουμε από εδώ να δούμε τί θα γίνει. Μπορεί να είναι και καλύτερα». Οι υπόλοιποι κλαίγαμε. Τελικά ανακαλύψαμε τη χρήση μας, και αυτός είναι και ο σκοπός της αφήγησης μου, λίγο πριν φτάσω στο τέλος μου. Πήγαμε σε ένα σχολείο και όντως μας χρησιμοποιούν για να γράφουμε στον πίνακα και, όσο γράφει κάποιος λιώνουμε και κονταίνουμε.
Και λιώνουμε και κονταίνουμε τόσο, που δυστυχώς μετά πεθαίνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας. Οι άσπρες αδερφές μας είναι αυτές που πεθαίνουν πρώτες γιατί όλοι οι δάσκαλοι γράφουν με αυτές και τις χρησιμοποιούν πιο πολύ απ' όλες. Τα υπόλοιπα χρώματα ζούμε περισσότερο. Τις περισσότερες φορές, μας σπάνε στα δύο μόλις μας πιάνουν, μάλλον γιατί τους βολεύει περισσότερο, και τότε πονάμε λιγάκι. Πολλοί δάσκαλοι, άμα νευριάσουν με κάποιον μαθητή που είναι ζωηρός, μας χτυπάνε με νεύρα στον πίνακα, και αυτό πονάει πιο πολύ απ' όλα γιατί είναι κάτι που το κάνουν με θυμό. Επίσης πονάει, όταν τα παιδιά μάς έχουν σαν πυρομαχικά και παίζουν πόλεμο μεταξύ τους στα διαλείμματα. Κάτι άλλο που κάνουν τα παιδιά, είναι να μας τρίβουν στον πίνακα και να κρατάνε τα τρίμματα. Πονάμε πολύ όταν μας τρίβουν, αλλά όταν κρατάνε τα τρίμματα και τα κάνουν ζωγραφιές, χαιρόμαστε πολύ, γιατί μας κρατάνε για πάντα. Εμένα ένα κομμάτι μου βρίσκεται σε ένα σπίτι σε κάδρο, γιατί με τα τρίμματά μου, ένα παιδί έκανε μία μωβ καμηλοπάρδαλη.
Και είμαι πολύ χαρούμενη γι' αυτό, γιατί θα είμαι εκεί πολλά χρόνια. Το πιο λυπηρό απ' όλα, είναι όταν κάποιοι έχουν αλλεργία στη σκόνη μας, και δε μπορούν να αναπνεύσουν όταν μας πιάνουν. Αυτό μας στενοχωρεί πολύ, γιατί δεν τους έχουμε κάνει κάτι κακό. Αυτά είναι απ’ όσα συμβαίνουν που με στεναχωρούν πιο συχνά.
Όμως, ενώ οι δάσκαλοι και τα παιδιά μας λιώνουν, χάρη σ' εμάς μαθαίνουν.
Με εμάς δείχνει όλα τα καινούρια πράγματα η δασκάλα στα παιδιά, με εμάς γράφουν όταν σηκώνονται στον πίνακα και όταν γράφουν κάτι σωστά και παίρνουν επιβράβευση απ' τους δασκάλους τους, εκεί να δεις πώς χαιρόμαστε… Μάλιστα, πολλά παιδιά, με εμάς χαίρονται να ζωγραφίζουν και να κάνουν σχέδια πελώρια στα διαλείμματα που είναι πολύ όμορφα, καμιά φορά, μένουν μέσα στην τάξη κάνα δυο παιδιά και γράφουν πελώρια αστεία πράγματα στα διαλείμματα, για να τα δούνε οι μαθητές όταν μπουν. Για παράδειγμα, με εμένα, έγραψε προχτές ο Βασίλης ΓΙΑΝΝΗΣ=ΤΟΝΙΑ=L.F.E.
Είχε πολλή πλάκα. Εντάξει, λυπήθηκα λιγάκι τον Γιάννη που ντράπηκε, αλλά χαχάνιζα κι εγώ με τα παιδιά. Κάτι τελευταίο που μου αρέσει πολύ, είναι ότι με εμάς παίζουν τρίλιζα και κρεμάλα όταν βρέχει έξω και δεν μπορούν να βγουν τα ίδια. Οπότε, εμείς τους σώζουμε από την βαρεμάρα τους και τους κάνουμε να διασκεδάζουνε.
Η αλήθεια είναι πως και εγώ, και οι αδερφές μου, λυπόμαστε που λιώνουμε.
Αλλά όσο περισσότερο λιώνουμε, τόσο μαθαίνουν τα παιδιά και περνάνε όμορφα. Και αυτό είναι που έχει σημασία. Επίσης, όλοι πεθαίνουν, όπως μας έχουν πει τα σοφά στυλό σε ένα διάλειμμα που ήταν όλοι έξω και εμείς θρηνούσαμε τον χαμό της άσπρης κιμωλίας. Και οι άνθρωποι, και τα φυτά, και τα πράγματα... Όλοι ερχόμαστε στη ζωή για λίγο, και μετά έρχονται άλλοι για να συνεχίσουν. Και με αυτά, ξαναβρίσκουμε κουράγιο, και συνεχίζουμε να ζούμε.
Αυτή είναι η ιστορία μου. Είμαι η Μόλυ, η μωβ κιμωλία. Ένα κομμάτι μου είναι σε ένα παιδικό δωμάτιο και ένα άλλο πολύ μικρό στο σχολείο. Σε λίγο θα λιώσω και δε θα υπάρχω, αλλά έχω περάσει πολύ όμορφα στο εργοστάσιο με τους φίλους μου, στο βιβλιοπωλείο, που ήρθα σε επαφή με τους ανθρώπους, και, καλύτερα απ' όλα στο σχολείο, με τα παιδιά, που γελούσα και γελάω ακόμα κάθε φορά με τις πλάκες τους, που ξέρω κι εγώ και οι αδερφές μου ότι παίζουμε πολύ σημαντικό ρόλο στο να μάθουνε καινούρια πράγματα. Και τώρα που λέω την ιστορία μου, διαπίστωσα πως είμαι πολύ ευτυχισμένη!
Τώρα που τα έγραψα όλα αυτά, πάω να κάτσω στη θέση μου, στην ειδική θέση για κιμωλίες που έχει ο πίνακας, γιατί θα μπουν μέσα τα παιδιά και θα καταλάβουν τί σκαρώνω. Γειά σας!

Αυτή ήταν η ιστορία της Μόλυ, της μωβ κιμωλίας. Βρέθηκε δύο μέρες αφού την ολοκλήρωσε από την Χριστινούλα την ώρα που έψαχνε ένα στυλό που της έπεσε. Την διάβασε κατευθείαν, αγνοώντας τον δάσκαλο που της είχε κάνει παρατήρηση. Στο τέλος, έβαλε τα κλάματα. Όταν ο δάσκαλος την ρώτησε τί έχει, η Χριστινούλα του έδωσε το χαρτί. Το διάβασε κι έβαλε και αυτός τα κλάματα. Μετά το διάβασε στα παιδιά. Όλη η τάξη συγκινήθηκε.
Αλλά, αφού κλάψανε πήραν μία απόφαση. Στο σχολείο τους καμία κιμωλία από δω και πέρα δεν θα πετιόταν, αλλά όταν μίκραινε αρκετά και είχαν γράψει πολύ, θα την έβαζαν στο κιμωλοβασίλειο. Βάλθηκαν να φτιάχνουν τότε το βασίλειο των κιμωλιών. Σε δυο μέρες ήταν έτοιμο. Βασίλισσα ήταν η Μόλυ και μέσα ήταν όλες οι υπόλοιπες κιμωλίες. Και από τότε, όλες οι κιμωλίες του κόσμου, πηγαίνουν μόλις μικρύνουν στο βασίλειό τους και ζουν εκεί ευτυχισμένες, και λένε στα παιδάκια τις ιστορίες της ζωής τους.


Άννα Πατσώνη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα