Έλενας Τσακιρίδου
Αυτή τη στιγμή, κάθομαι βαριεστημένα στη σκονισμένη στάση ενός λεωφορείου και πλήττω. Ναι, ειλικρινά σας μιλάω, πλήττω. Η χειμωνιάτικη ραστώνη με έχει χτυπήσει για τα καλά. Ευτυχώς που έχω ξεχασμένο στη τσάντα μου ένα από εκείνα τα παιδιάστικα, αστραφτερά τετράδια με τις χιλιάδες καρδούλες και τα λουλούδια που ξάφρισα από τις οχτάχρονες αδερφές μου. Το κρατάω όσο πιο διακριτικά μπορώ για να μην φαίνονται οι πολύχρωμες καρικατούρες που χάσκουν στο εξώφυλλο και γράφω για να σκοτώσω την ώρα μου. Τι να γράψω; Δεν έχω ιδέα... Ας ξεκινήσω από τα βασικά.
Γεια σου! Είμαι η Βικτόρια! Είμαι εκείνη η κλασική δεκαεξάχρονη της διπλανής πόρτας που σε ενοχλεί στις δώδεκα τα μεσάνυχτα με την μουσική που ακούει στη δια πασών. Που χασμουριέται την ώρα των μαθηματικών, που σκαρώνει μυριάδες ανοησίες με την κολλητή της, που τρέμει να μιλήσει στο αντίθετο φύλο. Πάμε από την αρχή, λοιπόν: Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Βικτόρια, μία έφηβη που... Ώπα! Με συγχωρείτε αγαπημένοι μου αναγνώστες αλλά βλέπω να καταφτάνει το λεωφορείο! Σας υπόσχομαι ότι θα ενημερώνω το τετράδιο κάθε μέρα για έναν μήνα. Προσδεθείτε, πάρτε μια ανάσα και φύγαμε! Καλώς ήρθατε στο “Ένας μήνας με τη Βικτόρια!”.
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου
Μισώ τις Δευτέρες! Ειδικά όταν αυτές συνεπάγονται πρωινό ξύπνημα από τις άκρως ενοχλητικές δίδυμες αδερφές σου και δίωρο διαγώνισμα φυσικής! Και σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι σήμερα έχει θερμοκρασία Βόρειου Πόλου, έρχεται να προστεθεί στην λίστα ότι δείχνω επιεικώς απαίσια.
Οι σακούλες κάτω από τα μάτια μου θα μπορούσαν κάλλιστα να με συνοδεύσουν στο σούπερ-μάρκετ, το γιγάντιο σπυράκι στο μέτωπο ολοένα και μεγεθύνεται και η πασαλειμμένη μάσκαρα κάτω από τα μάτια έχει εξαπλωθεί παντού από το πολύ στριφογύρισμα στο κρεβάτι. Όσο για την διάθεσή μου; Επιεικώς στα τάρταρα. Αλλά είναι Δευτέρα, σκέφτομαι προσπαθώντας να δικαιολογήσω τον οξύ πεσιμισμό που έχει καταλάβει κάθε κύτταρό μου.
Αλλά ας ηρεμήσω και ας ξεκινήσω από την αρχή. Πολύ πριν ακουστεί το ξυπνητήρι μου, το οποίο παρεμπιπτόντως είχα ρυθμίσει για τις 7:00 το άγριο χάραμα, άκουσα πνιχτές φωνές και γέλια. Και μετά έναν γδούπο, κάτι να ξεφουσκώνει και να χτυπάει με δύναμη στον τοίχο. Εγώ κλασικά πετάχτηκα πάνω! «Μας ληστεύουν!» μουρμούρισα στον εαυτό μου σαν κανένα τρομαγμένο κοριτσόπουλο. Που στο κάτω κάτω ήμουν αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Σύρθηκα κυριολεκτικά μέχρι την ντουλάπα μου και χωρίς να παίρνω ανάσα έβγαλα από μέσα το «όπλο» μου. Όπου «όπλο» αναφέρομαι στο μεταλλικό σπασμένο πόδι του παλιού κρεβατιού μου το οποίο έχω για περιπτώσεις ανάγκης. Όπως ας πούμε, μια αναπάντεχη εισβολή στις 6:23 το πρωί!
Άνοιξα την πόρτα η οποία έτριξε άσχημα. Ξεροκατάπια. Όπου κι αν ήταν ο εισβολέας, σίγουρα θα με είχε ακούσει. Έκανα ένα βήμα στις μύτες των ποδιών μου. Και μετά άλλο ένα... Αλλά πάνω στην ταραχή μου και εξαιτίας της αδύναμης όρασής μου λόγω του γεγονότος ότι δεν μπορούσα κυριολεκτικά να ανοίξω τα μάτια μου από την νύστα, σκόνταψα στο τραπέζι του χολ και σωριάστηκα φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Ήθελα τόσο απεγνωσμένα να γελάσω με τον εαυτό μου, αλλά προς το παρόν απλώς πάσχιζα να σηκωθώ. Και τα κατάφερα! Αλλά ομολογώ πως το μετάνιωσα όταν αντίκρισα το θέαμα!
Ποιο θέαμα; Μα φυσικά το θέαμα των δυο υπερβολικά μικροσκοπικών πλασμάτων, κρατώντας το ένα μια κατσαρόλα και το άλλο ένα τηγάνι, κι έχοντας παραμάσχαλα ένα πακέτο μπαλόνια τεραστίων διαστάσεων.
«Ρίξε Λίζα!» γρύλισε το ένα!
Και τότε το ένα από τα δύο έριξε ένα βελάκι το οποίο μου ήρθε κατακούτελα!
Τα άκουσα να γελάνε υστερικά και μετά να χοροπηδάνε δείχνοντάς με με το δάχτυλο.
«Λίζα! Μίνα! Σταματήστε αμέσως!» με άκουσα να ωρύομαι. Και κάπου εδώ οφείλω να πω το πόσο ΟΔΥΝΗΡΌ είναι να έχεις μικρά αδέρφια! Ειδικά δίδυμα! Και σίγουρα, οχτώ ολόκληρα χρόνια μικρότερα σου! Αυτές σταμάτησαν να χοροπηδάνε και με κοίταξαν με τα αγγελικά τους πρόσωπα.
Πόσο παραπλανητική εμφάνιση για τέτοιον χαρακτήρα!
«Τι νομίζετε ότι κάνετε;» είπα κάπως πιο σιγανά.
«Είναι η αποστολή της ημέρας! Με αυτά τα κατσαρολικά θα παγιδεύσουμε όλα τα έντομα που θα βρούμε στο σπίτι και αφού τα δέσουμε στα μπαλόνια, θα τα αφήσουμε να πετάξουν στον ουρανό! Δεν είναι καταπληκτική ιδέα; Η Λίζα το σκέφτηκε!» αποκρίθηκε ενθουσιασμένα η Μίνα. Όταν κάνεις χαζές ερωτήσεις παίρνεις και χαζές απαντήσεις, σκέφτηκα. Εγώ ήξερα ότι το μόνο καταπληκτικό εδώ πέρα είναι ότι τις ανέχομαι εδώ και οχτώ χρόνια! Όχι ότι θέλω να είμαι αγενής ή η κακιασμένη μεγάλη αδερφή αλλά ώρες ώρες νομίζω ότι τα μικρά έχουν ΠΟΛΛΆ ΘΈΜΑΤΑ!
Δύο ώρες μετά, και αφού είχα καταφέρει να κάνω ντουζ και να ντυθώ χωρίς να φάω κανένα αδέσποτο βελάκι, περνούσα την πόρτα του λυκείου.
Αμέσως μόλις μπήκα, εντόπισα την Μάργκαρετ, την κολλητή μου στον αιώνα των άπαντα. Στεκόταν μπροστά από ένα κατεστραμμένο παγκάκι και πληκτρολογούσε στο κινητό της. Όταν με είδε, σταμάτησε να γράφει και έτρεξε προς το μέρος μου.
«Πού στο καλό ήσουν;! Σε σένα έστελνα τώρα! Νόμιζα ότι θα με άφηνες μόνη μου την μέρα που γράφουμε φυσική και είχα προλάβει να σκεφτώ αρκετούς τρόπους να σε εκδικηθώ!»
«Α ναι; Όπως το να μην μου πάρεις καφέ το πρωί;» είπα και της άρπαξα τον καφέ της από τα χέρια. Εκείνη έπαιξε με τα μάτια της. Προχωρήσαμε μέχρι την τάξη σε κατάσταση αφασίας. Διάθεση που ταιριάζει απόλυτα πριν από διαγώνισμα φυσικής.
Πρώτη ώρα. Μπουρινιασμένα πρόσωπα. Όλοι ήταν αγχωμένοι και τόσο νευρικοί. Με έπιασε η κλασική μου ναυτία. Δηλαδή πόσο φιλικό για την ψυχική υγεία είναι να αγχώνεται κάποιος εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μόνο και μόνο επειδή καλείται να γράψει ένα κάρο διαγωνίσματα και να παραδώσει ουκ ολίγες εργασίες; Νομίζω καθόλου. Να θυμηθώ να κάνω λίγη παραπάνω γιόγκα. Ή να ακούω χαλαρωτική μουσική όταν κάνω αφρόλουτρο. Γιατί αλλιώς, βλέπω να μου περνάνε την ρόμπα με τα ανάποδα μανίκια.
«... Και τέλος, στο ερώτημα Δ, θέλω να κάνετε το διάγραμμα επιτάχυνσης-χρόνου και αφού βρείτε τι εκφράζει, να λύσετε την άσκηση ως επιτάχυνση 8 μέτρα ανά δευτερόλεπτα στο τετράγωνο...Καμία απορία;» ρώτησε δυνατά η μις Μπένσον. Ο Άντριου, ο μπροστινός μου, σήκωσε το χέρι του. Αφού έχει απορία και ο Άντριου, το πιο μελετηρό ον στον μάταιο τούτο κόσμο, τότε φαντάσου τι θα γράψω εγώ... Και τότε το είπε:
«Αφού βρούμε αυτό, θέλετε να σχεδιάσουμε και τα υπόλοιπα διαγράμματα, ας πούμε της ταχύτητας- χρόνου, της θέσης-χρόνου και...»
«Όχι, όχι παιδί μου. Μόνο αυτό που ζητάω».
«Α! Και κάτι ακόμα παρακαλώ... Μπορώ παράλληλα να πίνω νερό ή...»
«Ναι, ναι μπορείς Άντριου».
Εγώ είχα μια ευγενή τάση να του πετάξω το βιβλίο στο κεφάλι! Εγώ δεν ήξερα αν η ταχύτητα είναι μονόμετρο ή διανυσματικό μέγεθος! Αφού επί μισή ώρα δεν έγραφα τίποτα και αφού είχα αρχίσει να παραδέχομαι στον εαυτό μου ότι το μηδέν δεν είναι και τόσο άσχημος βαθμός τελικά, παρατήρησα ότι η κολλητή μου καθόταν αρκετά κοντά μου. Μας χώριζε μόνο ένα θρανίο, επομένως αν γύριζα διακριτικά και ξερόβηχα, ίσως με άκουγε και με βοηθούσε.
Σάρωσα την τάξη για να εντοπίσω την μις Μπένσον. Την είδα να κάθεται στην έδρα κοιτώντας το πάτωμα με τόση προσήλωση λες και προσπαθούσε να απομνημονεύσει το μοτίβο. Τώρα είναι η ευκαιρία. Γύρισα αργά πίσω μην τολμώντας να πάρω ανάσα. Η Μάγια που καθόταν ακριβώς από πίσω μου, με πήρε είδηση αλλά δεν φάνηκε να ενοχλείται αφού συνέχισε το γράψιμο. Ξερόβηξα. Μια, δυο, τρεις φορές μέχρι που η Μάργκαρετ σήκωσε το βλέμμα της για να δει τι τρέχει. Ανοιγόκλεισα τα χείλη μου λέγοντας βοήθεια. Αυτή κατάλαβε.
Αφού κοίταξε γύρω για τυχόν ανεπιθύμητα βλέμματα, μου έδωσε σιγά σιγά την κόλλα της. Ήμουν τόσο τυχερή! Πήρα ευλαβικά την κόλλα και άρχισα να αντιγράφω μανιωδώς στην δική μου, όταν ξαφνικά η μις Μπένσον αποφάσισε να σηκωθεί. ΒΟΉΘΕΙΑ! Πάσχιζα να δείχνω φυσική κάτω από όλο αυτό το στρες και την αμηχανία αλλά δεν φάνηκε να το πέτυχα γιατί εκείνη ήρθε και στάθηκε ακριβώς από πάνω μου! Προσπάθησα να καλύψω με τον αγκώνα μου το όνομα της Μάργκαρετ αλλά έτσι έγραφα σε μια απροσδιόριστη πόζα, σίγουρα όχι ανθρώπινη. Ήμουν για κλάματα και το ήξερα!
Είπα ότι ήμουν για κλάματα; Ε λοιπόν, γράψτε λάθος. Ήμουν για ΓΈΛΙΑ. Πριν ακόμα καταλάβω τι είχε συμβεί, η μις Μπένσον γελούσε χαιρέκακα από πάνω μου κάνοντάς με ένα πολύ ωραίο μπάνιο από σάλια, και η Μάργκαρετ και εγώ βρεθήκαμε στο γραφείο του λυκειάρχη! Εγώ είπα όλη την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν ήξερα τίποτα και ζήτησα την βοήθεια της Μάργκαρετ, όμως αυτή είπε ότι έγινε το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτή ζήτησε την δική ΜΟΥ βοήθεια.
Το ξέρω ότι είναι ΥΠΈΡΟΧΗ και ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΆΣΤΑΤΗ φίλη που με υποστήριξε και έριξε το φταίξιμο στον εαυτό της, όμως ώρες ώρες εύχομαι να σκεφτόταν περισσότερο πριν πει κάτι. Γιατί τώρα ο λυκειάρχης νομίζει ότι είμαστε για τα σίδερα και ότι ζούμε σε κάποια παράλληλη πραγματικότητα ή κάτι τέτοιο. Για να μην τα πολυλογώ, φάγαμε ημερήσια αποβολή ΚΑΙ ΟΙ ΔΎΟ και εισπράξαμε και ένα αξιοπρεπέστατο μηδενικό στην φυσική!
Κάτι τέτοιες στιγμές, θέλω απλά να βρίσκομαι στο δωμάτιο μου με ένα ζεστό τσάι και να γράφω βαθυστόχαστες ιστορίες για το σύμπαν, τους ανθρώπους και τα μικρά καθημερινά πράγματα. Αλλά όχι, τώρα θα είμαι για το επόμενο δίωρο στο σκονισμένο γραφείο ενός Λυκειάρχη με τις παλιές εικόνες με κουκουβάγιες! Μπράβο σου Βικτόρια!
Το βράδυ έγινε κάπως καλύτερο αφού οι γονείς μου θα έλειπαν με τα μικρά και έτσι ήμουν ελεύθερη να φέρω την Μάργκαρετ στο σπίτι και να παραγγείλουμε! Βέβαια, μόνο μέχρι τις 11:00 γιατί μια τιμωρία την έφαγα.
Παραγγείλαμε δυο πίτσες γίγας και νοικιάσαμε μια ταινία! Από εκείνες που γελάς και κλαις. Τραγελαφικές, σαν και εμάς. Μιλήσαμε για βαθυστόχαστα θέματα, ξεκαρδιστήκαμε, κλάψαμε, βρεθήκαμε να κάνουμε τούμπες από την υπερένταση και μας πήρε για λίγο ο ύπνος η μία πάνω στην άλλη. Τελικά, αποφασίσαμε να μην στενοχωριόμαστε για το σημερινό και να περάσουμε αύριο δημιουργικά την μέρα μας. Λοιπόν, φίνα!
Αχ, είπα «φίνα» και θυμήθηκα την Μίνα. Από στιγμή στιγμή θα έρθουν τα μικρά με τους γονείς. Ανυπομονώ για το αυριανό πρωινό ξύπνημα... Γύρω στα μεσάνυχτα, πήγα και κουλουριάστηκα στο κρεβάτι μου. Από το μυαλό μου πέρασε σε μια γρήγορη ροή η σημερινή μέρα. Το λιγάκι ασυνήθιστο θα έλεγα πρωινό ξύπνημα, η αποβολή, το ξενύχτι με την Μάργκαρετ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η επίγευση ήταν γλυκιά. Λογικά γιατί είχα ανθρώπους που με στήριζαν.
Την Μάργκαρετ που έπεσε μέσα στην τρύπα που είχα σκάψει επιπόλαια εγώ, τους γονείς μου που δεν με μάλωσαν καν γιατί λογικά κατάλαβαν την απελπισία της «ταγμένης στα θεωρητικά μαθήματα» κόρης τους, τα μικρά που μόλις γύρισα μου είπαν "δεν πειράζει" και με προσκάλεσαν σε ένα «τσάι πάρτι» με όλα τα λούτρινα αρκουδάκια τους... Όλους.
Τελικά κοιμήθηκα ανάλαφρη. Με βαρύ στομάχι από την πίτσα μεν, αλλά ανάλαφρη. Και ίσως τελικά αυτό είναι το πιο σημαντικό στην ζωή. Οι άνθρωποι που σε περιτριγυρίζουν. Με αυτά και με αυτά, με πήρε ο ύπνος όπου ονειρεύτηκα κόλλες και θυμωμένους λυκειάρχες, όμως στο τέλος κορίτσια να χαμογελάνε και μια ρομαντική ταινία να παίζει ακατάπαυστα στην μικρή οθόνη.
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου
Σήμερα δεν είχαμε σχολείο! Λόγω της τεράστιας χιονόπτωσης, τα σχολεία της περιοχής θα παρέμεναν κλειστά. Ξύπνησα περασμένες δέκα από ένα περίεργο όνειρο με απροσδιόριστη πλοκή αλλά σίγουρα πολύ γέλιο.
Θυμάμαι στο όνειρό μου να πασχίζω να μην γελάσω αλλά πάντα στο τέλος να λύνομαι στα γέλια και να πέφτω στο πάτωμα. Η υπερένταση από χθες θα φταίει. Ή απλά η παρέα με την Μάργκαρετ. Δεν θέλει και πολύ για να σαλτάρει ο άνθρωπος.
Με μια απότομη κίνηση, παραμέρισα το πάπλωμα και γύρισα πλευρό αφήνοντας το βλέμμα μου να ταξιδέψει έξω από το παράθυρο. Προβλεπόταν επιεικώς παγωμένη μέρα. Ήδη τα οχήματα καθάριζαν το χιόνι από τους δρόμους, ο ουρανός είχε ένα απροσδιόριστο γκρι χρώμα και το μόνο που έβλεπες μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το βλέμμα σου, ήταν πυκνή ομίχλη.
Σηκώθηκα πάνω και περπάτησα ζωηρά μέχρι την πόρτα ψαχουλεύοντας στα τυφλά να βρω το πόμολο. Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία.
Λες να λείπουν όλοι; Ένα θραύσμα χαράς φώλιασε μέσα μου όταν έκανα αυτή την σκέψη. Πάει καιρός από τότε που ξυπνούσα το πρωί και δεν άκουγα κλάματα ...
Έλενα Τσακιρίδου
Τα μεγάλα σε έκταση κείμενα δεν μπορούν να αναγνωστούν διαδικτυακά. Παραπάνω διαβάζετε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα.
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki