Χαράς Κρέτα
Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο απόγευμα ένα μικρό λαγουδάκι έπαιζε στο δάσος με τους φίλους του. Το όνομα του ήταν Ρίκο και είχε απαλό γκρι τρίχωμα, μεγάλα αυτιά και μια φουντωτή ουρά. Καθώς ο Ρίκο έπαιζε αμέριμνος με τους φίλους του, είδε ξαφνικά πλάι σε ένα δέντρο ένα μικρό κόκκινο πουγκί. Ήταν βελούδινο και είχε μια λευκή μεταξένια κορδέλα. Ενθουσιασμένος το άνοιξε και τότε το πρόσωπο του έλαμψε. Το πουγκί ήταν γεμάτο χρυσά φλουριά.
«Τι έχει μέσα;» ρώτησε ο μικρός σκαντζόχοιρος.
«Έχει έναν θησαυρό!» απάντησε ο Ρίκο.
«Είσαι πλούσιος δηλαδή;» ρώτησε και το μικρό σκιουράκι κοιτάζοντας τον με αγωνία.
«Δείξε μας τον θησαυρό σου Ρίκο...» είπε και η μικρή του φίλη η αλεπουδίτσα και τότε τα μικρά ζωάκια πλησίασαν το λαγουδάκι και κοίταξαν με λαχτάρα μέσα στο πουγκί.
«Με όλα αυτά τα χρυσάφια μπορείς να πας στην πόλη και να αγοράσεις πάρα πολλά πράγματα» πρότεινε η αλεπού.
«Ναι, αυτό θα κάνω».
«Πρόσεχε όμως να μην το μάθει κανείς γιατί θα στα κλέψουν!» φώναξε τρομαγμένος ο σκαντζόχοιρος.
«Όχι όχι, δεν θα μου τα κλέψουν. Θα τα κρύψω κάτω από το μαξιλάρι μου όταν θα φτάσω στο σπίτι».
«Και μετά τι θα κάνεις;» ρώτησε το μικρό σκιουράκι με γουρλωμένα μάτια από αγωνία.
«Όπως είπε η αλεπουδίτσα θα πάω στην πόλη. Θα σηκωθώ πολύ νωρίς το πρωί, πριν ακόμα βγει καλά καλά ο ήλιος και θα πάω κρυφά στην πόλη για να αγοράσω πολλά πολλά πράγματα».
«Θα μας πάρεις κι εμάς πράγματα;» ρώτησε χαρούμενη η αλεπού.
«Φυσικά! Θα πάρω σε όλους δώρα!» απάντησε.
Έτσι κι έγινε, το μικρό λαγουδάκι έτρεξε χαρούμενο στο σπίτι του και φύλαξε το κόκκινο πουγκί κάτω από το μαξιλάρι του. Την επόμενη μέρα πριν ακόμη ο ήλιος φωτίσει το δάσος, σηκώθηκε από το κρεβάτι του ενθουσιασμένο και αφού πήρε τον μικρό του θησαυρό μαζί του, ξεκίνησε για την πόλη. Αμέριμνο περπατούσε πάνω στον αυτοκινητόδρομο και απολάμβανε την πρωινή δροσούλα έχοντας το πουγκί σφιχτά στα χέρια του, όταν ξαφνικά ένα δυνατό φως το ανάγκασε να σταματήσει απότομα. Προέρχονταν από τον δρόμο και ήταν τόσο έντονο που ο μικρός Ρίκο δεν μπορούσε να δει μπροστά του. Τότε άκουσε έναν θόρυβο κι αμέσως μετά είδε τη φιγούρα ενός μεγαλόσωμου άνδρα να πλησιάζει. Το λαγουδάκι τρομοκρατήθηκε μόλις τον αντίκρισε και τα φώτα του αυτοκινήτου δεν άφηναν να δει καθαρά, όμως αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ένας κυνηγός. Ο άνδρας ενθουσιασμένος άρπαξε το μικρό λαγουδάκι από τα αυτιά και το κοίταξε με θαυμασμό. Ήταν φανερά χαρούμενος που είχε βρει το θήραμα του και ο μικρός Ρίκο ήταν αβοήθητος πλέον στα χέρια του.
Τότε ξεκίνησε να κλαίει δυνατά και να κουνιέται με σπασμωδικές κινήσεις πέρα δώθε, θέλοντας να ξεφύγει από τα χέρια του κυνηγού, όμως όσο πιο πολύ κουνιόταν, τόσο πιο δυνατά το έσφιγγε ο άνδρας. Ξαφνικά τα μεγάλα μαύρα μάτια του γούρλωσαν και με μια κίνηση άρπαξε το πουγκί από τα χέρια του μικρού λαγού που το κρατούσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Ο Ρίκο σάστισε και σταμάτησε να κουνιέται πέρα δώθε όταν αντιλήφθηκε ότι μόλις είχε χάσει τον θησαυρό του για πάντα. Ο κυνηγός άφησε απότομα τα αυτιά του κι εκείνο έπεσε πάνω στον δρόμο με δύναμη. Τότε ο Ρίκο κατάλαβε ότι τα φλουριά είχαν γίνει ιδιοκτησία του άνδρα αλλά όχι ο ίδιος και εκείνη τη στιγμή ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Χωρίς να χάσει λεπτό άφησε πίσω του τον πολύτιμο θησαυρό του και άρχισε να τρέχει με μανία προς το δάσος. Σε όλη την διαδρομή μέχρι να φτάσει στο σπίτι από τα μάτια του έτρεχαν αμέτρητα δάκρυα. Έκλαιγε από την λαχτάρα που είχε περάσει, από τον φόβο που είχε νιώσει αλλά και από συμπόνια για τους γονείς του που θα τον έψαχναν σε όλο το δάσος. Πλέον ο ήλιος είχε εμφανίσει τις πρώτες του αχτίνες και το ζεστό του φως έλουζε όλο το δάσος, τα πουλάκια τραγουδούσαν χαρμόσυνα για το λαγουδάκι και τα λουλούδια τον καλωσόριζαν με χαρά.
Όταν έφτασε στο σπίτι, βρήκε την μαμά του να κλαίει στο κρεβάτι του και τον μπαμπά του να της κρατάει το χέρι και να της σκουπίζει τα δάκρυα. Όταν είδαν τον Ρίκο να μπαίνει μέσα με δάκρυα στα μάτια, όμως χαρούμενος και υγιείς, έπεσαν κι οι δύο στην αγκαλιά του και τον παρακάλεσαν να μην φύγει πότε ξανά από το σπίτι κρυφά. Όταν ο μικρός Ρίκο τους είπε την ιστορία του και τους υποσχέθηκε να μην το ξανακάνει, του είπαν ότι όλα τα πλούτη του κόσμου δεν αξίζουν όσο το ότι το μονάκριβο τους παιδί ήταν καλά.
Χαρά Κρέτα
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki