Αντωνίου Ευθυμίου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πανέμορφος παπαγάλος με πλουμιστά φτερά, που τον έλεγαν Μιρό. Του είχαν δώσει αυτό το όνομα, γιατί ήταν πολύχρωμος, όπως οι πίνακες του Καταλανού ζωγράφου Ζουάν Μιρό. Η ουρά του ήταν μακριά κι εντυπωσιακή, ενώ το ράμφος του ήταν γαμψό σα γιαταγάνι. Ο Μιρό ήταν το αγαπημένο κατοικίδιο της Μπελίντα και του Λουδοβίκου, δύο νέων ανθρώπων που ζούσαν σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Η κοπέλα ήταν από την Αμερική και το αγόρι από τη Γερμανία. Γνωρίστηκαν τυχαία ένα καλοκαίρι στη Σαντορίνη, το πιο ωραίο νησί των Κυκλάδων, κι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν και να ζήσουν μαζί για πάντα στην Ελλάδα.
Ο Μιρό ζούσε σ’ ένα μεγάλο ξύλινο κλουβί, που έμοιαζε με κινέζικο ναό. Κάθε μέρα η Μπελίντα του έδινε την παπαγαλίνη του και φρόντιζε να μη διψάει. Τον αγαπούσαν πολύ, τον είχαν σαν παιδί τους, αλλά ο παπαγάλος ένιωθε δυστυχισμένος. Όταν του μιλούσαν, εκείνος δεν μπορούσε να τους ακούσει. Φοβόταν ότι είχε κουφαθεί. Κι αν ήταν κουφός και δεν άκουγε τις φωνές των ανθρώπων, πώς θα μπορούσε να τους μιμηθεί και να μιλήσει; Πριν τον αγοράσουν η Μπελίντα και ο Λουδοβίκος από το μαγαζί, είχε γνωρίσει κι άλλους παπαγάλους, πιο μεγάλους από αυτόν, οι οποίοι δεν έβαζαν γλώσσα μέσα. Και ο ίδιος, άκουγε του άλλους παπαγάλους, αλλά και τους ανθρώπους που έμπαιναν στο μαγαζί, να μιλάνε. Αλλά τι έπαθε τώρα; Από τότε πήγε στο διαμέρισμα, σταμάτησε ν’ ακούει φωνές.
Ήταν απόγευμα, παραμονή Χριστουγέννων. Η Μπελίντα και ο Λουδοβίκος άρχισαν να στολίζουν το σπίτι με κορδέλες και γιρλάντες.
Στο κέντρο του σαλονιού είχαν τοποθετήσει ένα θεόρατο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με χιλιάδες λαμπιόνια και λογιών λογιών στολίδια. Κοντά στο δέντρο ήταν και το κλουβί με τον παπαγάλο. Ο Μιρό παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια τις ετοιμασίες και προσπαθούσε ν΄ακούσει τι ακριβώς λένε. Μάταια! Φαινόντουσαν χαρούμενοι, αλλά τι έλεγαν μεταξύ τους δεν μπορούσε να καταλάβει.
Σε κάποια στιγμή, ο Λουδοβίκος τρέχει να ανοίξει την πόρτα.
Μια ψηλή γυναίκα με όμορφα ρούχα μπαίνει μέσα και τους χαιρετάει.
Αμέσως μετά κατευθύνεται προς το χριστουγεννιάτικο δέντρο και βλέπει δεξιά το κλουβί. Τότε, ο Μιρό, ακούει μετά από πολύ καιρό μια φωνή να ρωτάει «Παπαγάλος είναι αυτός;». Χάρηκε προς στιγμή, γιατί νόμισε ότι γιατρεύτηκε, ότι βρήκε επιτέλους την ακοή του.
Δυστυχώς, όμως, δεν άκουσε καμία απάντηση από την Μπελίντα και το Λουδοβίκο. Δε μιλούσαν καθόλου, μόνο κουνούσαν τα χέρια τους.
Άρχισε να έρχεται κι άλλος κόσμος και το διαμέρισμα γέμιζε σιγά σιγά. Ο Μιρό ήταν πολύ ευτυχισμένος. Όχι μόνο έβλεπε ανθρώπους που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του, αλλά τους άκουγε να μιλάνε, να γελάνε, ακόμη και να βήχουνε. Όλους, εκτός από την Μπελίντα και το Λουδοβίκο. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα. Γιατί να μην μπορεί να ακούσει αυτούς τους δύο ανθρώπους συγκεκριμένα;
Ξάφνου, τον πλησίασε ένας γάτος. Φαινόταν πολύ φινετσάτος.
Είχε ένα υπέροχο λευκό τρίχωμα, καλοβουρτσισμένο, και δυο τεράστια πράσινα μάτια.
«Πώς τα περνάς μες στο κλουβί;», τον ρώτησε.
«Σε ακούω. Περίμενε λίγο. Ακούω κι εμένα. Έχω φωνή, δική μου φωνή», κραύγασε ο Μιρό.
«Και γιατί σου φαίνεται παράξενο;», ρώτησε ξανά ο γάτος.
«Δεν ξέρω, αλλά σας ακούω όλους εδώ μέσα, εκτός από την Μπελίντα και το Λουδοβίκο», του απάντησε λυπημένος.
«Ποιοι είναι αυτοί;», ρώτησε με απορία ο γάτος.
«Μα εκείνοι που με αγόρασαν από το μαγαζί. Η οικογένειά μου. Οι οικοδεσπότες αυτού του σπιτιού. Ορίστε, κάθονται εκεί απέναντι στη γωνία», έδειξε με τη φτερούγα του. Ο γάτος έστριψε το κεφάλι του, κοίταξε προσεκτικά και είπε:
«Μα αυτοί είναι κωφάλαλοι. Ούτε ακούνε, ούτε μιλάνε».
«Τι είναι; Και πώς συνεννοούνται;», ρώτησε ο παπαγάλος.
«Με τα χέρια τους, μα δεν τους βλέπεις;», απάντησε ο γάτος.
Ο Μιρό ένιωσε παράξενα. Από τη μία χαιρόταν που δεν είχε χάσει την ακοή του, κι από την άλλη στεναχωριόταν που δύο τόσο νέοι άνθρωποι ήταν κωφάλαλοι. Μετά από λίγες ώρες, η γιορτή τελείωσε κι όλοι οι καλεσμένοι έφυγαν. Το διαμέρισμα άδειασε εντελώς. Η Μπελίντα πλησίασε το κλουβί, άνοιξε το πορτάκι κι έβγαλε έξω τον παπαγάλο. Ο Μιρό σάστισε. Πρώτη φορά έβγαινε από το κλουβί του. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Η Μπελίντα άρχισε να τον χαϊδεύει, να τον φιλάει στο κεφαλάκι του και να τον ταχταρίζει στην αγκαλιά της. Στο μεταξύ, ο Λουδοβίκος έφερε μια μαύρη φωτογραφική μηχανή, την έβαλε πάνω στο τραπέζι, πάτησε ένα κουμπί και στάθηκε δίπλα στην Μπελίντα. Ο Μιρό τους είδε να χαμογελάνε για λίγα δευτερόλεπτα και ξαφνικά ένα φως τον τύφλωσε.
Δεν ήξερε πια εάν το φως ήταν το φλας από τη φωτογραφική μηχανή ή η λάμψη της ευτυχίας αυτών των δύο ανθρώπων.
Αντώνιος Ευθυμίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki