Ελινώς Χριστοπούλου
Μία φορά και έναν καιρό...
Ήταν ένα ελεφαντάκι μικρό, συνηθισμένο σαν όλα τα άλλα, απαράλλαχτο από τα υπόλοιπα.
Με μία ίσως μικρή, απειροελάχιστη διαφορά.
Τόσο μικρή που ίσως μόνο οι φίλοι του τα ποντικάκια να αντιλαμβάνονταν.
Ίσως και καμία οξυδερκής καμηλοπάρδαλη για να είμαστε ειλικρινείς.
Ε, να, καμία φορά, που και που δηλαδή, όχι και τόσο συχνά είναι η αλήθεια... λίγες φορές μέσα στη μέρα τέλος πάντων… Ξεφυσούσε τα λάθος πράγματα.
Ξεφυσούσε τα λάθος πράγματα;
Ε ναι, ξεφυσούσε τα λάθος πράγματα. Τα σωστά δεν βρήκαν τον δρόμο -τον δρόμο τον σωστό δηλαδή- για την προβοσκίδα του, ενώ τα λάθος φαίνονταν να την προτιμούν.
Γιατί φυσικά και από τη μακριά, ριγέ, γαλαζοκίτρινη προβοσκίδα του είναι που τα ξεφυσούσε τα λάθος πράγματα.
Ωωωω και πόσο κοκκίνιζαν τα άλλοτε ροζ του μαγουλάκια κάθε φορά που συνέβαινε αυτό!
Που είπαμε, δεν ήταν και τόσο συχνά, λίγες φορές μέσα στη μέρα μονάχα. Ίσως και τόσο δα λιγάκι συχνότερα όταν φτερνιζόταν ή καυχιόνταν. Και όταν αναλογιζόταν ή στενοχωριόταν. Α, και όταν χτενιζόταν ή βαριόταν.
Α! Πριν ξεκινήσουμε την καταστροφική διήγηση βέβαια, ας συστήσουμε τον ανώνυμο φίλο μας.
Φίου, παραλίγο να το ξεχάσουμε και άντε να εξηγήσεις πως προέκυψε ιστορία με ανώνυμο πρωταγωνιστή.
Ιδιοκτήτης της ελαφρώς βραχυκυκλωμένης προβοσκίδας λοιπόν ήταν ο Μενέλαος Βιολέτος.
Μενέλαος Βιολέτος, όνομα και πράγμα.
Τώρα τι όνομα και τι πράγμα, κανένας δεν του εξήγησε ποτέ. Και ούτε και προσπάθησε να ξεφυσήξει ποτέ και το σωστό για το όνομα πράγμα, γιατί ήξερε πως μόνο λάθος θα βγει.
Καμία φορά είναι προτιμότερο λίγο μυστήριο λοιπόν ή ίσως έτσι να παρηγορούσε τον εαυτό του απλώς.
Συχνά παρηγορούσε τον εαυτό του λοιπόν ο Μενέλαος, που παρά τις συνηθισμένες πεποιθήσεις, δεν ήταν βιολετί το χρώμα του, αλλά αποτελούσε ειρωνική εφεύρεση του ελεφαντοπαππού του που ήταν μεγάλο πειραχτήρι… Ειρωνεία είναι μάλλον να λες κάτι που δεν ισχύει σαν να ισχύει και να νομίζεις ότι είναι αστείο. Έτσι είχε καταλάβει ο Μενέλαος τουλάχιστον, αν και οι μεγαλύτεροι ελέφαντες συμβούλευαν πως θα καταλάβει καλύτερα σα μεγαλώσει. Σε κάθε περίπτωση, η ειρωνεία δεν βοήθησε στο να απαλύνει την ταλαιπωρία του, συνεπώς άχρηστη πρέπει να ήταν.
Πίσω στο ποια ακριβώς ήταν αυτή η ταλαιπωρία που τριγυρνούσε τον Μενέλαο σαν κακότυχο βροχερό συννεφάκι όμως…
Ε να, για παράδειγμα, στα πάρτυ των ζουγκλοφίλων του θα ξεφυσούσε γυριστά, άχρωμα, μακρόστενα μακαρόνια, όταν οι φίλοι του ζητούσαν απλά, πολύχρωμα, στρογγυλά… μπαλόνια.
Ξαφνικά τα ανυπόμονα και παιχνιδιάρικα χαμόγελα των φίλων του θα ήταν καλυμμένα από τα ουρανοκατέβατα και κεφαλοπροσγειωμένα μακαρόνια και τσουπ, μία απόχρωση πιο ροδαλά θα γίνονταν και τα μαγουλάκια του φίλου μας που κάλυπτε τα μάτια του με τα μακριά αυτιά του από ντροπή. Όχι πως οι μακαρονοδιακοσμήσεις είναι απαγορευτικές, ίσα-ίσα είχαν και μία έξτρα νοστιμιά από τα μπαλόνια, αλλά δεν ήταν αυτό που του ζητήθηκε τέλος πάντων. Και σίγουρα το μακαρονοκαπέλωμα τους δεν ήταν στο μενού.
Τα πράγματα γίνονταν ακόμα χειρότερα όταν την ώρα του σχολικού κολατσιού, οι φίλοι του έτριβαν όλο προσμονή τα πατουσάκια τους περιμένοντας λαχταριστά, ολοστρόγγυλα, πολύχρωμα μακαρόνια και αναμενόμενα, ο Μενέλαος μας ξεφυσούσε… άγευστα, μακρόστενα και άχρωμα μπαλόνια.
Οι φίλοι του θα άφηναν κάτω τα μπολάκια τους και θα περιεργάζονταν με απογοήτευση τα διάφανα μπαλόνια που σίγουρα δεν θα γέμιζαν τις γουργουριστές κοιλίτσες τους. Μόνο ένας γενναίος σκαντζόχοιρος ονόματι Σπάικ έγλειψε διστακτικά μία φορά ένα από τα νερόβραστα (τρόπος του λέγειν, εφόσον μακαρόνια σίγουρα δεν ήταν…) μπαλόνια για να ξεγελάσει την πείνα του, απλά και μόνο για να κοντέψει να λιποθυμήσει από τον φόβο του όταν η αγκαθωτή του πλατούλα έσκασε δύο από τα υπόλοιπα μπαλόνια. Από τότε έχει μία ανεξήγητη φοβία για τους κλόουν και μακαρόνια ούτε στα μάτια του δεν θέλει να ξαναδεί.
Το δράμα του Μενέλαου δεν περιορίζεται εκεί φυσικά.
Μιλάμε αναπόφευκτα για ομπρέλες όταν ζητήθηκαν σαμπρέλες, για κάστρα αντί για άστρα, για πετσέτες αντί για ρακέτες, μέχρι και… μία ολόκληρη τρομπέτα, αντί για την πολυπόθητη κουβέρτα. Σίγουρα η Σίσσυ, η σουσουράδα, που τουρτούριζε δεν ενθουσιάστηκε όταν βρέθηκε εγκλωβισμένη και καπακωμένη κάτω από τη ψυχρή μεταλλική τρομπέτα. Αν κοίταζε βέβαια κανείς τα μαγουλάκια του Μενέλαου που γίνονταν ανησυχητικά κοκκινότερα κάθε φορά, δεν θα μάντευε το ψύχος, αλλά αντίθετα θα νόμιζε πως είχαν ξεροψηθεί για ώρες κάτω από τον καυτό μεξικανικό ήλιο.
Αχ, μα πόσες φορές είχε ευχηθεί να είχε μία από τις άλλες, τις λειτουργικές και ταπεινές προβοσκίδες, σαν όλα τα υπόλοιπα ελεφαντάκια! Ή έστω να δούλευε σωστά η αλλόκοτη δική του και να μην τον ντρόπιαζε με κάθε ευκαιρία.
Και τι δεν είχε δοκιμάσει ο καημένος ο Μενέλαος για να αποφύγει τον δημόσιο εξευτελισμό. Το ρεζιλίκι δηλαδή.
Μία μέρα έδεσε σε έναν ολόσφιχτο κόμπο την προβοσκίδα του και εξέπνευσε από το στόμα ανακουφισμένος που έδωσε λύση στο πρόβλημα. Την τύλιξε και άλλες τρεις φορές για να είναι σίγουρος ότι δεν θα κάνει πάλι αταξίες. Πριν καν το καταλάβει όμως και αφού όλο περηφάνια καυχιόνταν στους φίλους του, η προβοσκίδα ξετυλίχθηκε αφήνοντας να ξεχυθεί ένας πίδακας από πυροτεχνήματα, αντί για ένας πίνακας με χειροτεχνήματα. Τουλάχιστον αυτή ήταν έστω μία φαντασμαγορική γκάφα. Παρόλα αυτά, το πρόβλημα επέμενε και λύση δεν υπήρχε.
Ξανά τα ίδια.
Μία άλλη μέρα, σε μία κρίση απόγνωσης, αποφάσισε να κλείσει την άκρη της μη συνεργάσιμης προβοσκίδας του με τον φελλό από το μπουκάλι με το πειρατικό μήνυμα που είχε ξεβραστεί στη θάλασσα την προηγούμενη μέρα. Μπορεί να του γαργαλούσε λιγάκι τα ρουθούνια, αλλά άξιζε την αποφυγή του δημόσιου εξευτελισμού. Του ρεζιλικιού όπως είπαμε δηλαδή. Και όμως, πριν καν το καταλάβει και αφού αναμενόμενα φτερνίστηκε, ο φελλός εκτινάχθηκε τόσο μακριά που επέστρεψε στο κατάρτι του πειρατικού πλοίου και προσγειώθηκε στο καπέλο ενός πρασινομάλλη πειρατή. Από την άκρη της προβοσκίδας δε, απελευθερώθηκε μία υγιεινή ντοματοσαλάτα, αντί για την ανθυγιεινή σοκολάτα που του είχε ζητηθεί.
Ξανά τα ίδια, μονολόγησε ξεφυσώντας ο Μενέλαος και από την άκρη της προβοσκίδας πετάχτηκαν τα διαφορετικά και όχι τα ίδια φυσικά.
Έτσι λοιπόν, με πληγωμένη καρδούλα και αποθαρρυμένη προβοσκίδα, ο Μενέλαος μάζεψε τα μπογαλάκια του μέσα στην καταγάλανη τετράγωνη βαλίτσα του (τη ξεφύσηξε μία μέρα που χρειαζόταν επειγόντως μία κατακόκκινη στρογγυλή πασχαλίτσα) και αποφασίζει να εγκατασταθεί σε μία ευρύχωρη κουφάλα δέντρου μακριά από την προηγούμενη ζουγκλοκατοικία του. Μακριά και από όλους τους υπόλοιπους του φίλους και τα λάθος ξεφυσήματα και μακριά και από κάθε πιθανό δημόσιο εξευτελισμό (ε ξέρετε πια τι εννοούμε), σίγουρος πως μία ερημική ζωή είναι προτιμότερη από μία τόσο ντροπιαστική.
Μέρες ολόκληρες μετατράπηκαν σε μοναχικές βδομάδες και μάταια τον αναζητούσαν οι ζουγκλοφίλοι του, που αν μπορούσαν, θα του έλεγαν πως καθόλου δεν τους ένοιαζαν οι γκάφες του, ίσα-ίσα που τους διασκέδαζαν κιόλας. Ο Μενέλαος όμως είχε μία αποστολή και ήταν αποφασισμένος. Θα κατάφερνε να τιθασεύσει επιτέλους την ανυπόταχτη προβοσκίδα του και όλα θα ήταν μέλι γάλα ξανά στη ζωή του! Αρκεί η προβοσκίδα του να μην μπέρδευε το μέλι με το γάλα πάλι δηλαδή.
Μα τι και αν αυτοσυγκέντρωθηκε, και αν αναδιπλώθηκε, και αν ανασκουμπώθηκε -καμία ελπίδα δεν υπήρχε στον ορίζοντα, αν και μία καραβίδα έκανε την εμφάνιση της όταν εκείνος σιωπηλά ευχόταν για την αδικοχαμένη αυτή ελπίδα. Μέχρι και διαλογισμό δοκίμασε, ακόμα και μερικές ιδιαίτερα άβολες και μη κολακευτικές στάσεις γιόγκα, αλλά καθώς προσπαθούσε να φτάσει σε νιρβάνα κάνοντας τη στάση του ελέφαντα, κατάλαβε πως ούτε καν αυτή δεν ήταν ικανή να βοηθήσει την κατάσταση.
Σα να μην έφτανε αυτό, με το πέρασμα των ερημικών βδομάδων, η πρώην ευρύχωρη κουφάλα είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα στενόχωρη, αλλά και στενάχωρη συνάμα. Ήδη ξεχείλιζε από τη λάθος παραγωγή μπουρμπουληθρών αντί για δαχτυληθρών, πατινιών έναντι μπικινιών και μελανών καλιακούδων στη θέση πολύχρωμων πεταλούδων. Το παρήγορο καταφύγιο του μετατράπηκε και αυτό σε μία απογοητευτική υπενθύμιση της δυσλειτουργικής του προβοσκίδας και πουθενά δεν μπορούσε να κρυφτεί από την αποτυχία του πλέον.
Όταν πια ξεφύσηξε και μία φουρνιά ορχήστρες αντί για κουδουνίστρες, αλλά και έναν χείμαρρο από ολόκληρα φεγγάρια αντί για μερικά σφουγγάρια, έφυγε τρέχοντας μακριά από τη μουσική υπόκρουση της Σονάτας του Σεληνόφωτος που για κάποιο λόγο επέλεξαν να παίζουν όλες οι ορχήστρες συγχρονισμένα, και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Όχι πως δεν του άρεσε ο Μπετόβεν, αλλά σαν η μελαγχολική μελωδία να παραεναρμονιζόταν σήμερα με τη διάθεση του.
Όσο κατηφόριζε λοιπόν αποκαρδιωμένος ένα φυλλώδες μονοπάτι, ακούει άξαφνα μία αχνή φωνή στο βάθος της ζούγκλας, να κλαψουρίζει γεμάτη από παράπονο. Στην αρχή προσπάθησε να την αγνοήσει θεωρώντας πως ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να βοηθήσει κάποιον σε ανάγκη και πως αν μη τι άλλο, θα τα έκανε ακόμα χειρότερα όλα. Η καρδιά του όμως ήταν ακόμα μεγαλύτερη από τα μεγάλα του αυτιά που ήδη δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τον παρακλητικό ήχο και έτσι ο Μενέλαος έτρεξε τελικά προς τη διάσωση του άγνωστου φίλου του.
Αφού διαπέρασε πολλά πυκνά δέντρα και παραμέρισε ακόμα περισσότερους αραιούς θάμνους, η φωνή ξάφνου δυνάμωσε και ο Μενέλαος βρέθηκε να αντικρίζει τον πομπό της κραυγής βοηθείας. Τόση φασαρία τελικά έκανε ένα τόσο δα ποντικάκι, που με το ζόρι επέπλεε στο ποτάμι, καθώς κρατιόταν από ένα άδειο κονσερβοκούτι από σαρδέλες, που κάπως είχε καταλήξει εκεί λόγω της ενοχλητικής ρύπανσης των ανθρώπων. «Βοήθεια!» ξαναφώναξε ο Ρίκυ το ποντίκι, «Δεν ξέρω καθόλου κολύμπι!», είπε κουνώντας τα χεράκια του σε μία μάταιη προσπάθεια.
Ο Μενέλαος προσπάθησε να ξεχάσει τον αιώνιο μύθο (που ίσως και να έκρυβε μεγάλη δόση αλήθειας τώρα που τα λέμε...) ότι θα έπρεπε να λιποθυμήσει και μόνο στη θέα του μικροσκοπικού ποντικιού και προσπάθησε να αντλήσει θάρρος από την ανωτερότητα της κορμοστασιάς του. Όλο το θάρρος του κόσμου όμως δεν θα άλλαζε πως ούτε και αυτός ήξερε καθόλου κολύμπι.
Όταν το έμαθε αυτό ο Ρίκυ, τότε φώναξε με ελπίδα «Δεν πειράζει, αρκεί να μου πετάξεις ένα σχοινί!» Το ότι ο Μενέλαος έκλεισε σφιχτά τα μάτια, ελπίζοντας ότι θα αποφύγει κάπως μαγικά την ντροπιαστική στιγμή που θα ακολουθούσε, δεν εμπόδισε την θρασύτατη προβοσκίδα του να εμφανίσει φυσικά μία ινδιάνικη σκηνή στα πόδια του και σίγουρα όχι το σωτήριο σχοινί. Αντιμέτωπα με το αλλόκοτο αυτό θέαμα, τα ματάκια του Ρίκυ γούρλωσαν και με απορία ρώτησε «Συγγνώμη, τώρα εσύ πώς το έκανες αυτό;» ξεχνώντας προς στιγμήν το δράμα που ζούσε. Έτσι, ο Μενέλαος αφηγήθηκε όσο πιο σύντομα μπορούσε το δικό του δράμα, αφήνοντας μερικά βιολετί δάκρυα να ξεχυθούν και γίνουν ένα με τα νερά του ποταμού. «Όπως καταλαβαίνεις, είμαι ο τελευταίος που μπορεί να σε βοηθήσει, το ήξερα πως ήταν λάθος να έρθω…» είπε γεμάτος παράπονο και έκρυψε το πρόσωπο του με τα μεγάλα του αυτιά, όπως εξάλλου το συνήθιζε.
«Μην ανησυχείς», είπε ο Ρίκυ το Ποντίκι, «σα να φάνηκε μικρότερο τώρα το πρόβλημα μου απέναντι στη δυστυχία σου καημένε». Παρά τη σύντομη παρηγοριά του όμως, τα κουρασμένα του χεράκια οδήγησαν το Ρίκυ στην επόμενη ερώτηση του: «Να υποθέσω πως δεν υπάρχει ελπίδα ούτε για να βρεις ένα σωσίβιο ε;» Καθώς είχε ήδη ξεκινήσει να κουνάει αρνητικά το κεφάλι ο Μενέλαος, από την άκρη του απογοητευμένου του ξεφυσήματος πετάχτηκε ξαφνικά ένα αμφίβιο! Από δύναμη συνήθειας, ο Μενέλαος κοκκίνισε και ετοιμάστηκε να ζητήσει για πολλοστή φορά συγγνώμη, μέχρι που ο Ρίκυ τον διέκοψε ενθουσιασμένος φωνάζοντας «Μα αυτό είναι ακόμα καλύτερο, τώρα σώθηκα!»
Ο Μενέλαος αναρωτήθηκε αν επρόκειτο για μία ακόμα χρήση εκείνης της διάσημης ειρωνείας που ποτέ του δεν κατάλαβε, ώσπου παρατήρησε πιο προσεκτικά το αμφίβιο που είχε μόλις ξεφυσήξει. Είχε τόσο συνηθίσει να αδιαφορεί για την προβοσκιδοπαραγωγή του, που ούτε που αντιλήφθηκε πως το αμφίβιο δεν ήταν άλλο από ένα μεγαλοπρεπή πορτοκαλί βάτραχο, ο οποίος είχε ήδη βουτήξει χωρίς δεύτερη σκέψη στα νερά για να παραλάβει τον Ρίκυ κουβαλώντας τον στην πλάτη του μούσκεμα μεν, αλλά ασφαλή δε μέχρι την όχθη.
Ο Μενέλαος χρειάστηκε να ανοιγοκλείσει πολλές φορές τα μάτια του μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Πότε ξανά δεν είχε ξεφυσήξει κάτι που να αποδείχθηκε χρήσιμο και η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη! Θα τη χαρακτήριζε σαν ένα απροσδόκητο μείγμα ντροπής για την αρχική αποτυχία του και φανταχτερής περηφάνιας για το τελικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, όχι απλώς η προβοσκίδα του τον έκανε για πρώτη φορά να μην κοκκινίσει από ντροπή, αλλά είχε μόλις σώσει και τη ζωή κάποιου! Αυτό σίγουρα την έκανε αντάξια για μία κάποια προαγωγή από την αδιάφορη μέχρι τώρα θέση της, αλλά από την άλλη, εφόσον ήταν απίθανο να ξανασυνέβαινε ένα τέτοιο θαύμα, ίσως ήταν καλύτερα να μην μπλέξει με την περιττή γραφειοκρατία της προαγωγής.
Όσο ο Μενέλαος επεξεργαζόταν τη νέα κατάταξη της προβοσκίδας του, ο Ρίκυ το Ποντίκι, αφού τυλίχθηκε με ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου αντί για μπουρνούζι, και τίναξε από πάνω του τις τελευταίες σταγόνες, σκούντηξε διστακτικά το πόδι του φίλου μας του Μενέλαου. Αναμενόμενα, εκείνος αναπήδησε από τον φόβο του, καθώς είχε χαθεί στη σκέψη του και βρέθηκε να ισορροπεί πανω σε μια καρέκλα που δεν κατάλαβε από πού ακριβώς εμφανίστηκε. «Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω» είπε διστακτικά ο Ρίκυ.
«Διόλου δε με τρόμαξες αν θες να ξέρεις» είπε κατεβαίνοντας από τη μυστηριωδώς εμφανισμένη καρέκλα ο Μενέλαος. «Να απλώς, αυτό είναι ένα κόλπο που προετοιμάζω για το τσίρκο, πλάκα δεν έχει;» ρώτησε με μάγουλα που έμοιαζαν σα να φορούσαν τη λάθος απόχρωση ρουζ.
Ο Ρίκυ αποφάσισε να πάει με τα νερά του -στο κάτω κάτω ήταν ο σωτήρας του και καμία σημασία δεν είχε αν φοβόταν ένα μικροσκοπικό ποντικάκι σαν του λόγου του ή αν πράγματι προετοίμαζε κάποιο ιδιαίτερα βαρετό κόλπο για το τσίρκο. «Μα ναι, φυσικά, πολύ λογική στιγμή για να κάνεις εξάσκηση εξάλλου. Παρεμπιπτόντως, ήθελα να σε ευχαριστήσω που μου έσωσες τη ζωή, τη χρειαζόμουν πολύ είναι η αλήθεια!» κατέληξε να πει, ξετυλίγοντας το μπουμπούκι από πάνω του και προσφέροντας το στο Μενέλαο. «Ω, δεν κάνει τίποτα. Και συγγνώμη για την εξιστόρηση των δικών μου δυσκολιών, με πέτυχες σε ευάλωτη στιγμή» είπε ο Μενέλαος αναστενάζοντας με ανακούφιση και αυτή τη φορά κοκκινίζοντας για τελείως διαφορετικούς λόγους από συνήθως.
«Σχετικά με αυτό, ήθελα να δοκιμάσω να σου ανταποδώσω τη χάρη, προσφέροντας σου μια ιδέα που μπορεί να απαλύνει τον πόνο σου λιγάκι» ξεφώνησε ο Ρίκυ, με τα ματάκια του να αστράφτουν, και όχι απλώς από το μπάνιο που είχε μόλις κάνει. «Είμαι όλος αυτιά» είπε ο Μενέλαος, σχεδόν κυριολεκτώντας τόσο μεγάλα που ήταν τα αυτιά του. Όταν το ποντικάκι ολοκλήρωσε τη σκέψη του, ο Μενέλαος απόρησε για το πώς γινόταν η λύση στο αιώνιο πρόβλημα του να βρισκόταν μπροστά από την προβοσκίδα του τόσο καιρό και να μην είχε πάρει χαμπάρι. Τύλιξε το μικρό Ρίκυ στην ίδια αυτή προβοσκίδα, τον στριφογύρισε με χαρά μερικές φορές στον αέρα και πήρε ξανά τον δρόμο του γυρισμού, αυτή τη φορά μαζί με το νέο του φίλο, που διόλου δε φοβόταν πλέον. Ε εντάξει, αρκεί να μην εμφανιζόταν αναπάντεχα μπροστά του τέλος πάντων.
Από εκεί και πέρα, αν κανείς αναζητούσε το Μενέλαο, θα τον έβρισκε πίσω από το ολοκαίνουργιο ριγέ λευκοκίτρινο "Περίπτερο Ξεφυσήματος" που είχε ιδρύσει και μπροστά από το οποίο υπήρχε σχεδόν πάντα μία μεγάλη ουρά από ζωάκια με μικρές και μεγάλες ουρές. Αυτή τη φορά, όλοι του οι φίλοι έφευγαν όχι απλώς ευχαριστημένοι, αλλά μάλιστα κατενθουσιασμένοι για τα νέα τους αποκτήματα, για τα οποία μοναδικό αντάλλαγμα ήταν χειροποίητα φραουλοκέικ και λεμονογλυκά ή έστω μία αγκαλιά αν το αλεύρι είχε τελειώσει σε κάποιο ζωάκι εκείνη τη μέρα.
Πώς συνέβη αυτή η σημαντική αλλαγή ρωτάτε;
Ε να, χάρη στη βοήθεια του Ρίκυ, ο Μενέλαος κατάλαβε επιτέλους πως ήταν αδύνατον να αλλάξει την προβοσκίδα του και πως ούτε θα έπρεπε να του ζητηθεί αυτό ποτέ. Με αυτήν είχε γεννηθεί εξάλλου και δε θα έπρεπε να νιώθει υπεύθυνος που λειτουργούσε διαφορετικά από όλες τις υπόλοιπες. Αυτό που μπορούσε να αλλάξει σίγουρα όμως ήταν το πως την αντιμετώπιζαν οι γύρω του -μαζί φυσικά και ο ίδιος του ο εαυτός. Δεν θα έπρεπε να της ζητούνται ξανά και ξανά αυτά που δεν μπορεί να κάνει, ούτε φυσικά να την κατηγορούν που αναμενόμενα δεν μπορούσε να εκπληρώσει κάτι για το οποίο δεν είχε φτιαχτεί.
Το κλειδί ήταν κυρίως να σταματήσουν να την αντιμετωπίζουν σαν κάποιο πρόβλημα προς επιδιόρθωση, αλλά να δημιουργήσουν γύρω της τη λύση που θα της προσέφερε μία θέση -με ή χωρίς προαγωγή- που θα αναδείκνυε τις δυνατότητες της, αντί να τη δοκιμάζουν με μέτρο τις ξένες προσδοκίες -ή προβοσκίες, όπως συνήθιζε να λέει χαριτωμένα ο Μενέλαος.
Έτσι λοιπόν, μετά την εύστροφη παρατήρηση του Ρίκυ, που παρόλο που ήταν ποντίκι, αποδείχθηκε πιο οξυδερκής από καμηλοπάρδαλη, ο Μενέλαος ανήρτησε μία μεγάλη ταμπέλα στο Περίπτερο Ξεφυσήματος. Η φωσφορίζουσα από πυγολαμπίδες ταμπέλα λοιπόν, συμβούλευε όλους του τους φίλους να ζητούν τα αντίθετα από αυτά που θέλουν, για να αποφύγουν αυτά που δε θέλουν. Η αντιστροφή των λέξεων που έκαναν ρίμα, εκτός από εφευρετική διαδικασία, αποτελούσε και την πάναπλη απάντηση σε όσα βασάνιζαν το Μενέλαο μέχρι τότε. Ήθελες φυστίκια; Αρκούσε να ζητήσεις μερικά φυρίκια! Όσο για χοροπηδηχτά τραμπολίνα; Μα φυσικά η ερώτηση θα έπρεπε να αφορά συμπαγή μαντολίνα! Και δε χρειάζεται να διευκρινίσουμε πως αν ήθελες ένα ρολόι να σου λέει την εγχώρια ώρα, αρκούσε να ζητήσεις ένα κομπολόι από βόρεια χώρα!
Που και που φυσικά, κάποια λέξη θα έχανε τον δρόμο της και θα οδηγούσε σε κάποια τρίτη, ανεπιθύμητη ομοιοκαταληξία και όχι στην αναμενόμενη. Όπως για παράδειγμα όταν το αίτημα του Πέτρου του Σκίουρου για δαχτυλίδια, δεν οδήγησε στα πολυπόθητα βελανίδια, αλλά σε ένα χάος από μπιχλιμπίδια. Ή όταν η αίτηση της Τζίνας της Αλογίνας για πανό, δεν επέφερε το τραγανό σανό που λαχταρούσε, αλλά ένα μεγάλο, ξύλινο κανό. Κάποια πράγματα ίσως δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν ποτέ τελείως εξάλλου.
Η βασική διαφορά όμως ήταν πως πλέον τα μαγουλάκια του Μενέλαου διατηρούσαν την ίδια γαλαζοκίτρινη απόχρωση τους και στάλα ροδαλής νότας δεν έκανε την εμφάνιση της πάνω τους.
Εμφάνιση δεν έκαναν ούτε οι πρώην τάσεις φυγής του, μα ούτε και η προηγούμενη απογοήτευση των φίλων του. Αντιθέτως, κάθε μπιχλιμπίδι και κανό, θα δεχόταν υποδοχή από ζεστά γέλια και όλα τα ζωάκια θα διασκέδαζαν καλοπροαίρετα με το απρόσμενο αποτέλεσμα, εκτιμώντας την αστεία έκπληξη και ξέροντας πως δική τους δουλειά ήταν να βοηθήσουν την προβοσκίδα του φίλου τους να πετύχει το σκοπό της. Ήταν ξεκάθαρο πλέον πως είχαν και τα ίδια μεγάλη ευθύνη για το να νιώθει ο Μενέλαος καλοδεχούμενος και η προβοσκίδα του να βρίσκει το σεβασμό που της άξιζε εξ αρχής.
Επίσης, ας μη ξεχνάμε και πως συχνά, όπως στην περίπτωση του Ρίκυ και του πορτοκαλί βατράχου, ακόμα και όσα θεωρούμε λάθος πάνω μας ή όσα μας φαίνονται άχρηστα, μπορεί να αποδειχθούν σωστά και χρήσιμα στην κατάλληλη περίσταση. Μέχρι και ένα μικρό, ταπεινό αμφίβιο αντί για ένα ολόκληρο, εντυπωσιακό σωσίβιο μπορεί να καταλήξει ακόμα και ζωή να σώσει! Έτσι λοιπόν, ο Μενέλαος πάντα φρόντιζε έκτοτε να βρίσκει ένα όμορφο σπίτι και για τις κατά λάθος παραγωγές του και εξακολουθούσε να μένει έκπληκτος από το πόσο επιθυμητά μπορούσαν να γίνουν τελικά τα άλλοτε ανεπιθύμητα δημιουργήματα του, αν απλώς εντόπιζε το σωστό ζωάκι που θα τα εκτιμούσε.
Έτσι, στο Περίπτερο Ξεφυσήματος του προσέθεσε και το παράρτημα του Κατά Λάθος Ξεφυσήματος, που είχε τόσο διασκεδαστικό, όσο και φιλανθρωπικό (εεε, φιλοζωικό εννοούσαμε προφανώς) χαρακτήρα.
Σύντομα, εκτός από τη χαρά και βοήθεια που μοίραζε, το μέρος αυτό κατέληξε να γίνει και αγαπημένο ζουγκλοστέκι και ο Μενέλαος η ψυχή της ζούγκλας!
Εξάλλου, ο Μενέλαος είχε πλέον καταλάβει πως μπορεί να ήταν διαφορετικός τόσο από τα άλλα ζωάκια, όσο και από τα ελαφαντάκια στα οποία νόμιζε πως όφειλε να μοιάζει, αλλά τελικά αυτή ακριβώς κατέληξε να γίνει η δύναμη του. Έγινε η δύναμη του όμως, μόνο όταν την αντιμετώπισε ως τέτοια και ξεκόλλησε τα αυτάκια από τα μάτια του, κοιτάζοντας τον πραγματικό εαυτό του στον ποταμένιο καθρέπτη και χρησιμοποιώντας την προβοσκίδα του για να τον αγκαλιάσει.
Ο Μενέλαος από τότε δεν έζησε απλώς καλά (και εμείς καλύτερα), αλλά βοήθησε και όλους τους γύρω του να ζήσουν ακόμα καλυτερότερα και αυτό ακριβώς είναι που τον έκανε τόσο ξεχωριστό, και όχι μόνο η τόσο ιδιαίτερη προβοσκίδα του.
Και μη ξεχνάτε, αν και εσείς πού και πού νιώθετε διαφορετικοί, ή πιο πολύχρωμοι, παραφουσκωμένοι ή παραμελημένοι από τους υπόλοιπους, ή αν η προβοσκίδα σας δε μοιάζει και τόσο με όλων των άλλων, δοκιμάστε πρώτα να δώσετε μία μεγάλη αγκαλιά στον εαυτό σας και ύστερα να ζητήσετε τη βοήθεια και αγκαλιά των γύρω σας.
Δεν χρειάζεται να βουλώσετε με φελλό την προβοσκίδα.
Ούτε φυσικά να δέσετε σε επτάσφιχτο κόμπο την άκρη της.
Μα ούτε και να την κρύψετε σαν επτασφράγιστο μυστικό.
Και σίγουρα δεν χρειάζεται να την κάνετε να σωπάσει ή να προσποιηθεί τον χαμαιλέοντα για να καμουφλαριστεί ανάμεσα στις υπόλοιπες, προσπαθώντας να μοιάσει μαζί τους.
Θα υπάρχει πάντα χώρος σε αυτόν τον κόσμο για οποιαδήποτε προβοσκίδα, όσο διαφορετική και αν είναι.
Ακόμα και αν ξεφυσάει τα λάθος πράγματα τη λάθος στιγμή.
Ακόμα και είναι μονίμως συναχωμένη και μπουκώνεται με χαρτομάντιλα.
Ακόμα και αν απλώς δε λειτουργεί και καταλήγει διακοσμητική.
Ακόμα και αν τα χρώματα της είναι πιο φαντεζί και φουξιοπορτοκαλί από τα συνηθισμένα.
Ακόμα και αν έχει ένα πιο σουρεάλ σχήμα και ένα παράξενο πουά μοτίβο.
Ακόμα και αν φτερνίζεται όταν φοβάται και φωτίζεται όταν λυπάται.
Ακόμα και αν της αρέσουν διαφορετικά ζαχαρωτά από ό,τι στις υπόλοιπες.
Να τη φοράτε με περηφάνια και να τη χρησιμοποιείτε σαν το φίλο μας το Μενέλαο στο τέλος της ιστορίας.
Και πάνω από όλα, να βοηθάτε και τους άλλους να τη φορούν και χρησιμοποιούν έτσι.
Ώσπου να γεμίσει ο κόσμος όλος από τις πιο πολύχρωμες, αναπάντεχες, ποικιλόμορφες, μικρομέγαλες, ντροπαλογενναίες, αξιοπερίεργες, ξεχωριστές και διαφορετικές προβοσκίδες.
Ώσπου να είναι όλα τόσο διαφορετικά που διαφορετικότητα πλέον να μην υπάρχει.
Ελινώ Χριστοπούλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki