Νοέμβριος 3019. Ένα πρωτοφανές κύμα κακοκαιρίας μαστίζει ολόκληρο τον πλανήτη Άρη. Η Πεδιάδα των Ηλυσίων και η Κοιλάδα του Μάρινερ έχουν πλημμυρίσει από την κατακλυσμιαία νεροποντή που έχει σημειωθεί τις τελευταίες μέρες. Τεράστιοι παγετώνες έχουν σχηματιστεί στη Βόρεια Πολική Λεκάνη, δυτικά του Βόρειου Χάσματος, ενώ το μεγάλο ηφαίστειο Olympus Mons, που βρίσκεται στο υψίπεδο Θαρσίς, είναι έτοιμο να εκραγεί ύστερα από πολλά χρόνια αδράνειας. Ο διαγαλαξιακός πρόεδρος Q4779 στο διάγγελμά του προς τους μετανθρώπους τόνισε την κρισιμότητα της κατάστασης και συνέστησε ψυχραιμία. Δυστυχώς, ο πανικός απλώθηκε σαν νεφέλωμα πάνω από τον κόκκινο πλανήτη. Το κυκλοφοριακό κομφούζιο στους αιθέρες δεν έχει προηγούμενο και πρώτη φορά παρατηρήθηκαν τόσοι μαζικοί διακτινισμοί.
O S5001 φοβήθηκε πάρα πολύ με όλα αυτά τα περίεργα γεγονότα. Είναι ένα εσωστρεφές παιδί, που στον ελεύθερο χρόνο του ψαρεύει χίμαιρες στις ονειρολίμνες της φαντασίας του κι αφουγκράζεται τις ενδόμυχες σκέψεις των άλλων. Δεν έχασε, λοιπόν, καιρό. Φόρεσε βιαστικά τον άλικο εξωσκελετό του και πήγε μια βόλτα μέχρι την κεντρική πλατεία της γειτονιάς του να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι ακριβώς συμβαίνει. Εκεί βρήκε συγκεντρωμένους πολλούς μετανθρώπους και ανδροειδή μαζί. Φορούσαν όλοι ένα πολύτιμο πετράδι σαν διαμάντι στο στόμα και είχαν τα χέρια τους σηκωμένα ψηλά. Το βλέμμα του S5001, όμως, καρφώθηκε σ’ έναν γέροντα που καθόταν σκυθρωπός στο μοναδικό παγκάκι της πλατείας. Ο εξωσκελετός του ήταν σκοροφαγωμένος και στα ασημένια του μαλλιά αντικατοπτρίζονταν οι αιώνες που έζησε. Βαστούσε ένα χρυσό κηρύκειο και αντί για παπούτσια φορούσε σανδάλια. Τον πλησίασε διστακτικά, γιατί ποτέ δεν είχε απευθύνει τον λόγο σε άγνωστο. Με την παιδική αφέλεια που τον διέκρινε, ρώτησε το όνομά του και ο γέρος ψιθύρισε μια λέξη, «χρησμός». O S5001 σάστισε προς στιγμήν, γιατί νόμισε πως παράκουσε. Ο γέρος, όμως, συνέχισε: «Ο χρησμός βγήκε αληθινός. Το τέλος εγγύς…» Τα λόγια του τρύπησαν σαν ξιφολόγχη τα αυτιά του παιδιού. Δεν είχε ξανακούσει για τον συγκεκριμένο χρησμό και αναρωτήθηκε τι ακριβώς εννοούσε ο σεβάσμιος γέρος με αυτά τα λόγια. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει, γιατί διακτινίστηκε με ταχύτητα περιστρεφόμενου αστέρα νετρονίων. Συλλογίστηκε πως ο χρησμός είχε να κάνει με το παρελθόν του Άρη ή και με το τέλος της Γης. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν ένας διαγαλαξιακός παντογνώστης. Είχε μάθει από τους παππούδες του για την ύπαρξη του Θεού. Ίσως, αυτός να ήταν ο παντογνώστης που θα τον βοηθούσε να βρει τις απαντήσεις που έψαχνε.
Την επόμενη μέρα ρώτησε τον δάσκαλο της Αστρικής για τον Θεό. Εκείνος, στο άκουσμα της λέξης «Θεός» ταράχτηκε. Γούρλωσε τα μυωπικά του μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και τον έδιωξε κακήν κακώς από την τάξη. Ο S5001 αντιλήφθηκε πως υπάρχουν ορισμένες απαγορευμένες λέξεις στο σύμπαν και μια από αυτές ήταν και ο «Θεός». Ντράπηκε να επιστρέψει τόσο γρήγορα στο σπίτι του κι έτσι αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στη Ρετρόπολη, μια από τις πιο παλιές και υποβαθμισμένες περιοχές. Εκεί μπορεί να ξανασυναντούσε τον γέροντα, για να του διαλευκάνει το μυστήριο του «χρησμού». Η καταρρακτώδης βροχή και το δριμύ ψύχος δυσχέραιναν το περπάτημά του. Μετά από αρκετή ώρα περιπλάνησης στα στενοσόκακα της Ρετρόπολης, βρέθηκε στην είσοδο ενός πολύ παράξενου μαγαζιού. Η ταμπέλα έγραφε με μεγάλα πράσινα γράμματα «Βιβλιοπωλείο». Δεν την είχε ξανακούσει αυτήν τη λέξη, ούτε από τους παππούδες του ούτε από τους δασκάλους. Εμφορούμενος από μια ακαταμάχητη περιέργεια, έσπρωξε με δύναμη την ξύλινη πόρτα του καταστήματος κι εισέβαλε σα σίφουνας μέσα. Ο ιδιοκτήτης φοβήθηκε και του ζήτησε να περάσει έξω.
«Μια ερώτηση θέλω να κάνω μόνο» είπε με στεντόρεια φωνή ο μικρός. «Τι ακριβώς πουλάτε εδώ;» Ο μαγαζάτορας μειδίασε ελαφρώς, φόρεσε τα μικροσκοπικά γυαλιά του, άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε ένα πανόδετο βιβλίο με δίχρωμη θερμοτυπία, μπλε και μωβ. «Βιβλία πουλάμε παιδί μου. Αλήθεια, ξέρεις τι είναι τα βιβλία; Φορείς της γνώσης. Τα χρησιμοποιούσαν πολύ παλιά στη Γη οι άνθρωποι όταν ήθελαν να ενημερωθούν, να ψυχαγωγηθούν, να ερωτευτούν, ακόμη και να κοιμηθούν…» Ο S5001 τον παρακολουθούσε αποσβολωμένος, μην μπορώντας ν’ αρθρώσει λέξη. Ο μαγαζάτορας γέλασε με την αντίδραση του μικρού και δίχως να το πολυσκεφτεί του χάρισε το βιβλίο που έβγαλε απ’ το συρτάρι. Όταν το έπιασε στα χέρια του ο S5001 πετάρισε η ψυχή του, γιατί στο εξώφυλλο έγραφε «Χρησμοί και Μύθοι». Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει φεύγοντας από το βιβλιοπωλείο, ήταν ένα πνιχτό «ευχαριστώ».
Ήθελε επειγόντως να επιστρέψει στο σπίτι του για να περιεργαστεί το νέο του απόκτημα. Γι’ αυτόν τον λόγο προτίμησε τον διακτινισμό, από το διαγαλαξιακό λεωφορείο. Η μητέρα του, η κυρία S5000, απόρησε που τον είδε τόσο νωρίς, αλλά δεν πρόλαβε να του μιλήσει, αφού κλείστηκε αμέσως στην κάψουλά του. Τα χέρια του έτρεμαν από τη συγκίνηση και φοβήθηκε πως μπορεί να κατέστρεφε το βιβλίο με κάποια αδέξια κίνησή του. Αίφνης, συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να ρωτήσει τον μαγαζάτορα πώς διαβάζεται ένα βιβλίο. Πάσχιζε να βρει την οθόνη ή έστω κάποιο κουμπί ενεργοποίησης, αλλά εις μάτην. Δεν είχε ξαναδεί πιο πολύπλοκη συσκευή στη ζωή του και μάλιστα χωρίς οδηγίες χρήσεως. Όλες οι απαντήσεις κρύβονταν σ’ εκείνο το αλλόκοτο ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Ο πλανήτης Άρης μπορεί σε λίγες ώρες να καταστρεφόταν και ο S5001 δε θα μάθαινε ποτέ για τον περίφημο «χρησμό». Αλήθεια, γιατί στο σχολείο δεν τους μίλησαν για τα βιβλία και για την ιστορία της Γης; Γιατί τα μαθήματα σχετίζονταν αποκλειστικά με την τεχνολογία, το κέρδος και την κατανάλωση; Πρώτη φορά ένιωσε τόσο απογοητευμένος και ανήμπορος. Δεν τον ένοιαζε η καταστροφή του κόσμου, αλλά ότι θα πέθαινε πριν προλάβει να μάθει την αλήθεια για τον «Θεό» και το «βιβλίο». Τα βλέφαρά του βάρυναν από το ψυχολογικό βάρος και παραδόθηκε αμαχητί στην αγκάλη του Μορφέα.
«Άρη ξύπνα επιτέλους. Πάλι κοιμήθηκες με αυτό το παλιορομπότ που σου αγόρασε ο πατέρας σου;» Ο Άρης άνοιξε νωχελικά τα μάτια του κι αντίκρισε τη μητέρα του ωρυόμενη πάνω απ’ το κρεβάτι του. Στα χέρια του κρατούσε σφικτά ένα λευκό ρομπότ, το «S5001», που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του για τα γενέθλιά του. «Μου έχεις φάει τα συκώτια τόσα χρόνια. Πότε θα κάτσεις επιτέλους να διαβάσεις και λίγο; Το βιβλίο που σου δάνεισε ο παππούς σου ούτε που καταδέχτηκες να το ανοίξεις αθεόφοβε» συνέχισε η μητέρα του. Πράγματι, δίπλα ακριβώς στο κομοδίνο του ήταν ακουμπημένο ένα παλιό πανόδετο βιβλίο, που στο εξώφυλλο έγραφε «Χρησμοί και Μύθοι». Ο Άρης πέταξε χάμω το ρομπότ και με το δεξί του χέρι άδραξε το βιβλίο. Η ψυχή του ξαφνικά ανάβλυσε με πρωτόγνωρα αισθήματα και το άδειο του μυαλό γέμισε με σκέψεις. «Ελπίζω να ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις!» είπε με σαρκασμό η μητέρα του κι έκλεισε την πόρτα. Ο Άρης άρχισε να ξεφυλλίζει με μανία το βιβλίο και να ρουφάει σα σφουγγάρι κάθε λέξη που διάβαζε. Δεν τον ενδιέφερε πλέον ο «χρησμός», αλλά η γνώση και η αλήθεια.
Αντώνιος Ευθυμίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki
Μπορείτε να σχολιάσετε αυτό το παραμύθι παρακάτω ή/και να το βαθμολογήσετε εδώ