Βάλιας Σκορδίλη
«Μπζζ, μελιμέρα!», είπε η Θυμέλη, ενώ προσπαθούσε να τεντώσει το ριγωτό της σώμα. «Μα γιατί πρέπει να ξυπνάμε κάθε κάθε μέρα τόσο, μα τόσο νωρίς, σ’ αυτό το μελίσσι, θα μου πει κανείς;» ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση. «Νυστάζω τόσο πολύ που δεν μπορώ ν’ ανοίξω τις κεραίες μου!» ξαναείπε καθώς περνούσε τη ζεστή της ζακετούλα μέσα από τα λεπτοκαμωμένα της φτερά. «Τουλάχιστον, έχει ήλιο σήμερα;» είπε ξανά αφήνοντας ένα μεγάλο χασμουρητό.
Οι άλλες μελισσούλες, αδελφές, συμμαθήτριες και συγκάτοικοι της Θυμέλης στον 13ο μελιτώνα, δεν της έδωσαν και πολλή σημασία. Η Θυμέλη ήταν άλλωστε το πιο φλύαρο και φασαριόζικο μελισσάκι σε ολόκληρο το μελίσσι.
Ήταν ανήσυχη από μικρή, πρώτη αυτή βούισε απ’ όλες τις αδελφές της. Μπζζ από εδώ, μπζζ από εκεί, είχε άποψη για όλα. Δεν υπήρχε μέλισσα που να μην γνωρίζει, δεν παρέλειπε ποτέ να χαιρετά ακόμα και τα λουλούδια του αγρού –που όλοι ήξεραν φυσικά ότι προτιμούν την ησυχία.
Κάθε μέρα λοιπόν, όλες οι μικρές μελισσούλες ξυπνούσαν πρωί πρωί για να πάνε στο μελισσοσχολείο. Η Θυμέλη και η καλύτερή της φίλη, η Σεμέλη, όπως κάθε πρωί, πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα, πέρασαν για ένα γρήγορο πρωινό.
- Ένα μελισέικ κι ένα κρουασάν μελιού, παρακαλώ, ζήτησε η Θυμέλη.
- Πώς μπορείς και τρως όλα αυτά πρωί-πρωί, βρε Θυμέλη; αναρωτήθηκε η φίλη της. Ένα μελιτσίνο σκέτο για μένα, παρακαλώ, παρήγγειλε.
- Μα, φίλη μου χαζοβιόλα, έχουμε πρώτη ώρα χορό. Πώς θα κουνήσεις την κοιλίτσα σου αν δεν είναι γεμάτη και στρογγυλή;
Έτσι, με το πρωινό τους στο χέρι, ξεκίνησαν για το μάθημα. Η καθηγήτρια χορού, η κυρία Μελισάβετ, τις περίμενε βάζοντας μουσική στο μελόφωνο.
«Πάμε, κορίτσια, αργήσατε! Συνεχίζουμε το μάθημά μας σήμερα στο μελαματιανό! Θυμηθείτε τα οχτάρια μας…» είπε και χτύπησε ένα παλαμάκι.
«Και ένα, δύο, τρία, μέλι, πέντε, έξι, επτά, γύρη!» άρχισε να μετρά κι οι μελισσούλες κουνούσαν τις κοιλίτσες τους στο ρυθμό. Όλες εκτός από μία. Η Θυμέλη, κάπως μουτρωμένη και εμφανώς προβληματισμένη, σήκωσε το χέρι της:
- Κυρία, πάλι μελαματιανό θα κάνουμε; Υπάρχουν τόσα είδη χορού, φώναξε για ν’ ακουστεί πάνω από τη μουσική. Μπορούμε να κάνουμε μελάλσα που χρειάζεται κομψότητα και χάρη ή μελάνγκο που χορεύεται σε ζευγάρια, ακόμα και μελ-χοπ, που είναι πολύ της μόδας, είπε κάνοντας ταυτόχρονα ένα πήδημα στον αέρα.
- Αχ, Θυμέλη, πάλι τα ίδια; αναστέναξε η κυρία Μελισάβετ, ισιώνοντας τον χνουδωτό της κότσο. Είπαμε, ο χορός είναι πολύ σημαντικός για τις μέλισσες, είναι μορφή επικοινωνίας και μέσο προσανατολισμού. Όλες οι μέλισσες εδώ, στο δικό μας και τα άλλα μελίσσια, χορεύουν μελαματιανό, άρα αυτό μαθαίνουμε κι εμείς. Κουνώντας την κοιλιά μας και πεταρίζοντας σε οχτάρια, πάντα υπό τον ρυθμό του μελαματιανού, δείχνουμε τον δρόμο, ειδοποιούμε και μας ειδοποιούν για τα λουλούδια με την πιο νόστιμη γύρη.
- Κι αν, κι αν βρεθεί μια άλλη μέλισσα από ένα πολύ πολύ μακρινό μελίσσι; Κι αν θέλει κι αυτή για κάτι να μας ειδοποιήσει; είπε η Θυμέλη κι οι κεραίες άνοιξαν όλο προσμονή.
- Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, είπε η κυρία Μελισάβετ κοφτά. Πάμε τώρα, κορίτσια, συνεχίζουμε! Οχτάρια! Και ένα, δύο, τρία, μέλι…
«Άκου κει, δεν υπάρχει περίπτωση», σκεφτόταν η Θυμέλη, κουνώντας ανόρεχτα τη στρογγυλή της κοιλίτσα στο ρυθμό του μελαματιανού. Για τόσο μεγάλες κεραίες, η κυρία Μελισάβετ δεν έβλεπε καθόλου μακριά. Πάει, της χάλασε όλη η διάθεση. Μα να της φωνάζουν κιόλας, επειδή θέλει να μάθει κάτι καινούριο; Μα τι μελισσοσχολείο ήταν αυτό; αναρωτιόταν.
Πράγματι, οι υπόλοιπες ώρες κύλησαν αργά και μελοβαρετά. Η Θυμέλη, βαθιά προβληματισμένη για το δρόμο που βαδίζει το σύστημα μελοεκπαίδευσης, δεν έβγαλε άχνα, τόσο που παραξένεψε και τους καθηγητές της. Ευτυχώς, έφτασε η τελευταία ώρα και σε λίγο θα πήγαινε στο μελιτώνα της. Μέχρι τότε, είχαν μάθημα πτήσης. Οι μελισσούλες ξεκινούσαν από τη μελισσοπύλη, ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη διαδρομή στον αγρό, μάζευαν γύρη και γυρνούσαν πίσω.
Το δροσερό αεράκι έφτιαξε κάπως τη διάθεση της Θυμέλης. «Τουλάχιστον βγήκα λίγο έξω από αυτό το μελισσοκλουβί», σκέφτηκε. Διάλεξε μια όμορφη κίτρινη μαργαρίτα και αμέσως χώθηκε στο παχύ στρώμα της γύρης. Πριν προλάβει όμως να χαλαρώσει, κάτι πετάχτηκε μέσα από τη γύρη. Ένα μικρό μικρό μελισσάκι μ’ αδύναμα φτερά την κοιτούσε σχεδόν με τρόμο. «Γεια σου, ποια είσαι; Δεν σε ξέρω!» της είπε. Το μελισσάκι συνέχισε να την κοιτά. «Μην ντρέπεσαι, εγώ είμαι η Θυμέλη», ξαναείπε αλλά αυτό παρέμεινε σιωπηλό.
«Μα γιατί δεν μου βουίζεις; Φίλες θέλω να γίνουμε!» ξαναείπε η Θυμέλη.
Το μελισσάκι όμως δεν έδειχνε να καταλαβαίνει, μόνο την κοιτούσε με ορθάνοιχτες τις κεραίες του.
«Μα», σκέφτηκε φωναχτά η φίλη μας, «εγώ τις ξέρω όλες τις μέλισσες εδώ. Λες να μην είναι από εδώ;»
Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Είχε έρθει η ώρα να εξασκήσει τις γνώσεις της. Όχι ότι ήθελε να αποδείξει ότι είχε δίκιο, αλλά αυτό το μικρό μελισσάκι χρειαζόταν τη βοήθειά της. Πήρε θέση λοιπόν η Θυμέλη και ξεκίνησε με λίγο μελαματιανό –φυσικά το μελισσάκι δεν το ήξερε. Συνέχισε με λίγη αργεντίνικη μελούμπα, αλλά τίποτα. Χόρεψε λίγο μελένκο με σωστό ύφος Iσπανίδας μέλισσας, αλλά πάλι τίποτα. Θυμήθηκε τότε ένα ρωσικό χορό που διάβασε κάπου πρόσφατα.
«Μελίνκα, μελίνκα, μελίνκα…», ξεκίνησε και το μικρό, χλωμό μελισσάκι αναθάρρεψε, ανασηκώθηκε και δειλά δειλά κούνησε την, όχι και τόσο στρογγυλή, κοιλίτσα του στο ρυθμό του ρωσικού χορού. Ήταν ρωσομελισσάκι!
Η Θυμέλη, χορεύοντας, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, της έκανε σήμα να την ακολουθήσει στο μελίσσι. Θα την πήγαινε κατευθείαν στην κυρία Μελέρια, τη μελαφράστρια.
Περιμένοντας έξω από το γραφείο της, η Θυμέλη πετάριζε γύρω γύρω από τη χαρά της. Όλοι την έλεγαν φλύαρη κι αυθάδη, αλλά, ορίστε, το θράσος της έσωσε ένα μελισσάκι! Η κυρία Μελέρια δεν άργησε να βγει. Το μελισσάκι πράγματι είχε χάσει το δρόμο του και θα έμενε μαζί τους μέχρι να βρουν τους δικούς της. Η Θυμέλη ενθουσιασμένη χαμογέλασε στην καινούρια της φίλη.
«Πάμε», της βούισε, «θέλω να μου μάθεις όλους τους μελισσοχορούς τη χώρας σου!»
Βάλια Σκορδίλη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki