Δανάη, η ρεπόρτερ
Με μια διάθεση αναπόλησης της ζωής που κύλησε αφήνοντάς της γλυκές και πικρές αναμνήσεις, καθόταν η Δανάη, σ’ αυτήν την αυλή που έζησε τα πιο όμορφα παιδικά της χρόνια. Να έφταιγε το φθινόπωρο για την μελαγχολία της αυτή, μια εποχή που σε μελαγχολεί για όλα τα ωραία που πέρασαν και πάνε; Αλλοπρόσαλλη εποχή η άτιμη. Τη μια σου θυμίζει μικρό καλοκαιράκι, σαν να σε παρηγορεί για το μεγάλο καλοκαίρι που πέρασε και από την άλλη αλλάζει, μοιάζοντας με πρώιμο χειμώνα. Μα μόνον η εποχή είναι αλλοπρόσαλλη; Πριν λίγες ημέρες δεν ήταν που τον άνθρωπο τον τυραννούσε η αφόρητη ζέστη με έναν ήλιο καμίνι μισητό κι ανυπόφορο ξορκίζοντάς τον στο πυρ το εξώτερο κυριολεκτικά, ενώ τώρα τον παρακαλά να γυρίσει να του ζεστάνει το κορμί και τα κόκαλά του που τρίζουν από τα αρθριτικά σαν αγρασάριστες μηχανές;
Στο μαρμάρινο τραπεζάκι της αυλής άπλωσε μια διπλή εφημερίδα και πάνω της απόθεσε δυο χουφτιές ψιχουκάκια από ψωμί και κέικ για τα πουλιά, που άγνωστο το πώς ειδοποιημένα, θα ‘ρχόνταν σίγουρα να τα καταβροχθίσουν χωρίς να νοιάζονται ή να φοβούνται την παρουσία του ανθρώπου. Βλέπεις, με τον ψεκασμό που έκαναν την προηγούμενη ημέρα δύο θηριώδη αεροπλάνα σε χαμηλή πτήση, εξολοθρεύτηκε σχεδόν το μενού τους από έντομα και φυσικές λιχουδιές. Έπεσε πείνα στο πτερωτό βασίλειο και τα πουλιά, αναγκαστικά θα κατέφευγαν στον άνθρωπο για βοήθεια, τον προαιώνιο εχθρό τους. Το κυνήγι τους από παράνομους αλλά και νόμιμους κυνηγούς είναι εθνικό, θαρρείς, σπορ. Ίσως από ένστικτο να καταλάβαιναν ότι υπάρχουν κι άνθρωποι με άλφα κεφαλαίο και θα τα βοηθούσαν. Ευτυχώς που τα αποδημητικά είχαν προλάβει να φύγουν για την ζεστή Αφρική όπου και η τροφή σε έντομα είναι άφθονη, προς μεγάλη απελπισία των ανθρώπων. Έντομα, πόρος ζωής για τμήμα της πανίδας και αιτία μολυσματικών νόσων για άλλο. Ισορροπία της Φύσης!
Καθόταν και ρέμβαζε η Δανάη περιμένοντας τη γιαγιά της να τελειώσει κάτι που έγραφε και δεν έπαιρνε αναβολή, για να πάνε στον καρδιολόγο για προγραμματισμένο ραντεβού τσεκαρίσματος στο "μοτεράκι" που τελευταία δεν έπαιρνε και τόσο σωστές στροφές, βάζοντας την οικογένεια σε μεγάλη ανησυχία. Και να! Όπως το περίμενε. Με κάθετες εφορμήσεις, μια συμμορία από καμιά δεκαριά σπουργίτες επέπεσαν στην λαχταριστή τροφή και σε χρόνο μηδέν δεν είχε μείνει ψίχουλο για ψίχουλο πάνω στο χαρτί. Μα δεν έφευγαν, σημάδι ότι περίμεναν και περίσσευμα συσσιτίου, που η κοπέλα αποκωδικοποίησε και έσπευσε να προσφέρει. Τότε μόνον πρόσεξε ότι ανάμεσά τους υπήρχε και ένα πουλί που έμοιαζε με χελιδόνι, μα που χελιδόνι δεν ήταν, με κάτι μικρούλια κοντά ποδαράκια, τόσο κοντά που νόμιζες πως η κοιλίτσα του θα ακουμπήσει στο μάρμαρο πάνω.
Όχι χελιδόνι δεν ήταν. Πλησίασε να δει καλύτερα και αυτό φοβισμένο πέταξε στον κάθετο τοίχο του απέναντι κτηρίου αναρριχώμενο πάνω του σαν τον "άνθρωπο αράχνη" των καρτούνς. Τέτοια προσγείωση πουλιού σε τοίχο, πρώτη φορά η Δανάη έβλεπε, θαρρείς και στις πατούσες του είχε βεντούζες. Της έκανε μεγάλη εντύπωση η όλη συμπεριφορά του.
Γιαγιά και εγγονή πήγαν στον γιατρό που είπαμε και ευτυχώς βρήκε την Πέρσα, παρά την ηλικία της, μια χαρά. Με το που επέστρεψαν, αψηφώντας την έντονη φθινοπωρινή δροσιά, κάθισαν για λίγο στην αυλή, να απολαύσουν τις ηλιαχτίδες, ξέροντας ότι σε λίγο καιρό δεν θα το μπορούσαν, γιατί ναι μεν μπορεί να υπήρχαν, αλλά θα ήταν με "δόντια"! Η Δανάη όπως και πριν ένα δίωρο, επανέλαβε το κάλεσμα για τροφή των πτερωτών της φίλων. Η ίδια ακριβώς σκηνή, σαν σε καρμπόν. Ένα τσούρμο τσαχπίνικων σπουργιτιών και στη μέση η παράξενη χελιδόνα.
«Γιαγιά μου κοίταξε σε παρακαλώ τούτο το παράξενο πουλί, μοιάζει με χελιδόνι μα χελιδόνι δεν είναι απ’ όσο τα γνωρίζω λίγο πολύ».
«Μια μαυροσταχτούρα είναι μωρό μου. Μα μου φαίνεται περίεργο, πώς ακόμη δεν έχει αποδημήσει για την Αφρική -πώς και έχει ξεμείνει κατά πώς φαίνεται χωρίς τους ομοίους του;- όπως είναι ταγμένο από τη φύση; Αυτά τα πουλιά τρέφονται μόνον με έντομα που βρίσκουν στον αέρα όπου και περνούν όλη τους τη μέρα, ακόμη και τον ύπνο τους στον αέρα πετώντας τον παίρνουν. Θα πρέπει κάτι να του συνέβη και δεν μπόρεσε να φύγει και με τον προχθεσινό ψεκασμό έχασε και την τροφή του. Το καημένο είναι καταδικασμένο, ούτως ή άλλως, αφού και τροφή να είχε, το κορμάκι του δεν το αντέχει το κρύο. Εμείς παιδάκι μου τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, δυστυχώς».
Την επόμενη ημέρα η Δανάη έφερε της Πέρσας τις αιματολογικές εξετάσεις που ήταν καλές σχετικά και την βρήκε συλλογισμένη.
«Τι είναι Πέρσα κορίτσι μου; Έγινε κάτι;»
«Βρε Δανάη μου, σε μεγάλο μπελά με έβαλε το μαυροπούλι. Σήμερα η γνωστή παρέα των σπουργιτιών ήρθε στην αυλή με τη μαυροσταχτούρα πάλι στη μέση ενός κύκλου προστατευτικού θυμίζοντάς μου το γνωστό παιδικό παιχνιδάκι με τη μικρή Ελένη που κάθεται και κλαίει που δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της. Έπιασαν το τραπέζι και δεν το ’χαν σκοπό να φύγουν αν εγώ δεν τα τάιζα. Και οι σπουργίτες πάντα γύρω από τη μαυροσταχτούρα σαν προστατευτικός κλοιός.
»Σε λίγο τι συνέβη λες; Ένα άλλο σπουργίτι που το περίμεναν ως φαίνεται όλοι σαν έτοιμοι από καιρό να έρθει να τους συναντήσει, πλησίασε τη χελιδόνα, να την πω κι εγώ όπως εσύ, εκείνη άνοιξε το ράμφος της και καταβρόχθισε αστραπιαία το σκουλήκι που γι’ αρκετή ώρα θα της έκοβε την αφόρητη πείνα, όπως όλα έδειχναν. Έμεινα ενεή με την συγκινητική σκηνή που εξελίχτηκε μπροστά μου, μα είχε και συνέχεια. Ένας άλλος κουβαλητής σπουργίτης θα πρέπει να έφερε κάτι πιο σπουδαίο, γιατί είδα όλα τα πουλιά να φτερουγίζουν σαν από χαρά γύρω από το ταϊσμένο πια μαυροπούλι. Και τότε μόνον θυμήθηκαν ότι κι εκείνα έπρεπε να φάνε την τροφή που τους πρόσφερε ο Άνθρωπος. Τα ξεπάστρεψαν όλα, δεν άφησαν ίχνος ψίχουλου στο τραπέζι πάνω. Και με μια κυκλική περιστροφή, σαν σε χορό γύρω από το φίλο τους, κάνοντας ένα χαρούμενο τιτίβισμα έκαναν έτσι μια και πέταξαν μακριά.
»Η μαυροσταχτούρα έμεινε μόνη της στο τραπέζι. Θεώρησαν ότι το καθήκον τους είχε ολοκληρωθεί και ίσως εμμέσως να υποδείκνυαν σε μένα ότι τώρα άρχιζε το δικό μου το καθήκον προστασίας ενός ανήμπορου πλάσματος. Πες μου ό,τι θες, όμως εγώ έτσι εξέλαβα τη στάση τους. Με ξέρεις ότι προσωπικά μισώ την ιδέα φυλακισμένου, είτε πουλιού είτε οποιουδήποτε ζωντανού. Όφειλα όμως κάτι να κάνω έως ότου βρεθεί καλύτερη λύση, γιατί το πουλί βρισκόταν εκτεθειμένο στις ορέξεις αιλουροειδών και σκύλων. Είχα ένα τεράστιο κλουβί στην αποθήκη μου, όπου πριν πολλά χρόνια ο παππούς σου έβαλε κάτι πανέμορφα παπαγαλάκια που τα φρόντιζε εκείνος απαλλάσσοντας εμένα από αυτή την φροντίδα, καθώς είχα πολλές από δαύτες. Το περιποιήθηκα, το κρέμασα στον τοίχο, όπως βλέπεις, σε πιατάκια έβαλα διάφορα σπόρια που αγόρασα και νεράκι που ανανεώνω συχνά-πυκνά, άφησα τις μικρές πορτούλες ολάνοιχτες και το κάλεσα μιλώντας του σαν χαζή, να βρει εκεί μέσα προσωρινό καταφύγιο.
»Θα έχω να το λέω ότι κατάλαβε πλήρως την όλη μου συμπεριφορά. Δες το, μόλις επέστρεψε από μια πτήση δευτερολέπτων· δεν μπορεί περισσότερο. Μπήκε να φάει. Έχω σκοπό να το πάω σε έναν πτηνολόγο να το εξετάσει να δούμε τι συμβαίνει και βλέποντας και κάνοντας. Ήρθε στην αυλή μου ζητώντας ενστικτωδώς βοήθεια, θα του την δώσω, άλλο τίποτα δεν μπορώ να κάνω για πάρτι του…
»Παρεμπιπτόντως τι έδειξαν οι εξετάσεις μου; Θα ζήσω; Ή θα αρχίσω κι εγώ τα σούρτα φέρτα με τους γιατρούς που είναι το χειρότερό μου;»
Πράγματι, ο γιατρός που το εξέτασε βρήκε το φτερό του πληγωμένο και το σκάγι που έκανε τη ζημιά ήταν ακόμη καρφωμένο πάνω του. Ο γιατρός έκανε τα μαγικά του και σε δυο εβδομάδες το πουλί ήταν πλέον ένα άλλο πουλί. Εντωμεταξύ είχε εξοικειωθεί με την αυλή και το κρεμαστό του σπίτι στο οποίο μπαινόβγαινε οπόταν του έκανε κέφι.
Όταν πιάσανε τα κρύα, με έναν χειμώνα βαρύ, η Πέρσα το έφερε στη ζεστασιά του σπιτιού της όπου ελεύθερο πετούσε συνεχώς, γιατί έτσι είναι αυτά τα πουλιά. Συνεχώς πετούν, δεν περπατούν σχεδόν ποτέ. Έτρωγε την τροφή που συνέστησε ο γιατρός, την συμπλήρωνε με κανένα σπάνιο κουνουπάκι από αυτά που θρασύτατα σου ρουφάνε το αίμα και σφυρίζουν μέσα στ' αφτιά σου παρά τα αντικουνουπικά φιδάκια που λιβανίζουν τον χώρο, και ο καιρός περνούσε. Η Πέρσα σταμάτησε να πασαλείβεται με εντομοαπωθητικά, το μαυροπούλι τα είχε εξαφανίσει. Αν και το καλοκαίρι έκανε τα ίδια, τότε η γραία θα απολάμβανε τις βεγγέρες στην αυλή της που αλλιώς δεν τολμούσε υπό τον φόβο των πτερωτών βαμπίρ! Το γατί, η άσπρη γαλιάντρα, μπορεί να ζήλευε μα δεν τόλμησε ποτέ, είτε φανερά είτε κρυφά, να βλάψει τον φτερωτό μουσαφίρη. Η Πέρσα την είχε προειδοποιήσει: Έτσι και βλάψεις το πουλί, μαύρο φίδι που σε έφαγε κακομοίρα μου. Και να δεις που η γάτα κατάλαβε και τις απειλές και τις νουθεσίες και καθότανε στ' αυγά της, τρόπος του λέγειν δηλαδή…
Κάποτε πέρασε ο χειμώνας, και εκεί λίγο μετά τον Φλεβάρη, αρχές Μάρτη, η Πέρσα βρήκε το κλουβί αδειανό. Κοίταξε τη γαλιάντρα απειλητικά, μα εκείνη της ανταπέδωσε το βλέμμα αθώα και χωρίς να κατεβάσει τα βλέφαρα. Όχι δεν ήταν ένοχη για του πουλιού την απουσία.
Μετά από 3-4 ημέρες όπως η γραία άνοιξε το παράθυρο να αερίσει το σπίτι, βλέπει τη μαυροσταχτούρα να κάθεται στο πρεβάζι. Η γυναίκα μέσα στην τρελή χαρά της λέει:
«Αλήτισσα, που ήσουνα μωρέ και με έσκασες;»
Μα δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο μένοντας κάγκελο. Πλάι της ήρθε και κάθισε μια άλλη, ή μάλλον ένας άλλος μαυροσταχτούρης άρτι αφιχθείς εξ Αιγύπτου, κάτι είπαν τιτιβίζοντας, που δεν μπορεί να ήταν κάτι άλλο από "χίλια ευχαριστώ" και πέταξαν να χαρούν την ηλιόλουστη αρχή μιας καινούριας γι’ αυτά άνοιξης γεμάτα εμπειρίες και γνώση για τη Ζωή, τον Θάνατο, την Ανθρωπιά. Είχαν πολλά να πουν. Σε λίγο θα είχαν και τα μωρά τους… Και το φθινόπωρο θα έφευγαν για Αίγυπτο όλοι μαζί. Νομοτέλεια.
Η Φύση έδωσε τις λύσεις και η Πέρσα, απλά έδωσε ένα χεράκι να μην μείνουν άλυτα ορισμένα προβλήματα που φάνταζαν δύσκολα.
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Τριακοστό τέταρτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε με το επόμενο εδώ
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου