Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Μαμά, γιατί ο Ρίκο είναι μαύρος;

Ένα αληθινό παραμύθι με διαφορετικό χρώμα

Σοφίας Κουμαριανού


Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριό της Ελλάδας, που λεγόταν Σαν Άλλοτε, πάνω σε ένα μικρό νησάκι, υπήρχε μια όμορφη κοινωνία ανθρώπων που ζούσαν ειρηνικά κι αρμονικά. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν γεωργοί, αφού όλοι τους είχαν μάθει από μικροί πώς να αγαπούν, να φροντίζουν και να καλλιεργούν την γη, ώστε αυτή να τους δίνει απλόχερα τα αγαθά που χρειάζονταν για να ζήσουν. Ήξεραν ακόμα πώς να ψαρεύουν, πώως να φτιάχνουν όμορφα πράγματα και προϊόντα από αυτήν όπως: ζεστά ρούχα από την προβιά των τροφαντών αρνιών, λευκό και θρεπτικό γάλα από τις ασπρόμαυρες αγελάδες τους.
Τα λουλούδια τους ήταν όμορφα και χρωματιστά, καθένα με την δική του ξεχωριστή ομορφιά στην κάθε εποχή του χρόνου και σπάνια έβλεπες ένα μπαλκόνι ή μία αυλή στην Σαν Άλλοτε που δεν ήταν γεμάτο με όμορφα μπουμπούκια. Τα μικρά σπιτάκια με τις όμορφες αυλές τους και αυτά με την σειρά τους, όμορφα χτισμένα λευκά με γαλάζιες σκεπές και καθαρούς λευκούς τοίχους, στέκονταν στη σειρά πάνω στην γραμμή της παραλίας, κεντώντας με τα όμορφα χρώματα της παρουσίας τους την ακρογιαλιά, όπου έσκαγαν ζωηρά τα κύματα της Αρχόντισσας Θάλασσας.
Στο κέντρο του χωριού Σαν Άλλοτε, έστεκε η πλατεία με την επιβλητική της εκκλησία, το καφενεδάκι όπου πέρναγαν τις μέρες και τις ώρες τους οι μεγαλύτεροι του χωριού. Λίγο πιο κάτω μια καθημερινή συνηθισμένη ημέρα του φθινοπώρου, ο άνεμος στροβίλιζε και έχυνε προς όλες τις κατευθύνσεις τις παιδικές φωνές του δημοτικού σχολειού και του νηπιαγωγείου. Τα παιδιά έτρεχαν, έπαιζαν και κρύβονταν ανέμελα και χαρωπά, μελισσάκια ίδια που ζουζούνιζαν γύρω από τις κερήθρες τους.
Ξάφνου, το κουδούνι χτύπησε και σαν καλοκουρδισμένα, τα παιδιά έκαναν σειρές σειρές μπροστά στην πόρτα της κάθε τάξης τους. Η κυρία Αφροδίτη Μεταξοπούλου φέτος θα είχε την σκανταλιάρικη τετάρτη δημοτικού, μαθητές της οποίας ήταν και τα μοναδικά δίδυμα του χωριού: ο Χρόνης και ο Πολυχρόνης. Η τετάρτη είχε σαράντα μαθητές και έναν, πάντα όμως και από παντού ξεχώριζαν τα δίδυμα αυτά, όχι μόνο γιατί έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό, αλλά γιατί αγαπούσαν πολύ το διάβασμα και συγκεκριμένα την βιολογία!
Δεν θα μπορούσε βέβαια να μην ήταν και οι δύο τους οι αγαπημένοι μαθητές της κυρίας Αφροδίτης, που αγαπούσε πολύ τα λουλούδια και την θάλασσα και της άρεσε πολύ να τους ρωτάει για χρωμοσώματα και άλλες τέτοιες γενετικές απορίες. Τα παιδιά ήταν όλα όμορφα και έξυπνα, όταν όμως κάποιος από την παρέα έπιανε μία ακρίδα λόγου χάρη, έτρεχε με φούρια στα δύο δίδυμα που ξεχώριζαν για να τους ρωτήσουν και να εξηγήσουν γιατί η ακρίδα είναι πράσινη, γιατί η πυγολαμπίδα φωσφορίζει στο σκοτάδι ή γιατί ο Γιωργάκης έχει καταπράσινα μάτια ενώ η κυρία Αφρούλα και ο κύριος Κούλης -και οι δυο τους δηλαδή γονείς- έχουν καστανά!
Τέτοια ήταν η αγάπη του Χρόνη και του Πολυχρόνη για την βιολογία που κάθε μέρα και πιο συγκεκριμένα κάθε απόγευμα, μόλις τελείωναν τα μαθήματά τους, έτρεχαν και οι δύο στην θάλασσα για να μαζέψουν κοχύλια και να μελετήσουν τον γενετικό τους κώδικα. Περπατούσαν ανέμελα κάθε μεσημέρι μέχρι την δύση του ήλιου, μέχρι η κυρία Αγλαΐα να βγει στο μικρό τους μπαλκονάκι και με μια φωνή από εκείνες που συνήθως βάζουν οι μαμάδες, να τους υπενθυμίσει πως είναι πια ώρα να μαζευτούν και να ετοιμαστούν για τα κρεβάτια τους.
Θα ήταν βέβαια σχεδόν ανώφελο να αναφέρω πως όπως κάθε μικρός επιστήμονας έτσι και οι δύο μικροί μας βιολόγοι κρατούσαν πάντα στα χέρια τους ένα μικρό σημειωματάριο, όπου έγραφαν κάθε παρατήρηση σχετικά με τους οργανισμούς που παρατηρούσαν και όπως πάντα μελετούσαν.
Αν άνοιγε κανείς το μικρό τους ημερολόγιο, θα διάβαζε:

Τρίτη, 4 Μαρτίου 2014
Αγαπημένο μας ημερολόγιο, σήμερα η μικρή μας ανακάλυψη είναι ένα μικρό καβουράκι, δίπλα σε ένα όμορφο στριφογυριστό κοχύλι! Και οι δύο μικροοργανισμοί -όπως όλοι άλλωστε από δαύτους- αποτελούνται από ενενήντα τοις εκατό νερό, πέντε τοις εκατό άμμο και το υπόλοιπο σκληρό υλικό με το οποίο καλύπτουν το σώμα τους... χμμμ... είναι αντικείμενο προς μελέτη και θα γράψουμε αύριο από τι αποτελείται ακριβώς!

Έτσι λοιπόν πέρναγαν τα πρωινά τους στο σχολείο και τα απογεύματά τους στην ακροθαλασσιά ικανοποιώντας την περιέργεια του νεανικού μυαλού τους.
Μία μέρα που ξημέρωσε ακριβώς όπως οι υπόλοιπες μέρες, βρήκε τα δίδυμα στο σχολείο όπως και κάθε παιδί της ηλικίας τους.
''Μαθηματικά, γλώσσα κι αγγλικά γέμισαν και σήμερα τα δροσερά σας τα μυαλά'', είπε τραγουδιστά η κυρία Αφροδίτη και την φωνή της συνόδευσε η στριγκλιά του κουδουνιού.
Τα παιδιά χωρίς δεύτερη σκέψη αμόλησαν τρέχοντας για τα σπίτια τους, με τις σάκες τους να τραμπαλίζουν στους μικρούς τους ζωηρούς ώμους.
Τα δίδυμα με τη σειρά τους όπως έκαναν πάντα, πήραν τον δρόμο της κατηφόρας με προορισμό την ακρογιαλιά.
Ο Χρόνης είχε ανοίξει ήδη το ημερολόγιο και η μισή ημερομηνία είχε ήδη γραφτεί:
''Παρασκευή 19 Απριλ...'', έγραφε περπατώντας όταν ξαφνικά ένιωσε το χέρι του δίδυμου αδερφού του να τον τραβάει από το σακίδιο που κρεμόταν αδιάφορα στην πλάτη του.
Ο Χρόνης δεν πρόλαβε να αντιδράσει στην άγαρμπη και απότομη κίνηση του αδερφού του, όταν αυτός τον πρόλαβε και με παρατεταμένο τον δείκτη του χεριού του, έδειχνε κάτι που το περιέγραφε με ξαφνιασμένη, παγωμένη και τρομαγμένη φωνή.
Στην απέναντι πλευρά του χεριού του, ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα, υπήρχε ένας περίεργος μαύρος όγκος με κόκκινες και πράσινες πινελιές. Στην αρχή δίσταζαν να πλησιάσουν. Τον φόβο τους όμως, όπως ήταν αναμενόμενο για αυτά τα δύο δίδυμα, νίκησε η περιέργεια. Πλησίαζαν αργά-αργά και προσεκτικά προς την μάζα που τους θύμιζε ένα μικρό λοφάκι χωρίς σχήμα. Όταν έφτασαν κοντά, τα έχασαν.
Οι δύο μικροί δίδυμοι ήρθαν αντιμέτωποι με κάτι που δεν πίστευαν ούτε τα μάτια, ούτε το μυαλό τους. Το αίμα στις φλέβες τους είχε παγώσει, τα πόδια τους έτρεμαν και για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια (την τελευταία δηλαδή φορά που έκαναν εμβόλιο), τα μάτια τους πλημμύρισαν με δάκρυα που πίεζαν τη μύτη τους.
Με λίγα λόγια, μπροστά τους, εκεί ακριβώς που το κύμα έσκαγε και άλλοτε μάζευαν τα κοχυλάκια που μελετούσαν, τώρα κείτονταν... ένα παιδί! Μάλιστα, ένα παιδί! 'Ήταν ένα αγόρι με σκούρο -σχεδόν μαύρο δέρμα- ξαπλωμένο, βρεγμένο, με τα μάτια του κλειστά. Ήταν ξαπλωμένο με την πλάτη στον ουρανό και τα αγόρια ήταν σίγουρα πως το είχε ξεβράσει εκεί το κύμα. Οι πολύχρωμες πιτσιλιές που τους γυάλιζαν από μακριά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τις πιτσιλιές της κάποτε όμορφης παιδικής του μπλούζας, ενώ το παράδοξο σχήμα που έβλεπαν από μακριά δεν οφειλόταν σε τίποτα παραπάνω παρά σε ένα αρκουδάκι που το μικρό κρατούσε σφικτά κάτω από την αγκαλιά του.
-"Λες να είναι νεκρός;" ρώτησε ο Χρόνης παγωμένα μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω από το καημένο αγόρι που ήταν σίγουρος ότι πάνω κάτω είχε την ίδια ηλικία με αυτούς. Χωρίς να χάνουν χρόνο, έξυπνοι και γρήγοροι όπως ήταν και οι δύο, γύρισαν το αγόρι και έβαλαν ο ένας το αυτί του στην μύτη του και ο άλλος επάνω στην πλευρά της καρδιάς του για να δουν εάν το παιδί ήταν ακόμα μαζί τους.
-"Ζει και βασιλεύει", αναφώνησαν και οι δύο ταυτόχρονα σαν δίδυμοι που ήταν!
Το αγόρι με το εντελώς διαφορετικό χρώμα από τους δίδυμους, άρχισε τότε να σαλεύει και άνοιξε διστακτικά τα μάτια του... Πρώτα έριξε μία το δίχως άλλο κατατρομαγμένη ματιά γύρω του και μόλις αντίκρισε τα αγόρια, χωρίς εκείνοι να το περιμένουν καθόλου, τους αγκάλιασε και τους δύο σφιχτά! Στη συνέχεια, ο μικρός μας τραβήχτηκε ελάχιστα πιο πίσω, έσκυψε το κεφάλι του, ένωσε τις παλάμες τους μεταξύ τους και άρχισε με το κεφάλι κατεβασμένο προς την πλευρά πάντα των αγοριών να ψελλίζει κάτι στην γλώσσα του. Τα αγόρια δεν χρειάστηκαν πολλή ώρα για να καταλάβουν πως έτσι τους εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του, τους ευχαριστούσε δηλαδή που του έσωσαν την ζωή.
Όταν το αγόρι με το διαφορετικό χρώμα συνήλθε τελείως, με ευγενικές κινήσεις πήρε από τα χέρια του Πολυχρόνη το σημειωματάριο και άρχισε να ζωγραφίζει περίεργες εικόνες. Οι εικόνες ήταν άγριες, περιέγραφαν μια πόλη με ψηλά κτίρια, βόμβες, πεθαμένους ανθρώπους, τραυματίες, μωρά να κλαίνε, όπλα και μητέρες έγκυες να τρέχουν από εδώ και από εκεί. Τον εαυτό του τον απεικόνιζε με ένα σχέδιο που θύμιζε ένα αγόρι που έτρεχε από εδώ και από εκεί χαμένο και κλαμμένο, εντελώς μόνο του ή μάλλον με μοναδική συντροφιά το λούτρινο αρκούδι που κρατούσε συνέχεια και στην ζωγραφιά και στην πραγματικότητα. Τότε, πάνω από το κεφάλι του τράβηξε μία γραμμή και έγραψε το όνομα: ΡΙΚΟ. Τα αγόρια κατάλαβαν αμέσως πως αυτό ήταν το όνομά του. Στη συνέχεια η ζωγραφιά εμφάνισε μία βάρκα και τον Ρίκο με τον αρκούδο του μέσα σε αυτήν. Τα σπίτια και ο πόλεμος που ζωγράφιζε ο μικρός έμεναν πίσω από την βάρκα, όμως μπροστά από αυτήν τα κύματα υψώνονταν τεράστια και τρομακτικά. Το έγχρωμο αγόρι συνέχισε τη ζωγραφιά του με τη βάρκα να σπάει στη μέση σαν χάρτινο καραβάκι και τα κύματα να καταπίνουν ό,τι απόμεινε από αυτή. Η συνέχεια βρήκε τα δίδυμα με δάκρυα στα μάτια και τον φτωχούλη Ρίκο ξαπλωμένο και ταλαιπωρημένο με όλα αυτά τα βάσανα που κουβάλαγε η παιδική του ψυχή.
Δεν πήρε πολλή ώρα στα αγόρια για να το αποφασίσουν:
-"Είναι ξεκάθαρο πως ο Ρίκο προέρχεται από μία χώρα με πόλεμο. Έχασε τα πάντα εξαιτίας του. Προσπαθώντας να σωθεί, η θάλασσα τον έριξε στα βράχια και έπειτα στο νησί μας", είπε ο Χρόνης, με βλέμμα σκεπτικό. Τον λόγο αμέσως πήρε ο Πολυχρόνης και συμπλήρωσε:
-"Τα γονίδια του είναι διαφορετικά από εμάς, η όψη του, η γλώσσα του όλα είναι κάτι το εντελώς καινούριο από αυτά που ξέραμε μέχρι σήμερα. Στο σχολειό του σίγουρα δεν θα μαθαίνει τα θρησκευτικά που μαθαίνουμε εμείς και είμαι βέβαιος ότι δεν ξέρει καν ποιος είναι ο Θεός μας! Παρόλα αυτά -κοιτάχτηκαν στα μάτια και συνέχισαν ταυτόχρονα όπως έκαναν πολύ συχνά- ο Ρίκο είναι ένα όμορφο αγόρι της ηλικίας μας, που θα γίνει ο καινούριος μας αδερφός!"
Μια και δυο λοιπόν, οι τρεις τους παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Ο Ρίκο τα είχε εντελώς χαμένα, ενώ οι δυο μικροί μας βιολόγοι προσπαθούσαν να σκεφτούν τρόπους για να φέρουν μαλακά στην μητέρα τους, το γεγονός ότι πλέον θα έπρεπε να φροντίζει τρία αντί για δύο αγόρια!
Θα χρειαζόταν ένα βιβλίο τουλάχιστον με το μέγεθος μιας εγκυκλοπαίδειας για να περιέγραφαν τα αγόρια τι συνέβη στο σπίτι τους το βράδυ εκείνο. Οι γονείς τους κοίταγαν τον καινούριο τους φίλο σαν να έβλεπαν εξωγήινο, ενώ εκείνοι με την βοήθεια των βιβλίων της βιολογίας τους, προσπαθούσαν να εξηγήσουν στους γονείς τους γιατί ο Ρίκο έχει μαύρο δέρμα. Ο φτωχούλης Ρίκο έστεκε σε μια γωνίτσα και παρακολουθούσε την κουβέντα της οικογένειας χωρίς να μπορεί να καταλάβει λέξη! Με τα πολλά και με τα λίγα, η μητέρα των διδύμων, η κυρία Αγλαΐα, πλησίασε το μικρό ξένο αγόρι. Αφού τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, βλέποντας μέσα τους όλη την δυστυχία που κουβαλούσαν, η καρδιά της ράγισε στην ιδέα πως μια παιδική ψυχή άντεξε να σηκώσει τόση δυστυχία και τόσες κακουχίες. Για λίγο αισθάνθηκε ντροπή σαν ενήλικη, έπειτα όμως και αφού η ματιά της και το μητρικό της ένστικτο προσπέρασαν το χρώμα του δέρματος του μικρού Ρίκο, τον σήκωσε, τον αγκάλιασε σφιχτά και γυρνώντας προς την οικογένεια της είπε:
-"Από σήμερα ο μικρός σκούρος Ρίκο είναι το τρίτο μας παιδί και ο καινούριος σας αδερφός! Τρέξτε γρήγορα να φέρετε ένα κρεβάτι από την αποθήκη για να κοιμηθεί, όσο εγώ του δίνω καθαρά ρούχα και ζεστό φαΐ! Το παιδί αυτό είναι δώρο από τον ουρανό, δώρο προς την οικογένεια μας! Ο Ρίκο, ο Ρίκο μας, είναι ένα παιδί διαφορετικό από εμάς, αλλά πάντα παιδί! Κι είναι μάλιστα ένα παιδί βασανισμένο, κι εγώ, ναι, μάλιστα εγώ που δεν είμαι τίποτα και δεν έχω καμία δύναμη, αναρωτιέμαι πως μπορούν και ζουν οι ενήλικες ξέροντας πως υπάρχουν παιδιά που υποφέρουν! Κι επειδή λοιπόν εγώ δεν είμαι τίποτα και δεν έχω καμία σπουδαία δύναμη, θα αποκτήσω τώρα την δύναμη και την χαρά να γίνω μητέρα του μικρού μου μαύρου Ρίκο! Εσείς αγόρια μου δίδυμα το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να τον μάθετε σιγά-σιγά να μιλά τη γλώσσα μας, ώσπου να έρθει η στιγμή να έρθει μαζί σας στο σχολειό!"
Από την μέρα εκείνη, η ζωή όλων άλλαξε πάρα πολύ! Τα δίδυμα αφιέρωναν πολύ χρόνο στο καινούριο τους αδερφό και εκείνος με την σειρά του άρχιζε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει και να μιλά την γλώσσα του νησιού. Ευτυχώς, τις ευχάριστες στιγμές της οικογένειας δεν τις χαλούσαν οι κάτοικοι του χωριού, που δεν κατάφεραν να δουν στα μάτια του μικρού Ρίκο ένα παιδί σε ανάγκη.
Θλιβερά και απαξιωτικά, τον έβλεπαν σαν έναν εισβολέα στον χώρο τους, με πολύ διαφορετικό μαύρο δέρμα σε σχέση με δικό τους.
Κάποια από τα παιδιά, από τους συμμαθητές δηλαδή του Χρόνη και του Πολυχρόνη, όταν ήρθε η ώρα της πρώτης μέρας του σχολείου δεν τον είχαν ξαναδεί από τόσο κοντά. Τον κοιτούσαν περίεργα σχεδόν φοβισμένα και όταν έφτασε η ώρα της επιστροφής το μεσημέρι, όλα τα παιδάκια έτρεξαν σπίτι γρήγορα-γρήγορα και ανυπόμονα για να ρωτήσουν μ' ένα στόμα μια φωνή τις μαμάδες τους:
-"Μαμά, γιατί ο Ρίκο είναι μαύρος;"
Η ερώτηση ήταν πάντα η ίδια, η απάντηση της κάθε μαμάς όμως ήταν διαφορετική. Ορίστε μερικές από αυτές:
-"Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει γιατί είναι μαύρος παιδί μου. Αυτός που με νοιάζει είσαι εσύ και η αδερφή σου και δεν θέλω να έχετε κουβέντες μαζί του!"
Άλλες είπαν ότι μπορεί να κουβαλάει αρρώστιες από εκεί που ερχόταν και να κολλήσουν οι γιοι και οι κόρες τους. Άλλες είπαν ότι είναι μάγος και μπορεί να τους φέρει συμφορές και δεινά έτσι μαύρος που είναι, γι' αυτό θεώρησαν καλό να κλειδώσουν τα παιδιά μέσα στα σπίτια τους. Άλλες είπαν πως δεν θέλουν πολλά πολλά μαζί του γιατί αυτός πιστεύει σε άλλον Θεό και δεν θέλει και πολύ για να γίνει το κακό και να παρασύρει και τα δικά τους τα παιδιά.
Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά μετέφεραν όλα αυτά τα λόγια στην κυρία Αφροδίτη Μεταξοπούλου, όταν εκείνη φανερά προβληματισμένη ρώτησε τα παιδιά της τάξης γιατί μόνο τα δίδυμα έκαναν παρέα και έπαιζαν στα διαλείμματα με τον Ρίκο. Όταν άκουσε όλες αυτές τις απόψεις, τα μάτια της γυάλισαν και η μύτη της σαν να κοκκίνισε λιγάκι. Οι παλάμες τις έσφιξαν σε γροθιές και παίρνοντας δύο βαθιές, πολύ βαθιές ανάσες, τράβηξε στην άκρη το λουλουδένιο φόρεμα που φορούσε και με ένα μεγάλο σάλτο, ανέβηκε επάνω στην έδρα.
Με ήρεμη και γλυκιά όπως άλλωστε ήταν πάντα η φωνή της, άρχισε να λέει τα εξής:

'Όποιος σας τα 'πε όλα αυτά,
ζει σε κόσμους χρόνια μακριά.
Αδέρφια είναι οι άνθρωποι παιδιά μου,
μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, λευκοί, να χωρίσουμε τι έχουμε,
είμαστε ομάδα και ζούμε όλοι μαζί.
Σαν δασκάλα που ‘μαι εγώ,
χρέος φέρω αβάσταχτο που δεν μπορώ να τ’ αποχωριστώ:
Να σας μάθω πως άνθρωπος αληθινός είναι αυτός που σέβεται,
που αγαπά και πάντα στέκεται,
ίσος απέναντι στον άλλον, όμοιος με όμοιο,
καθρέφτης καθένας για τον άλλο.
Αδέρφια οι άνθρωποι με μοίρα γνωστή, στο ενδιάμεσο ζήστε δίκαια,
ας είναι της τάξης μου το εφόδιο, η ρήση μου αυτή."

Κανείς δεν ξέρει πραγματικά πόσα παιδιά θα ήθελαν να κάνουν παρέα με τον Ρίκο και δεν τα άφηναν οι γονείς τους. Όπως όμως συμβαίνει συχνά με τα παιδιά, ξέχασαν γρήγορα τα λόγια των γονιών τους και τα περισσότερα παιδιά της τάξης της κυρίας Αφροδίτης, καιρό με τον καιρό, άρχισαν να του μιλάνε όταν κατάλαβαν πως όσο ο καιρός περνούσε, ο Ρίκο δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα παιδί ακριβώς ίδιο όπως και αυτά, απλά με λίγο πιο σκούρο και διαφορετικό δέρμα από το δικό τους.
Μ' αυτά και με 'κείνα, τα χρόνια πέρασαν. Δυστυχώς όμως ο Ρίκο δεν κατάφερε ποτέ να γίνει αποδεκτός από όλες τις οικογένειες, αφού υπήρχαν ακόμα γονείς που ήθελαν να κρατήσουν τα παιδιά τους μακριά του. Ευτυχώς βέβαια, η τάξη της κυρίας Αφροδίτης είχε πια γίνει μια οικογένεια όσο και να γκρίνιαζαν οι γονείς και φυσικά τώρα ήταν όλα πολύ πιο εύκολα για τα παιδιά, μια και ο Ρίκο μιλούσε πολύ καλά την γλώσσα του χωριού.
Μια όμορφη και συνηθισμένη μέρα όπως όλες οι άλλες μέρες, το μικρό νοικοκυρεμένο χωριουδάκι γνώρισε μία συμφορά που όμοιά της δεν είχαν γνωρίσει, ούτε οι μικροί ούτε οι μεγάλοι κάτοικοι του. Εκείνο το πρωί άργησε πολύ να ξημερώσει και όταν ξημέρωσε ο ήλιος δεν είχε βγει ως συνήθως στον ουρανό. Τα παιδιά δεν κατάφεραν να σηκωθούν και να πάνε στο σχολειό και οι μεγάλοι δεν μπορούσαν να κουνηθούν: όλοι ψήνονταν στον πυρετό!
Τρομακτικές φωνές και κλάματα γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Κανείς δεν μπορούσε να σηκωθεί και να πάει στην δουλειά του εκείνο το πρωί. Όλοι είχαν ξαπλώσει στα κρεβάτια τους, είχαν πέσει κάτω από τον λοιμό και δε μπορούσαν να κουνηθούν! Όλοι ήταν άρρωστοι ή μάλλον όχι όλοι... Υπήρχε κάποιος, ένα μικρό μαύρο, μελαμψό αγόρι που δεν είχε αρρωστήσει... ήταν ο, σε όλους μας γνωστός, Ρίκο!
Το διαφορετικό παιδί εκείνη την άτυχη και αποφράδα ημέρα, όταν κατάλαβε τι ακριβώς συνέβαινε και είδε την οικογένεια του ξαπλωμένους όλους στα κρεβάτια τους, πολύ άρρωστους για να σηκωθούν, βγήκε στους δρόμους και άρχισε να περπατάει τρομαγμένος. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ρίκο έκλαιγε. Ένα τόσο σκληρό παιδί που δεν είχε κλάψει ούτε όταν έχασε τα πάντα, έκλαιγε την ημέρα που η καινούρια του οικογένεια και οι κάτοικοι του χωριού -είτε τον συμπαθούσαν είτε όχι- είχαν αρρωστήσει σοβαρά.
Ο Ρίκο ήταν αποφασισμένος να κρατήσει ό,τι αγαπούσε τόσο πολύ: την καινούρια οικογένειά του και όλο το χωριό, μέρος του οποίου ήταν και εκείνος.
Έσφιξε τις παλάμες του σε γροθιές και πήρε τον δρόμο προς την θάλασσα.
Εκεί, με δάκρυα στα μάτια, μάζεψε αλμύρα από τη θάλασσα, βότανα από τους λόφους και ανακατεύοντάς τα έφτιαξε ένα σιρόπι με ένα περίεργο πράσινο χρώμα. Τα έφτιαξε ακριβώς όπως το έφτιαχνε η μάνα του, η μητέρα που τον γέννησε -όταν ήταν μικρός στη χώρα που γεννήθηκε, στην μακρινή Αφρική. Θυμόταν κάθε συστατικό του γιατρικού, όπως θυμόταν ακόμα και την εικόνα της μάνας του να σκύβει τρυφερά πάνω από το ζεστό του μέτωπο, το δικό του και της αδερφής του, και να τους βρέχει απαλά τα χείλη με το γιατρικό, περιμένοντας υπομονετικά να πέσει ο πυρετός.
Χωρίς δεύτερη σκέψη και βάζοντας όλη την γνώση και την σοφία που κουβαλούσε από την μακρινή του χώρα , έφτιαξε το γιατρικό κι έτρεξε από σπίτι σε σπίτι του χωριού για να το μοιράσει. Στο μυαλό του δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη για το αν θα δώσει το γιατρικό σε όλους τους κατοίκους του νησιού, δηλαδή σε αυτούς που τον αγαπούσαν και σε αυτούς που δεν τον ήθελαν. Ποιος ήταν αυτός που θα αποφάσιζε ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Αλλά ακόμα κι αν ήθελε να αποφασίσει, πώς θα σήκωνε η καρδιά του το βάρος της επιλογής και πώς θα ζούσε άραγε τα υπόλοιπα χρόνια του ξέροντας πως κάποτε μπορούσε να βοηθήσει έναν άνθρωπο σε ανάγκη και δεν το έκανε;
Έτρεξε λοιπόν και χωρίς να περιμένει κάποιος να του ανοίξει σε κάθε σπίτι, έσπρωχνε με δύναμη την κάθε πόρτα, έχοντας στο χέρι του ένα ποτήρι με το ξενικό γιατρικό από την μακρινή του χώρα. Μπαίνοντας, κανείς δεν τον ρώταγε τι ήθελε, έτρεχε, πήγαινε στα κρεβάτια του κάθε άρρωστου χωριανού του και σιωπηλά έβαζε στα χείλη τους το γιατροσόφι.
Όταν τελείωσε πλέον το δύσκολο έργο του, έκατσε αποκαμωμένος πια κάτω από το μεγάλο πλατάνι του χωριού και περίμενε να ξημερώσει.
Νωρίς το πρωί, πριν ακόμα ο ήλιος ανέβει καλά καλά και κάτσει στον λαμπερό του θρόνο, ο Ρίκο με θολή ματιά άνοιξε αργά τα μάτια του και αντίκρισε από πάνω του όλους τους χωριανούς.
Οι κάτοικοι όλοι και πρώτα οι οικογένειά του, είχαν κάνει έναν κύκλο γύρω του και περίμεναν από ώρα να ξυπνήσει. Όταν αυτό έγινε, η θολή ματιά του χθεσινού τους πυρετού δεν τους άφηνε αμφιβολία ότι ο Ρίκο ήταν το ξένο αγόρι που έμπαινε χωρίς να τον θέλουν στα σπίτια τους και εξαιτίας του την επόμενη μέρα ήταν όλοι καλά.
Οι περισσότεροι είχαν δάκρυα στα μάτια τους τόσο από τις τύψεις που όλοι εκείνοι τόσο καιρό του φερόντουσαν έτσι και αυτός έδειξε τόση μεγαλοψυχία απέναντι τους...
Με γρήγορες κινήσεις τον σήκωσαν ψηλά στα χέρια τους. Οι κινήσεις τους πλημμύριζαν αγάπη και ευγνωμοσύνη σαν να ήταν άλλοι άνθρωποι σήμερα και άλλοι εχθές. Με αγάπη τον φιλούσαν και τον ευχαριστούσαν σαν μικρό θεό. Έπειτα όλοι μαζί με ένα στόμα μια φωνή τραγουδούσαν:

"Άνθρωπε τα παιδιά,
Είτε είναι μαύρα είτε λευκά,
Είναι το μέλλον κι η μαγιά.
Η μαγιά και η μαγεία μιας κοινωνίας,
Καθρέπτης της δικής σου σκευωρίας.
Φέρσου ώριμα κι αγάπησε τα,
Σαν θεό προσκύνησέ τα.
Αλίμονο μας παιδιά αν δεν υπάρχουν
Τον πόλεμο, το μίσος, την διχόνοια από μας αν μάθουν,
Θα χαθούμε σαν καράβια εμείς σπασμένα
Στης γενιάς μας την μιζέρια, τσακισμένα."


Σοφία Κουμαριανού
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα