Βασιλικής Φωτίου
Κεφάλαιο 1
«Ο Ντορεμί και ο Φασούλας»
Σ’ ένα ορεινό, φτωχικό χωριουδάκι, μια φορά κι ένα καιρό, όχι και πολύ μακρινό, ζούσαν δυο δίδυμα αδέλφια. Έμοιαζαν πολύ, σαν δυο σταγόνες βροχής, μα ο καθένας είχε τα δικά του όνειρα και σχέδια για τη ζωή.
Τον ένα τον φώναζαν Ντορεμί και τον άλλο Φασούλα.
Θέλετε να μάθετε αν ήταν αυτό το όνομα, που τους είχε δώσει η καλή τους η νονά; Όχι, δεν ήταν αυτό! Τον ένα τον είχαν βαφτίσει Ζαχαρία και τον άλλο Γρηγόρη. Μα γρήγορα ξεχάστηκε το όνομα της βάφτισης και τους έμεινε το παρανόμι, μαζί μ' αυτή εδώ, τη μικρή, ιστορία.
– Γιαγιά, αν με ξαναπούν στο σχολειό Ζαχαρία-ζαχαροκάλαμο, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει.
– Σαν τι δηλαδής θα γίνει;
– Μπορεί και καβγάς!
– Σιγά τ’ αβγά, παλικάρι μου! Του έλεγε η γιαγιά του, η κυρά Φροσύνη. Με το μαλακό και με το λόγο το γλυκό, βγάζεις ακόμα και το φίδι απ’ την τρύπα! Για πέστο κι εσύ, αγόρι μου!
– Με το μαλακό και με τον λόγο το γλυκό βγάζεις ακόμα και τον... Φασούλα απ’ την τρύπα!
– Να μην σ’ ακούσει! Ποιος έχει όρεξη, πρωί-πρωί, να μπαίνει ανάμεσά σας;
Όχι πως δεν αγαπιούνταν τα δυο αδέλφια. Κάθε άλλο! Αλλά, να! Πώς να το πούμε; Όπως όλα τ’ αδέλφια έτσι κι αυτά έρχονταν, που και που, στα λόγια. Και ποιος έτρεχε να τα μερέψει; Η γιαγιά τους, η κυρά Φροσύνη!
Πόσο καλή κυρούλα ήταν η κυρά Φροσύνη δεν το λέω μόνο εγώ αλλά κι όλο το χωριό. Την ήξεραν όλοι με το όνομα κυρά Καλή. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και μια κουβέντα φιλική για τον καθένα. Η πόρτα του σπιτιού της ήταν πάντα ορθάνοιχτη, όπως κι η αγκαλιά της, για όλο τον κόσμο, για ξένους και δικούς.
– Και πώς να σε φωνάζουμε, να σε χαρώ; Ρώτησε εκείνη την ημέρα, η γιαγιά του, η κυρά Φροσύνη, περιμένοντας με λαχτάρα, ν' ακούσει τι θα της έλεγε αυτό το εγγόνι της, που δεν πατούσε, θαρρώ, στη γη, παρά μόνο ταξίδευε σ’ ένα δικό του κόσμο ονειρεμένο, μαγευτικό.
– Πώς; Ντορεμί! Απάντησε ο Ζαχαρίας, με ένα ύφος που δε σήκωνε καμιά συζήτηση.
– Που θα πει;
– Που θα πει, πως μ’ αρέσει το τραγούδι, η μουσική. Για στήσε, γιαγιά, κι εσύ αυτί, ν’ ακούσεις.
– Τι ν’ ακούσω, αγόρι μου;
– Το τραγούδι του αγέρα!
Θέλοντας και μη, έστηνε κι η κυρά Καλή τ’ αυτί της. Και, θαρρώ, κάτι άκουε κι αυτή.
Κι άρχιζε τότε ο Ντορεμί το τραγούδι του αγέρα, του φτερωτού θεού, που έρχεται από πέρα μακριά, που περνά πάνω από θάλασσες, στεριές, απάτητες βουνοκορφές. Του αγέρα που κουβαλά απάνω στα μεγάλα φτερά του τις πιο απίθανες ιστορίες, για ήρωες μεγάλους που ανακάλυψαν τόπους μαγευτικούς κι αμύθητους θησαυρούς.
Μιλούσε το τραγούδι για τη δύναμη του αγέρα, που κάνει τα δέντρα να λυγίζουν, να γονατίζουν στο πέρασμά του. Του αγέρα που τόλμησε να τα βάλει ακόμα και με τον Ήλιο, τον τρανό Βασιλιά. Περηφανευόταν ο κυρ Αγέρας πως είχε δύναμη πιο μεγάλη απ’ τον Ήλιο και πως μπορούσε να τον νικήσει.
– Και τον νίκησε, αγόρι μου; Ρωτούσε η κυρά Καλή.
– Τι λες, γιαγιά; Ο Ήλιος είναι παντοδύναμος, ανίκητος!
Κι άρχιζε τότε ο Ντορεμί το τραγούδι του Ήλιου, του μεγάλου Βασιλιά, που δίνει σ’ όλα ζωή. Που μοιράζει δίκαια τα ζεστά φιλιά του, το φως, την ομορφιά του, σ’ όλο τον κόσμο.
Δεν είχε πράγμα στη φύση που να μην το είχε τραγουδήσει ο Ντορεμί, που να μην είχε ακούσει τον μελωδικό σκοπό του. Τραγούδι του έλεγε το σύννεφο, η βροχή, το δάσος, το ρυάκι, η πηγή. Η θάλασσα με τη γαλάζια θωριά της, η νυχτιά, η ασημένια αστροφεγγιά. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα πουλιά! Ολόκληρη η πλάση!
Το αγαπημένο του τραγούδι ήταν το τραγούδι της βροχής. Όχι εκείνης της άγριας βροχής, που άμα θυμώσει πνίγει καράβια κι ανθρώπους. Αλλά της γλυκιάς, ήρεμης βροχούλας που πέφτει, απαλά-απαλά, στη γη και την κάνει να ξεδιψά. Της βροχούλας που σχηματίζει μικρές και μεγάλες λιμνούλες, όπου σ’ αυτές μπορείς να ρίξεις τα δικά σου καραβάκια και ν’ αρμενίσεις μαζί τους, όπου σε βγάλει τ’ όνειρό σου.
Τι ήθελε η γιαγιά του, η κυρά Καλή, να σιγοτραγουδήσει τον πρώτο στίχο του τραγουδιού; «Σαν τραγουδώ, δακρύζει ο ουρανός...»
Το συνέχισε ο Ντορεμί το τραγούδι με τέτοιο πάθος στη φωνή, που πιστέψτε με, δάκρυσε ακόμα κι ο ουρανός! Να, τι έλεγε το τραγούδι, που το τραγουδώ ακόμα κι εγώ, κάθε φορά που η κυρά μας η βροχούλα μάς κάνει τη μεγάλη τιμή να μας επισκεφθεί.
Σαν τραγουδώ, δακρύζει ο ουρανός
πέφτει στη γη χρυσή βροχή.
Βροχή! Βροχή! Των λουλουδιών πνοή
και της ζωής πηγή.
Σαν τραγουδώ, πανηγυρίζει όλη η γη,
φορώντας την καθάρια της στολή.
Τρελό στήνω γιορτάσι
στ’ απέραντά μας δάση.
Στου κάμπου την απλοχωριά
παρέα με το στάρι αγκαλιά.
Παίζει τ’ αγέρι το βιολί,
σκιρτά το χώμα, η πηγή.
Σαν τραγουδώ, ρυάκι γίνομαι δροσερό,
απέραντη γαλάζια λίμνη.
Με της θάλασσας σμίγω τον αφρό,
πριν ανεβώ στον ουρανό.
Δροσιά είναι το δάκρυ μου,
ουράνιο ένα θαύμα,
χαρά στα διψασμένα τα πουλιά,
του ζευγολάτη αγίασμα και νάμα.
– Ντορεμί μου, αν μου τρυπήσεις κι αυτή την κατσαρόλα, πού θα μαγειρεύουμε, δε μου λες;
– Εσύ, γιαγιά, δεν έλεγες πως στο πήλινο τσουκάλι το φαγητό είναι πιο νόστιμο;
– Δίκιο έχεις, αγόρι μου! Μα γιατί δε χτυπάς και το άδειο βαρέλι, πριν το γεμίσω με νερό;
– Θα ’ρθει κι αυτουνού η σειρά του. Μην ανησυχείς.
Βαρούσε ο Ντορεμί ανάλογα με το τραγούδι, πότε το τζάμι του παραθύρου, πότε το γουδί, πότε το ξύλινο μπαούλο. Ταίριαζε τους στίχους με τους πιο απίθανους ήχους. Έκοβε απ’ τη ρεματιά καλάμια κι έκανε αυλούς. Έφτιαξε ταμπούρλο από το δέρμα κατσίκας. Μάζευε τα κουδουνάκια τους, κι αυτά του έλεγαν τα πιο μαγευτικά τραγούδια.
– Την ευχή μου να ’χεις, παιδάκι μου! Πού τα ’μαθες όλα αυτά;
– Ας είν’ καλά ο δάσκαλός μας, ο κυρ Σωκράτης, και τα βιβλία που μας έχει κουβαλήσει απ’ τη Χώρα.
Ένας ήταν ο δάσκαλος, που τους είχε στείλει το Κράτος για όλα τα χωριά της περιοχής. Ένας αλλά «λέων», λιοντάρι! Μ’ αυτό το παρατσούκλι είχαν βαφτίσει τα παιδιά του σχολείου τον καλό τους δάσκαλο, τον κυρ Σωκράτη, σαν άκουσαν από το στόμα του τον μύθο του Αίσωπου. «Ένας, αλλά λέων!»
Η γιαγιά τους, η κυρά Καλή, δεν είχε την καλή τύχη να πάει στο σχολειό, αλλά ήξερε, όπως τους έλεγε, να διαβάζει το μεγάλο βιβλίο της ζωής. Κι έμαθε ακόμα τα γράμματα κι απ’ τα δυο της εγγόνια, που, να ’χουν την ευχή της, μοιράζονταν μαζί της αυτά που μάθαιναν στο αγαπημένο τους σχολειό. Με τον καιρό, την έμαθαν κι αυτήν να διαβάζει όλα τα όμορφα μυστικά, τους μεγάλους θησαυρούς, που κρύβουν τα βιβλία.
– Γρηγόρη! Τι κάνεις αγόρι μου τόση ώρα έξω, στην παγωνιά;
– Σκεπάζω την αγαπημένη μας φασολιά, καλή μου γιαγιά. Έτσι που πάει, θα μας χαρίζει τα φασόλια της όλη τη χρονιά.
Α! Τι να σας πω; Πρέπει να δείτε τη φασολιά του Γρηγόρη, για να καταλάβετε γιατί είναι το καμάρι του περιβολιού και όλου του χωριού. Και να σκεφτείτε ότι είχε φυτρώσει από ένα φασούλι, που τους το είχε χαρίσει ένας παππούλης, από διπλανό χωριό. Ο συμπαθητικός γεροντάκος είχε χάσει το δρόμο του, εκείνη την ημέρα. Στεκόταν αναποφάσιστος, πελαγωμένος στο σταυροδρόμι του χωριού, χωρίς να ξέρει ποιο δρόμο να πάρει.
Για καλή του τύχη, εκείνη την ώρα, γυρνούσαν απ’ το σχολειό τα δυο αδέλφια. Μόλις τον είδαν, έτρεξαν, αμέσως, κοντά του, να του δώσουν ένα χέρι, να τον στηρίξουν.
– Πού πας, καλέ μας παππούλη; Τον ρώτησαν με ευγένεια και καλοσύνη τα δυο αδέλφια.
– Στο χωριό μου, καλά μου παιδιά. Είναι μακριά απ’ εδώ το Κρυονέρι; Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ. Πρώτη φορά το παθαίνω. Το χωριό του παππούλη δεν ήταν μακριά απ’ το δικό τους χωριό, μα ο δρόμος ήταν ανηφορικός και γεμάτος λακκούβες.
– Πρώτα θα σε περάσουμε απ’ το σπίτι μας, να ξεκουραστείς, να γνωρίσεις και την καλή μας τη γιαγιά. Κι ύστερα θα πιούμε κι εμείς νεράκι στο Κρυονέρι είπαν τα δυο αδέλφια, χαρούμενα.
– Την ευχή μου, καλά μου παιδιά! Είπε με όλη του την ψυχή ο καλός παππούλης.
Το σπιτάκι της κυρά Καλής δεν ήταν μακριά απ’ το σταυροδρόμι του χωριού. Λες κι υπήρχε κάποιος λόγος που είχε χτιστεί εκεί. Ήταν μια μικρή όαση, μια ανάσα για τους περαστικούς, τους ξωμερίτες, τους πραματευτάδες.
Αντίδωρο μοίραζε το ψωμί της η κυρά Καλή σε όσους τύχαινε να διαβούν το κατώφλι του σπιτιού της, μαζί με την ευχή της. Το τραπέζι της πάντα στρωμένο! «Για πολλούς μαγείρευε...», συνήθιζε να λέει. Και δεν άφηνε κανένα νηστικό και διψασμένο. Ακόμα κι όταν τους αποχαιρετούσε, κάτι έβρισκε, για να τους βάλει στον μπόγο τους. Πάντα είχε ένα πιάτο ζεστό φαΐ κι ένα καλό λόγο για τον καθένα!
Τα δυο παιδιά πήραν απ’ το χέρι τον γεροντάκο, τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του κι ύστερα τον οδήγησαν στο φτωχικό τους σπιτάκι, όπου τους περίμενε μαζί με το πλατύ χαμόγελο της γιαγιάς και μια ζεστή, νόστιμη χορτόσουπα.
Ο καλός παππούλης δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει την κυρά Καλή και τα δυο εγγόνια της για την ωραία φιλοξενία, που του είχαν χαρίσει. Έψαχνε τις τσέπες του να βρει κάτι, να τους το δωρίσει, για να τον θυμούνται.
– Α! Είστε τυχεροί, είπε μ’ ένα γλυκό, απόκοσμο χαμόγελο, που φώτισε το πρόσωπό του. Μου έμεινε ένα φασούλι. Φυτέψτε το με αγάπη. Και μια μέρα, θα με θυμηθείτε.
Λες και το είχε ευλογήσει ο καλός παππούλης εκείνο το φασούλι. Γιατί μέσα σε λίγες μέρες, ο σπόρος φύτρωσε, έβγαλε βλαστούς, δυνάμωσε κι έγινε μια ωραία φασολιά. Πρώτα ανέβηκε στα καλάμια που είχαν κόψει απ’ τη ρεματιά και της τα είχαν βάλει, για να κρατιέται, ύστερα σκαρφάλωσε στα δέντρα, στον τοίχο, κι ανέβηκε μέχρι και τη στέγη του μικρού τους σπιτιού.
Η αλήθεια είναι πως κι ο Φασούλας αγαπούσε, ξέχωρα, τη φασολιά του απ’ όλα τα δέντρα και τα φυτά του περιβολιού τους. Την είχε σαν αδελφούλα του. Την περιποιόταν, με τις ώρες, σαν τέλειωνε το διάβασμα. Την πότιζε, τη σκάλιζε, την ξεχόρτιζε. Της μιλούσε σαν να ήταν πλάσμα ζωντανό, με ψυχή. Μα κι η φασολιά, για να τον ευχαριστήσει, του έδινε πλούσια τον καρπό της. Πόση χαρά έκαναν κι οι τρεις τους σαν μάζευαν, πρώτα, τα φρέσκα φασολάκια της κι ύστερα τα ξερά, που τ’ άνοιγαν, με υπομονή, κι έπαιρναν από μέσα το ολόασπρο φασούλι της. Κι η γιαγιά τους η κυρά Καλή ήξερε απίθανες συνταγές, για να τα μαγειρεύει, από τη μυρωδάτη χορτόσουπα μέχρι και το λαχταριστό «γιαχνί»!
Την σκέπαζε λοιπόν ο Φασούλας την αγαπημένη του φασολιά, σαν ερχόταν ο χειμώνας, για να μην την σκοτώσει το ανεμοβρόχι, το χαλάζι, η παγωνιά.
Τα παρατσούκλι «Φασούλας» του το είχαν κολλήσει στο σχολειό, γιατί οι τσέπες του ήταν πάντα γεμάτες με φασόλια, που τα μοίραζε σαν κουφέτα, σ’ όποιον έλυνε ένα αίνιγμα. Τι αίνιγμα δηλαδή; Ήταν τα λόγια τα σοφά που τους μάθαινε η καλή τους η γιαγιά.
– Τι θα πει, «του φρονίμου το παιδί, πριν πεινάσει μαγειρεύει;» Ή «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα»; Άντε, Μάθιο! Αν τα βρεις, θα ’χεις δυο φασόλια.
– Είσαι με τα καλά σου; Χορταίνεις με δυο φασόλια, έλεγε απορημένος, με μια δόση ειρωνείας ο Μάθιος.
– Χορταίνεις και παραχορταίνεις, απαντούσε, με πείσμα, ο Φασούλας.
Και τους έλεγε το σχέδιό του. Τι; Αγωνιάτε να μάθετε τι τους έλεγε;
Κάντε υπομονή και θα το ακούσετε.
Βασιλική Φωτίου
Τα μεγάλα κείμενα δεν μπορούν να αναγνωστούν διαδικτυακά. Παραπάνω διαβάζετε το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας.
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki