Έφης Καραθόδωρου
Ήταν μια όμορφη μέρα και ο Βασίλης, το μικρό λιονταράκι, έπαιζε χαρούμενο με τους φίλους του, τον Κώστα το ελεφαντάκι και τη Σοφία τη μαϊμού. Η μαμά του η Ουρανία, του φώναξε να γυρίσει στο σπίτι γιατί ήταν ώρα του φαγητού. Ο μικρός Βασίλης μπήκε μέσα τρέχοντας, έπλυνε τα χέρια του και κάθισε να φάει το νόστιμο παστίτσιο της μαμάς λιονταρίνας που μοσχοβολούσε.
Ο Βασίλης, το μικρό λιονταράκι, πήρε μια μεγάλη πιρουνιά και την έβαλε βιαστικά στο στόμα του βγάζοντας μια κραυγή: «Αχχχχ, καίει!!!», είπε. «Μα δεν καίει», είπε η μαμά λιονταρίνα και πήρε το πιρούνι να τον ταΐσει. «Μα μαμά, καίει σου λέω», επέμεινε ο μικρός Βασίλης, αλλά η μαμά του συνέχισε να διαφωνεί και του έχωσε το πιρούνι στο στόμα. «Μα καίει!!», φώναξε ξανά ο Βασίλης το λιονταράκι και πήγε στο δωμάτιό του θυμωμένος.
Η μαμά του η Ουρανία στεναχωρήθηκε αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ότι τον πιέζει. Όταν ο μικρός Βασίλης ηρέμησε, βγήκε έξω να παίξει ξανά. Η μαμά λιονταρίνα όμως τον πρόλαβε στην πόρτα και του φώναξε: «Ζακέτα να βάλεις, κάνει κρύο». Όμως ο μικρός Βασίλης έκανε πως δεν την άκουσε και έφυγε
Είχε αρχίσει να νυχτώνει και η μαμά λιονταρίνα τον φώναξε για να φάει και να κοιμηθεί. Είχε φτιάξει την αγαπημένη του ομελέτα με μανιτάρια όμως το στομάχι του μικρού Βασίλη είχε κλείσει και δεν μπορούσε να φάει άλλο. «Μαμά δε θέλω να φάω, δεν πεινάω», είπε. «Μα δεν έχεις φάει, πεινάς και δεν το ξέρεις!», απάντησε η μαμά Ουρανία. «Μαμά, εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα αν πεινάω;» Ο μικρός Βασίλης έφαγε δυο κουταλιές και πήγε για ύπνο εξαντλημένος και στεναχωρημένος που η μαμά του δεν μπορούσε να τον καταλάβει.
Όπως ανέβαινε τις σκάλες όμως, σκόνταψε και έπεσε. «Αχ!», φώναξε. Η μαμά του τον ρώτησε τρομαγμένη: «Τι έγινε;» «Έπεσα απ' τις σκάλες και χτύπησα, πονάω πολύ», είπε. «Δεν είναι τίποτα, θα περάσει, πήγαινε για ύπνο είναι αργά», του απάντησε η μαμά Ουρανία. «Μα πονάω», είπε ο Βασίλης. «Όχι δεν πονάς, πήγαινε». Έτσι ο μικρός Βασίλης πήγε για ύπνο κρατώντας το δάχτυλό του, με σκυφτό το κεφάλι.
Το πρωί που σηκώθηκε μία έκπληξη τον περίμενε στο σαλόνι. Είχε έρθει η πολυαγαπημένη του γιαγιά Ισιδώρα η λιονταρίνα, η μαμά της μαμάς Ουρανίας. Τον αγκάλιασε και του έδωσε φρεσκοψημένα κουλουράκια που είχε φτιάξει λίγο πριν έρθει. «Μου έλειψες πολύ Βασιλάκη», του είπε. «Και σε μένα γιαγιά Ισιδώρα», απάντησε ο μικρός Βασίλης το λιονταράκι.
Η μαμά του Βασίλη πήγε να δαγκώσει ένα κουλουράκι όμως ήταν ακόμη πολύ ζεστά και κάηκε. «Ωχ καίει πολύ», είπε. «Μα δεν καίει!», της είπε η γιαγιά Ισιδώρα. Η μαμά λιονταρίνα άρχισε να δυσανασχετεί, έκανε ένα μορφασμό και άλλαξε θέμα. «Θέλεις καφέ;» ρώτησε τη γιαγιά Ισιδώρα. «Ναι με λίγη ζάχαρη», απάντησε η γιαγιά.
Η μαμά Ουρανία πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ, όμως σκόνταψε στο τραπέζι και χτύπησε το πόδι της. «Άουτς», είπε, «το πόδι μου!» «Δεν είναι τίποτα», είπε η γιαγιά λιονταρίνα και της έδωσε να βάλει λίγο πάγο.«Μα πονάει πολύ», είπε η μαμά Ουρανία και πήρε τον πάγο. «Θα περάσει, δεν πονάς», της απάντησε ξανά η γιαγιά. Τότε η μαμά λιονταρίνα σκέφτηκε ότι κάτι της θυμίζουν τα λόγια της γιαγιάς Ισιδώρας. Μα ναι! Είναι ίδια με αυτά που έχει πει στο μικρό Βασίλη!
Μόλις συνειδητοποίησε πόσο λάθος ήταν απέναντι στο μικρό Βασιλάκη ένιωσε ντροπή και κατάλαβε ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό.
Σε λίγο πήρε και ο μικρός Βασίλης ένα κουλουράκι της γιαγιάς να δοκιμάσει, όμως κάηκε και φώναξε: «Αχχχ, καίει!!» Η μαμά του τότε τον πήρε αγκαλιά και του είπε τρυφερά: «Έχεις δίκιο Βασίλη, καίει, περίμενε να κρυώσει και το τρως σε λίγο».
Ο Βασίλης την κοίταξε περίεργα, όπως και η γιαγιά του το ίδιο και μεμιάς ξέσπασαν όλοι μαζί σε γέλια.
Έφη Καραθόδωρου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki