Ο Λουκουτούλης κι η Πριγκίπισσα Ωράια

Έλενας Βούλγαρη


ποιος μείνει τελευταίος είναι ο χαμένος!
-Ναι, και δε θα φάει παγωτό!
-Τρέχουμε σήμερα μέχρι εκείνο το παράξενο κάστρο;
-Πρώτη φορά το βλέπω…
-Μια φορά το μήνα είναι ορατό... τις υπόλοιπες μέρες έχει ομίχλη και σύννεφα και δε φαίνεται!
-Πάμε! Είναι θαυμάσια μέρα σήμερα! Ηλιόλουστη και ζεστή!
-Λουκουτούλη, Μασοτούλη, Ξεχατούλη, τρέξτε!!
Κι έτσι κι έγινε… η πιο όμορφη περιπέτεια του κόσμου είχε μόλις ξεκινήσει. Κι απ’ ότι φαίνεται αυτός ο αγώνας δρόμου μέχρι το παραμυθένιο, μεσαιωνικό κάστρο θα είχε σήμερα ένα φανταστικό έπαθλο! Ο νικητής, ο πιο δυνατός κι έξυπνος, θα περνούσε την ψηλή πύλη του κάστρου και θα εξερευνούσε τον ξακουστό κήπο με τα άσπρα δέντρα και τα κόκκινα λουλούδια!
-Σήμερα θα νικήσω, το ξέρω, είπε ο Λουκουτούλης!
Χθες είδε ένα παράξενο όνειρο. Eίδε ότι χόρευε μέσα στο νερό και πάνω στα σύννεφα!
-Πρέπει να ξεπεράσω τον Λουκουτούλη! Uέλω να φάω σήμερα παγωτό σοκολάτα! Είπε ο Μασοτούλης.
-Ουφ… δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα! Είπε ο Ξεχατούλης.
-Θα στρίψω δεξιά και θα πάρω το μονοπάτι που περνάει δίπλα από το πηγάδι της χαράς. Έτσι θα κερδίσω χρόνο και θα φτάσω πρώτος στο κάστρο, σκέφτηκε ο Λουκουτούλης.
Έτσι κι έγινε… ο Λουκουτούλης έφτασε πρώτος στη πέτρινη και θεόρατη πύλη του κάστρου! Προσπαθούσε να φτάσει το ρόπτρο και να το χτυπήσει για να του ανοίξουν την πόρτα. Μάταια όμως... δεν έφτανε.
Και σε λίγο πλησίαζαν κι οι φίλοι του, τους έβλεπε, δεν ήταν μακριά.
Τότε σκέφτηκε να κόψει ένα μακρύ κλαδί από μια ελιά που βρισκόταν εκεί κοντά. Μ’ αυτό το κλαδί επιτέλους έφτασε το ρόπτρο, χτύπησε την πόρτα και…
Βρέθηκε να περπατάει σε μια άσπρη συννεφένια γέφυρα με δεκάδες πολύχρωμα πυροτεχνήματα να τον υποδέχονται! Παντού υπήρχαν όμορφα κόκκινα λουλούδια κι άσπρα θεόρατα δέντρα!
-Τι φανταστική υποδοχή, σκέφτηκε.
Σε λίγο πλησίασε μία άλλη πόρτα κόκκινη, μαλακή σα ζυμαράκι… την έσπρωξε προσεκτικά και μπήκε σε μια πολύ μεγάλη άσπρη σάλα που στο κέντρο της βρισκόταν ένας κόκκινος θρόνος με ένα παράξενο κορίτσι να κάθεται πάνω του.
-Ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε.
-Με λένε Λουκουτούλη, θέλεις να παίξουμε;
-Χμ, δεν ξέρω… βαριέμαι λιγάκι… έχασα και τις φίλες μου καθώς ερχόμουν εδώ… δεν έχω κέφια.
-Εεε, δεν πειράζει κι εγώ έχασα τους φίλους μου. Πώς σε λένε;
-Είμαι η πριγκίπισσα Ωράια! Θα μείνω εδώ στο κάστρο δύο μέρες και μετά δεν ξέρω τι θα κάνω.
-Εγώ θα σε φωνάζω Ωράια. Θέλεις να ανεβούμε ψηλά στην κορυφή του κάστρου;
-Εεε, πάμε, δεν έχω να κάνω και κάτι καλύτερο.
Τα δύο παιδιά ανέβηκαν τις άσπρες μαρμάρινες σκάλες και μεμιάς φτάσανε στην κορυφή του κάστρου. Ο ουρανός ήταν κατάλευκος και τα σύννεφα ήταν ροζ! Ακουγόταν και μουσική… μια απαλή μελωδία που συντονιζόταν με τους χτύπους της καρδιάς!
Άρχισαν να χορεύουν ακολουθώντας τον ρυθμό της μουσικής. Και μιλούσαν συνέχεια… για τα χόμπι τους, τις συνήθειες τους, τους φίλους τους, τα αγαπημένα τους παιχνίδια!
Σιγά-σιγά χωρίς να το καταλάβουν άρχισαν να πετάνε και να τραγουδάνε… φτάσανε στα ροζ σύννεφα! Εκεί ξάπλωσαν λίγο να ξεκουραστούνε.
-Νομίζω πως θα σε ονομάσω Σερ Λουκουτούλη και θα σε έχω για σύμβουλό μου! Εννοείται και καλύτερο μου φίλο!
-Μου αρέσει πολύ αυτό το Σερ, αν και δεν ξέρω τι σημαίνει. Για μένα θα είσαι η Πριγκίπισσά μου! Και φυσικά η καλύτερη μου φίλη!
-Πεινάω.
-Κι εγώ πεινάω, είπε ο Σερ Λουκουτούλης.
-Πάμε κάτω στο κάστρο να φάμε κόκκινη τούρτα κι άσπρα μπισκότα που έφτιαξε ο Σεφ Δον Μήτσος, του απάντησε η Ωράια.
Καθώς κατέβαιναν από το ροζ σύννεφο που είχαν ξαπλώσει, άρχισαν πάλι να χορεύουν και να τραγουδάνε…
Ήταν πολύ χαρούμενοι που βρήκαν ο ένας τον άλλον! Δε θα χωρίζανε ποτέ!
Όταν φτάσανε στην κεντρική σάλα του κάστρου, εκεί που συναντήθηκαν πρώτη φορά, αντίκρισαν κάτι πολύ παράξενο! Δεν ήταν πλέον μόνοι τους, δεν ήταν οι δύο τους… ήταν τέσσερις, μετά γίνανε οχτώ, μετά δεκαέξι, μετά τριάντα δύο… και χορεύαν και τραγουδούσαν τώρα όλοι μαζί! Η μουσική ήταν πιο δυνατή και γρήγορη κι όλοι τους πλέον κάνοντας ένα κύκλο, μετά άλλον έναν κι άλλον έναν... χόρευαν ασταμάτητα!


Λίγες εβδομάδες αργότερα…

-Τι ωραία θάλασσα! Πώς μου αρέσει να κολυμπάω, νιώθω τόσο ελεύθερος! Μα πού είναι η Ωράια; Έχω μέρες να τη δω. Μήπως επέστρεψε στο σπίτι της; Αααα, ξέχασα για δυο μέρες θα έμενε στο κάστρο.Τι κρίμα! Αλλά πάλι μπορεί να γυρίσει… είναι η καλύτερη μου φίλη και περνάμε φανταστικά μαζί!
Έτσι μοναχικά περνούσαν οι μέρες για τον Λουκουτούλη. Τώρα βρισκόταν μέσα σε μία μυστήρια διαστημόπλοιο-φούσκα που μέσα της είχε νερό!
Σ’ αυτό κολυμπούσε όλη μέρα, τραγουδούσε, έτρωγε ό,τι έβρισκε να κολυμπάει εκεί, γενικώς περνούσε καλά. Και φυσικά χόρευε.
Ήταν απίθανος χορευτής ο Λουκουτούλης!


Πέντε μήνες αργότερα…

-Ουφ…τι ύπνος ήταν αυτός! Πιάστηκα μωρέ, θα σηκωθώ να περπατήσω λίγο ή μάλλον να κολυμπήσω. Θέλω να ξέρω ποιος με έβαλε σ’ αυτήν εδώ τη φούσκα; Ή μήπως ήρθα μόνος μου; Σαν να μ' έχουν δεμένο, δεν μπορώ να πάω πολύ μακριά. Κι ακούω και κάτι περίεργους θορύβουςσσσσσσσσσσςςςςςςς,τοκ-τοκ,τοκ-τοκ,σσσσσσσςςςςς,τοκ-τοκ,τοκ-τοκ... Αααα για στάσου… ακούω μια φωνή... είναι γλυκιά, κάτι μου θυμίζει... Ωωχ, κλείνουν πάλι τα ματαααάκιααα μουουου… θα κοιμηθωωωωώ...


Κι άλλους δύο μήνες αργότερα.

-Δεν έχω που να πάααωωωω…όλος ο κόσμος είσαι εσύ… λαλαλαλαλαλαλαλαααααα δεν ξέρω τι να κάνω, λαλαλαλαλαλαλα
-Αααχ πώς μου λείπουν οι φίλοι μου! Θέλω να τρέξω, να χορέψω, να πετάξω. Κι η Ωράια γιατί με άφησε μόνο μου; Εεεε, γιατί;
-Σα να μίκρυνε και το φουσκωτόσπιτό μου. Κι η θάλασσα μου σα να μη μου φτάνει για τα παιχνίδια μου… Το βρήκα θα παίξω κρυφτό! Θα τα φυλάω εγώ. Αλλά ποιον θα ψάξω να βρω, αφού μόνος μου είμαι…
-Να, να… πάλι αυτή η γλυκιά φωνή… σα να μου τραγουδάει:
-«Είσαι εσύ το φυλαχτό μου, της καρδιάς μου η χαρά…»
-Σα να την έχω ξανακούσει αυτή τη φωνή… μήπως είναι της Ωράια; Μπα, δε νομίζω. Καλύτερα να κοιμηθώ. Αύριο είναι μια καινούρια μέρα!


Κι άλλον ένα μήνα αργότερα…

-Ααααα δεν πάει άλλο, θα αλλάξω θέση. Θα πάω προς τα κάτω ή μάλλον προς τα πάνω, εεε, τέλος πάντων θα πάω από την άλλη!
Αλλά πώς; Δυσκολάκι, αν σκεφτείς πως με έχουν στριμώξει άγρια εδώ μέσα στη φούσκα μου, κάτι περίεργοι ξύλινοι τοίχοι κι ένας τεράστιος σωλήνας! Ξεκινάω τη στροφή μου εδώ μέσα… Ένα, δύο, τρία φύγαμε…
-Άουτς-αόυτς, κάντε στην άκρη καλέ να περάσω! Σφήνωσα πάλι… λίγο ακόμα και φτάσαμε! Εδώ θα μείνω, μέχρι να φύγω! Αλλά πώς θα φύγω;
Ακόμα δεν το ξέρω, απλά το νιώθω. Κι αυτοί οι θόρυβοι όλο και πιο έντονοι είναι τώρα! Σσσσσσσσσςςςςςς, γλουγλουγλουγλου, τοκ-τοκ, σσσσσςςςςςςςςς, γλουγλουγλουγλου, τοκ-τοκ,τοκ-τοκ…
-«Αγόρι μου γλυκό, πού είσαι; Είσαι το άλλο μου μισό! Ανυπομονώ να σε ακούσω, να σε δω, να σε μυρίσω…»
- Άλλο πάλι και τούτο! Ποια είναι αυτή; Όλη τη μέρα με χαϊδεύει (αχ, πόσο μου αρέσει αυτό!), μου τραγουδάει (κι αυτό μου αρέσει), μου γλυκομιλάει (αυτό με ηρεμεί)… Θέλω να την γνωρίσω επιτέλους, αλλά πώς θα βγω από εδώ μέσα, ακόμα δεν το ξέρω! Πού θα πάει όμως, θα το βρω. Λέω να ξεκινήσω να σπρώχνω τη φούσκα μου ή έστω να την κουνάω πέρα-δώθε μπας και σπάσει…


Ακόμα μισό μήνα και…

-Ήρθε η ώρα της μεγάλης φυγής! Ή τώρα ή ποτέ! Πρέπει να απελευθερωθώ και να τη γνωρίσω! Το θέλω τόσο πολύ! Ή καλύτερα να μείνω εδώ μέσα στην ησυχία μου; (εεεε, καλά, δεν το λες κι ησυχία εδώ μέσα, περισσότερο σαν πάρτι νηπίων μου φαίνεται!) Θα βγω κι ό,τι γίνει!
-Ωπα, σαν ανοίγει μία πόρτα, βλέπω φως, ΠΑΜΕΕΕΕΕΕΕ!
-Ουπς, ποιοι είναι όλοι αυτοί; Πού με πάτε; Θέλω να κάνω πιπί μου… Εεεε καλά να πάθουν… εγώ τους τo είπα… δε φταίω εγώ που τους κατούρησα! Κρυώνω κιόλας, εεεε, μ ’ακούει κανείς; ΕΕΕΕΕΕ εσείς εκεί πέρα μ’ ακούτε που κλαίω, θέλω να την γνωρίσω, μ’ ακούτε;
-Αααααα για στάσου γιατί με πλένεις, καθαρός είμαι!
-Μπρρρρρρ κρυώνω… Να, να εσύ καλέ κυρία, ντύσε με, σε παρακαλώ!
-Αυτό ήταν, τώρα δεν κρυώνω. Πού είναι όμως η γλυκιά φωνή της φούσκας μου, σαν να την ακούω να με φωνάζει…
-«Λουκουτούλη μου, γλυκό μου αγόρι, έλα στην αγκαλιά μου!»
-Ματς-μουτς… τι τρυφερό φιλάκι! Ωράια, επιτέλους σε βρίσκω! Καλή μου πριγκίπισσα, μη με αφήσεις ποτέ σου, ναι;
-«Δε θα σε αφήσω ΠΟΤΕ, είσαι κομμάτι της καρδιάς μου!»


Έλενα Βούλγαρη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki