Μαρίας Κέλογλου
Υπήρχε κάποτε καιρός
που όλα ήταν μαύρα…
και των ανθρώπων οι ψυχές…
σαν τ’ άδεια τα πηγάδια.
Σ’ έναν πλανήτη ολάκαιρο
βασίλευε η κακία.
Το δίκιο ήταν άνομο…
Οι άνθρωποι δουλεύανε
και μέρα μα και νύχτα…
εγκλωβισμένοι ήτανε…
σαν σε αράχνης δίχτυα!
Δεντράκια δεν υπήρχανε,
παντού ήταν τσιμέντα.
Αυτό που θύμιζε εξοχή…
ήταν οι τσίχλες μέντα!
Παράξενο να το ακούς…
κι όμως δεν αντιδρούσαν,
γιατί βαθιά είχαν πειστεί
ότι ωραία ζούσαν!
Τους είχαν πείσει Βασιλείς
απ’ τους χρυσούς τους θρόνους…
πως έτσι ζουν οι άνθρωποι…
απ’ τους αρχαίους χρόνους!
Μονάχα ένας γέροντας…
«εκατοντάδων» χρόνων
Δεν πίστευε στους Βασιλείς…
μονάχα ‘κείνος… μόνο.
Γιατί ήξερε το μυστικό,
τον κόσμο, που θ' αλλάξει.
Μόνο δεν ήξερε το «πώς;»
για να το κάνει πράξη.
Είχε ακούσει κάποτε…
για κάποιονε… «Λεπίδα»…
που ‘κοβε γόρδιους δεσμούς
και χάριζε ελπίδα.
Με δύναμη τεράστια…
σαν εκατό γιγάντων.
Και με σοφία απέραντη…
γνώστης σχεδόν των πάντων!
Ο μόνος που επιβίωνε
απ’ του γκρεμού το χείλος…
όχι… δεν ήτανε θεός …
μα ήταν ένας θ ρ ύ λ ο ς!
Μα ο Λεπίδας …χάθηκε
από της γης τα μέρη…
και δεν τον έψαξε κανείς…
που να ‘ναι ποιος να ξέρει;
Πώς να τον βρει ο γέροντας
πίσω για να τον φέρει;
Κι όμως θα κάνει ότι μπορεί…
ότι περνά απ’ το χέρι!
Μα ο Λεπίδας, δυστυχώς
δεν είχε πλέον ύλη…
Γιατί γι' αυτόν δε μίλαγαν
πια των θνητών τα χείλη…
Και όπως όλοι ξέρουμε
για να υπάρξει λέξη,
προτού η λέξη να ειπωθεί
πρέπει να υπάρξει σκέψη.
Και ότι ως τώρα ίσχυε
μπορεί και να αλλάξει…
όταν η σκέψη ειπωθεί,
ώστε να γίνει πράξη.
Τον ήρωα ο γέροντας
θα βγάλει απ' τη λήθη…
θα τον γνωρίσει σε παιδιά…
μέσα από παραμύθι!
Έτσι κάθε απόγευμα
πήγαινε σε πλατείες
και αφηγούταν σε παιδιά
«Λεπιδο-ιστορίες».
«Μαγείρευε» κάθε φορά
καινούρια ιστορία…
όπου ο Λεπίδας πάλευε
με άγρια θηρία.
Θηρία σαν την «Άδικη»,
τη «Ψεύτρα», την «Κακία»…
Θηρία σαν τον «Πόλεμο»,
τον «Πόνο», τον «Ληστεία».
Και τα παιδιά… «μαγεύονταν»
και γέμιζαν ελπίδες…
‘θέλαν να γίνουν ήρωες
κι αυτά μικροί Λεπίδες.
Άρχισε τότε ταραχή…
στ' αυτιά των Βασιλέων…
και σχέδια κατέστρωναν
για υποταγή των νέων.
-Αυτός ο παλιογέροντας
πολύ μ’ έχει εκνευρίσει…
να.. πούμε ότι είναι μέθυσος…
και πως… του ‘χει λαλήσει!
-Και τα παιδιά;;;
Που πήρανε αέρα τα μυαλά τους;
Πώς θα τα πείσουμε, λοιπόν,
Να κάτσουνε στ' αυγά τους;
-Ξέρω από χρόνους… συνταγή…
πολύ αρχαιοτάτους…
σα σπείρεις φ ό β ο στην καρδιά…
θερίζει τα φτερά τους!
Έτσι λοιπόν και έγινε …
το γέρο φυλακίσαν
και τις ψυχούλες των παιδιών
σκοτάδι τις γεμίσαν.
Μα σαν ο σπόρος φυτευτεί
σε γόνιμο λημέρι
κάποιον καρπό θα τον γευτείς
μια μέρα μεσημέρι.
Και όπως λέει και ο λαός
συστήνει κι η επιστήμη,
το πράγμα το πολύ καλό
αργεί πολύ να γίνει.
Τι κι αν γοργά ο «Φοβό-σπορος»
ξέρεις πως θα φυτρώσει…;
Αγάλι-αγάλι στην καρδιά…
του γέρου έχει ριζώσει.
Η θύμηση του ήρωα
σε κάθε μυαλουδάκι,
Μοιάζει με φλόγα από κερί
σε γυάλινο βαζάκι!
Κι αν τα βαζάκια σπάσουνε
κι οι φλόγες ενωθούνε…
αφού ξεσπάσει πυρκαγιά
τον ήρωα θα δούμε!
Ο γέρος απ' τη φυλακή
που ήτανε ατσίδας
σπάει τις «γυάλες» με κραυγή:
« Ε Γ Ω Ε Ι Μ΄ Ο Λ Ε Π Ι Δ Α Σ… »
Σαν τον ακούσαν τα παιδιά
‘λάμψαν σαν ηλιαχτίδα
κι ενώθηκαν σε μια γροθιά
μ’ αστραφτερή λεπίδα.
Άρχισαν να σκορπούν το φως
στη Γη… σε κάθε πόλη
ώστε αλήθεια να γευτούν
οι κάτοικοί της όλοι.
Κι ο κόσμος άλλαξε μεμιάς.
Έγινε η νύχτα μέρα.
Άρωμα φ ύ σ η ς και μ α μ ά ς
μύρισε στον αέρα…
Έγινε κάθε γειτονιά
χαρούμενο λιμάνι,
βάρκες γινήκαν οι ψυχές
που βγαίνουνε σεργιάνι.
Η Φύση αναστήθηκε,
στολίστηκε όλη η πλάση…
Μα για σταθείτε βρε παιδιά…
τους φταίχτες ποιος θα πιάσει;
Έννοια σας και στο σύμπαν μας…
την πλήρη α τ α ξ ί α,
φτάνει η ώρα να τη βρει,
η πλήρης α ρ μ ο ν ί α.
Προκύπτει τότε ταραχή
και ανακατωσούρα.
Υπάρχει τέτοια σύγχυση…
τεράστια βαβούρα.
Ώσπου η δεύτερη νικά
και φέρνει μελωδία
που ηχεί στ’ αυτιά πολύ γλυκά
και φτιάχνει ισορροπία.
Τ΄ άπλετο Φως, τους έκαψε
τους έκανε κομμάτια...
πέτρωσαν σα να κοίταξαν
τη Μέδουσα στα μάτια.
Χάθηκαν σα να μην ποτέ
στον κόσμο αυτόν υπήρξαν
σα να ‘ταν όνειρο κακό
που οι μνήμες σου το ‘σβήσαν.
Και για να μη συμβούν ξανά
Χαμοί και φασαρίες
διδάσκαν σε όλα τα σχολειά
Λεπιδο-ιστορίες.
Για να τιμήσουν το σοφό
γι’ αυτά που ‘χε προσφέρει
του αφιέρωσαν γιορτή
μέσα στο καλοκαίρι.
Την πόλη που όλα ξεκίνησαν
όνομα που ‘χε ήδη…
της τ’ άλλαξαν και το ‘καναν
το ξακουστό Λεπίδι!
Αυτά συνέβησαν παλιά,
τ’ άλλοτινά τα χρόνια…
παρ’ όλα αυτά, ο γέροντας…
να ξέρεις ζει ακόμα!
Μαρία Κέλογλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki