Κασσιανής Ζαμπέλλη
Κάποτε σε μία πολιτεία ζούσε ένας γελαστός στρουμπουλός κύριος. Φορούσε πάντα ένα άσπρο πουκάμισο κι ένα καφέ καρό παντελόνι με κόκκινες φαρδιές τιράντες.
Το χαμηλό μικρό σπιτάκι του βρισκόταν ανάμεσα σε τρεις ψηλές πολυκατοικίες.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έφτιαχνε ένα πλούσιο πρωινό με βάφλες και τηγανίτες, αβγά και ψωμί, γάλα και μέλι κι αφού έτρωγε το πρωινό του ξεκινούσε να παίζει το τρομπόνι του.
Έπαιζε το τρομπόνι του μέχρι το μεσημέρι. Τότε σταματούσε για να φάει το μεσημεριανό του.
Μετά έπαιρνε τον μεσημεριανό υπνάκο του και το απόγευμα ξυπνώντας φρέσκος φρέσκος ξεκινούσε και πάλι να παίζει το τρομπόνι του.
Οι ένοικοι των γύρω διαμερισμάτων τον αποκαλούσαν κο «Τρομπόνι» μια και η μοναδική του ασχολία ήταν το τρομπόνι του.
Μια μέρα στη διπλανή πολυκατοικία μετακόμισε η οικογένεια Σιωπηλού. Ο μπαμπάς, η μαμά και ο μικρός τους γιος.
Αφού εγκαταστάθηκαν η οικογένεια Σιωπηλού στο νέο τους διαμέρισμα, ο μπαμπάς Σιωπηλός κάθισε ήσυχος στο σαλόνι του να διαβάσει την εφημερίδα του.
Τότε ένα δυνατό ΠΑΡΑΠΑΜ ΠΙΠΙΡΙ ΠΙ ακούστηκε.
-Αμάν! Τι ήταν αυτό; Ποιος χαλάει την ησυχία μου; Φώναξε ο κος Σιωπηλός τσαλακώνοντας την εφημερίδα του.
-Με τρομπόνι μοιάζει μπαμπά, του απάντησε ο γιος που διάβαζε στο διπλανό γραφείο.
Ο κύριος Σιωπηλός φόρεσε τη ρόμπα του βγήκε από το διαμέρισμα κι ακολούθησε τον ήχο μέχρι που βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του κου «Τρομπόνι» και την χτύπησε με δύναμη.
Ο κος ΤΡΟΜΠΟΝΗΣ άνοιξε κρατώντας στο χέρι το καλογυαλισμένο τρομπόνι του.
-Σας παρακαλώ να σταματήσετε αμέσως αυτή τη φασαρία. Θέλω να διαβάσω ήρεμος την εφημερίδα μου και δεν μπορώ με όλο αυτό το θόρυβο, είπε ο κος Σιωπηλός
- Μα δεν είναι φασαρία είναι μουσική, είπε ο κος ΤΡΟΜΠΟΝΙ.
- Μουσική ή φασαρία απαιτώ να σταματήσεις αμέσως, είπε ο κος Σιωπηλός κι έφυγε μουρμουρίζοντας.
Την άλλη μέρα το πρωί ο κος ΤΡΟΜΠΟΝΙ έφαγε το πρωινό του κι ύστερα έβαλε το τρομπόνι του σε μία μεγάλη τσάντα κι έφυγε.
Το μεσημέρι γύρισε σπίτι κρατώντας ένα μακρόστενο κουτί. Έφαγε το μεσημεριανό του και πήρε τον μεσημεριανό του υπνάκο.
Το απόγευμα ξύπνησε φρέσκος-φρέσκος κι έβγαλε από το κουτί ένα καινούριο κλαρίνο κι άρχισε να παίζει.
-Τι είναι πάλι τούτο! Φώναξε ο κος Σιωπηλός
-Μπαμπά! Μπαμπά! Ο κος ΤΡΟΜΠΟΝΙ μάλλον έγινε ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΣ!
-Δεν είναι κατάσταση αυτή, έχει παραγίνει το κακό, είπε ο κος Σιωπηλός και βάζοντας τη ρόμπα του έφτασε πάλι μπροστά στην πόρτα του κου ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΥ.
-Θέλετε κάτι;
-Και βέβαια θέλω! Θέλω να σταματήσεις αυτή τη φασαρία που κάνεις κάθε απόγευμα. Γυρνάω κουρασμένος από την δουλειά μου και θέλω να διαβάσω ήσυχα την εφημερίδα μου κι ο γιος μου δεν μπορεί να διαβάσει τα μαθήματά του με αυτό το θόρυβο!
- Εγώ πάλι νομίζω πως με την μουσική ηρεμεί κανείς.
-Είσαι ανυπόφορος! Είπε ο κος Σιωπηλός κι επέστρεψε σπίτι κόκκινος από τα νεύρα.
Την άλλη μέρα το πρωί ο κος ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΣ έβαλε το κλαρίνο του σε μία τσάντα κι έφυγε.
Το μεσημέρι επέστρεψε με ένα μεγάλο κουτί. Έφαγε το μεσημεριανό και μετά ξάπλωσε για τον μεσημεριανό του ύπνο.
Το απόγευμα σηκώθηκε και φρέσκος-φρέσκος, άνοιξε το μεγάλο κουτί, έβγαλε μία ολοκαίνουρια κιθάρα κι άρχισε να παίζει.
Η μελωδία ξεχύθηκε από τα ανοιχτά παράθυρα κι έφτασε μέχρι το διαμέρισμα του κου Σιωπηλού.
- Αυτό παραπάει τι θόρυβος είναι πάλι αυτός;!
-Μπαμπά, ο κύριος ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΣ τώρα έγινε ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΑΣ! του απάντησε ο γιος του.
Για ακόμη μια φορά ο κος Σιωπηλός έφτασε στην εξώπορτα του κου ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΑ κι άρχισε να την χτυπάει και να φωνάζει.
-Μα επιτέλους τι θέλετε για να σταματήσετε αυτό τον άθλιο θόρυβο;
-Μουσική λέγεται κι όχι θόρυβος! Και μην είστε τόσο αγενής!
-Αγενής είσαι εσύ που δεν με αφήνεις να διαβάσω ήσυχος την εφημερίδα μου, είπε ο κύριος Σιωπηλός και γύρισε σπίτι του.
Την άλλη μέρα το πρωί ο κος ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΑΣ έφαγε το πρωινό του κι ύστερα έβαλε την κιθάρα του σε μία μεγάλη τσάντα κι έφυγε.
Το μεσημέρι γύρισε σπίτι κρατώντας ένα μεγάλο κουτί. Έφαγε το μεσημεριανό του και πήρε τον μεσημεριανό του υπνάκο όπως κάθε μέρα.
Το απόγευμα ξύπνησε φρέσκος-φρέσκος κι έβγαλε από το κουτί ένα μεγάλο τύμπανο κι άρχισε να παίζει.
-Τι είναι πάλι τούτο! Φώναξε ο κος Σιωπηλός
-Μπαμπά! Μπαμπά! Ο κος ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΑΣ μάλλον έγινε ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΟΤΥΜΠΑΝΟΣ!
Για άλλη μια φορά ο κος Σιωπηλός κατευθύνθηκε στο σπίτι του κου ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΟΤΥΜΠΑΝΟΥ κι άρχισε τις φωνές. Τόσο δυνατά φώναζε που οι κάτοικοι των γύρω σπιτιών βγήκαν ενοχλημένοι έξω στα παράθυρα να δουν ποιος ήταν αυτός που έκανε τόση φασαρία με τις φωνές του.
Ο κύριος Σιωπηλός χτυπούσε το πόδι του κάτω κουνώντας το δάχτυλο απειλητικά στον κύριο ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΟΤΥΜΠΑΝΟ.
-Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Εάν κι αύριο το απόγευμα ακούσω να παίζεις κάποιο άλλο μουσικό όργανο θα καλέσω την αστυνομία!
Ο κύριος ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΟΤΥΜΠΑΝΟΣ κατέβασε το κεφάλι έκλεισε την πόρτα κι έπεσε για ύπνο.
Την άλλη μέρα το πρωί ο κύριος ΤΡΟΜΠΟΝΟΚΛΑΡΙΝΟΚΙΘΑΡΟΤΥΜΠΑΝΟΣ έβαλε το τύμπανο σε ένα μεγάλο κουτί κι έφυγε για το κέντρο της πόλης.
Το μεσημέρι επέστρεψε με ένα μικρό μακρόστενο κουτάκι.
Έφαγε όπως πάντα το μεσημεριανό του, ξάπλωσε, και το απόγευμα ξύπνησε φρέσκος-φρέσκος.
Άνοιξε το μικρό κουτάκι έβγαλε μία μπαγκέτα κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του.
Έξω τον περίμενε μία ολόκληρη ορχήστρα. Ο δρόμος είχε γεμίσει με μουσικούς που ο καθένας έπαιζε και διαφορετικό μουσικό όργανο. Βιολιά, κιθάρες, τρομπόνια και τρομπέτες, κλαρίνα και φλάουτα, άρπες και βιολοντσέλα.
Ο κος ΜΑΕΣΤΡΟΣ τώρα πια, σήκωσε το χέρι ψηλά κι άρχισε να διευθύνει την πολυμελή ορχήστρα.
Η μουσική ξεχύθηκε και πλημμύρισε την πόλη, οι νότες τρύπωναν σε κάθε σπίτι κι η όμορφη μελωδία έκανε κάθε κάτοικο να βγει στο δρόμο και να αρχίσει το χορό.
Νέοι, γέροι και παιδιά ανακατεύτηκαν με τους μουσικούς σε ένα μουσικό πανηγύρι.
Μόνο στο διαμέρισμά του ο κύριος Σιωπηλός παρέμενε… σιωπηλός.
Ο γιος του και η γυναίκα του τον είχαν από ώρα εγκαταλείψει κι είχαν πάει στη γιορτή.
Βγήκε στο μπαλκόνι, είδε το γιο του να χορεύει και την γυναίκα του να στροβιλίζεται στο ρυθμό της μουσικής κι ένιωσε περίεργα. Χαμογέλασε.
Κατέβηκε τα σκαλιά κι έτσι με τις παντόφλες και την ριγέ πυτζάμα του, αγκάλιασε την οικογένεια και μπήκε κι αυτός στο χορό.
Γιατί όπως όλοι ξέρουμε, η μουσική εξημερώνει και κάνει ήμερο και τον πιο άγριο, ενώνει τους ανθρώπους κάτω από τους ήχους της και μιλά στις καρδιές μας.
Κασσιανή Ζαμπέλλη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki