Ο Τηλέμαχος είναι ένας μικρός βάτραχος. Τόσο μικρός που χωράει στο φλιτζανάκι του καφέ. Το δέρμα του είναι λαμπερό πράσινο στην πλάτη και κιτρινωπό στην κοιλιά. Το κάθε πόδι του έχει τέσσερα καταπληκτικά δάχτυλα που τελειώνουν σε βεντουζάκια. Αυτά είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα.
«Τίποτε άλλο να μην είχα στη ζωή -σκέφτεται- αυτά θα μου ήταν αρκετά!»
Μα τι λέω; Σκέφτεται; Βεβαίως σκέφτεται ο Τηλέμαχος. Συνήθως σκέφτεται το πρωί όταν τον ξυπνάει η μαμά του για το σχολείο. «Μην είσαι αφηρημένος!» φωνάζει η μαμά «ετοιμάσου πρέπει να φύγεις!» Παρεξήγηση. Ο Τηλέμαχος δεν είναι ποτέ αφηρημένος. Μόνο σκέφτεται συνεχώς. Σκέφτεται στο μάθημα, όταν όλοι διαβάζουν. Σκέφτεται στο σπίτι, όταν αυτός πρέπει να διαβάσει. Σκέφτεται μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο. Σκέφτεται ξαπλωμένος στο κλαδί της ιτιάς ενώ με το ένα πόδι του ανακατεύει το νερό του ποταμού, που κυλάει αργά. Όπως τώρα ας πούμε. Και τι σκέφτεται;
Είναι ωραίο να είναι κανείς βάτραχος στην εξοχή. Εδώ ο καθένας κοιτά τη δουλειά του και αφήνει τους άλλους στην ησυχία τους. Και η ζωή έχει τόσο ωραίο χρώμα! Πράσινο! Πράσινο σαν το χορτάρι, πράσινο σαν τα φύλλα των δέντρων, πράσινο σαν κι εμένα.. Είναι τόσο ωραίο να είσαι βάτραχος! Εντάξει και πεταλούδα δεν είναι άσχημα να είσαι. Εδώ που τα λέμε ίσως να είναι και καλύτερα γιατί δεν κινδυνεύεις τόσο από τους ανθρώπους. Η γιαγιά όταν μιλάει γι αυτούς λέει πάντα «εκείνοι» και αν θυμώσει λέει «οι παρανοϊκοί, οι ανόητοι, οι επικίνδυνοι» και κάτι άλλα που εγώ δεν κάνει να τα λέω. Δεν έχει κι άδικο. Τους έχω δει κι εγώ ο ίδιος να κυνηγούν πουλιά, να ποδοπατούν μυρμήγκια, αθώα σκουληκάκια και ακίνδυνες αραχνούλες. Όσο για μας τους βατράχους δεν μας αφήνουν σε χλωρό κλαρί. Δεν προλαβαίνει να μπει το καλοκαίρι και ορδές μικρών ανθρώπων ξεχύνονται για το κυνήγι του βατράχου. «Μα γιατί μας κυνηγούν γιαγιά, τι τους κάναμε;» ρωτάω τη γιαγιά μου. «Και ποιος σου είπε πως πρέπει κάτι να τους κάνεις! Αυτοί παιδί μου είναι να μην τους καρφωθεί η ιδέα στο μυαλό. Άπαξ και τους μπήκε άντε να τη βγάλεις!» «Και τι ιδέα τους μπήκε γιαγιά;» «Νομίζουν οι ανόητοι πως κάπου ανάμεσά μας κρύβεται ένας πρίγκιπας μεταμορφωμένος σε βάτραχο. Προσοχή παιδί μου, τα μάτια σου δεκατέσσερα. Μακριά, μακριά απ’ τους ανθρώπους αν θέλεις το καλό σου. Φυλάξου. Αν σε πιάσουν θα σε φυλακίσουν σε ένα σκοτεινό χαρτόκουτο, θα σε δέσουν από το πόδι με σκοινί και κάθε βράδυ θα σε βγάζουν στο φεγγαρόφωτο και θα σε φυλάνε μέχρι να γίνεις πρίγκιπας». «Και θα γίνω γιαγιά;» «Τι λες παιδί μου, όταν οι άνθρωποι γίνουν σοφοί, τότε κι οι βάτραχοι θα γίνουν πρίγκιπες! Ένα σου λέω μόνο… μακριά!» Τα λόγια της γιαγιάς μου φέρνουν πάντα ανατριχίλα ή μήπως έκανε ψύχρα ξαφνικά;
Αυτά σκεφτόταν ο μικρός πράσινος Τηλέμαχος ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημεράκι…
Ιούνιος!
Η χαρά των βατράχων -η ζέστη είναι πια οριστική- το καλοκαίρι έφτασε!
Τώρα αρχίζουν τα υπέροχα ξενύχτια στα ποτάμια και τις λίμνες. Τι τραγούδια!
Τι χορός!
Ο Τηλέμαχος έδιωξε τις πικρές βαθυστόχαστες σκέψεις και άρχισε να ονειροπολεί πραγματικά. Ως το Σεπτέμβρη κανείς δεν θα τον ενοχλούσε.
Κανείς δεν θα τον κατηγορούσε πως χαζεύει. Φούσκωσε τις φωνητικές του μεμβράνες και ξεφώνισε όλο χαρά. Μετά άπλωσε αιφνιδιαστικά τη γλώσσα του, έπιασε με μιας δυο μυγάκια και τα έφερε στο στόμα του. Δεν πρόλαβε να τα καταπιεί όταν άκουσε τη μαμά του να τον επιπλήττει: «τι φωνάζεις μεσημεριάτικα; Θα τρομάξεις τον κόσμο!»
Ξέχασα να σας πω πως ο Τηλέμαχος είναι ένα βατραχάκι του είδους Hyla arborea ή δενδροβάτραχος, τα οποία είναι γνωστά και ως μετεωρολόγοι γιατί συνηθίζουν να φωνάζουν όταν πλησιάζει βροχή. Αυτά βέβαια το κάνουν απ’ την χαρά τους, γιατί λατρεύουν το νερό είτε βρίσκεται μαζεμένο σε γούβες στη γη, είτε ρέει στα ποτάμια, είτε πέφτει από τον ουρανό. Έτσι, μόλις μυριστούν βροχή να έρχεται δεν μπορούν να κρατηθούν κι αρχίζουν το τραγούδι. Οι άνθρωποι όμως που με τα χρόνια κατάλαβαν πως αυτό το κόασμα σημαίνει βροχή, πανικοβάλλονται στο άκουσμά του. Όσοι είναι να πάνε στη θάλασσα, ρίχνουν ανήσυχες ματιές στον ουρανό ελπίζοντας να βγουν αυτή τη φορά ψεύτικες οι προγνώσεις των βατράχων. Οι νοικοκυρές μαζεύουν άρον άρον τις απλωμένες μπουγάδες. Οι μαμάδες απαγορεύουν στα παιδιά να βγουν έξω για παιχνίδι, ενώ ανακατεύουν τις ντουλάπες για να βρουν ομπρέλες και αδιάβροχα για παν ενδεχόμενο. Τα παιδιά γκρινιάζουν κι αρχίζουν τον μαξιλαροπόλεμο. Οι μαμάδες θυμώνουν και τα βάζουν τιμωρία. Και όλοι αναθεματίζουν τους βατράχους -αυτούς δηλαδή που θα έπρεπε να ευχαριστήσουν για την προειδοποίηση. Αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι- ποτέ δεν συγχωρούν αυτόν που τους φέρνει «κακά» μαντάτα!
Η Κανέλα είναι οκτώ χρονών. Έχει κόκκινα μαλλιά και ροδαλά μάγουλα γεμάτα καφετιά σημαδάκια. Είναι η πιο στρουμπουλή στην τάξη της. Για όλα αυτά, τα παιδιά την κοροϊδεύουν. Τη φωνάζουν «Μουουου». Η Κανέλα ονειρεύεται στην τάξη πως δεν είναι στρουμπουλή -είναι μια όμορφη μπαλαρίνα, με καστανά μακριά μαλλιά πιασμένα κότσο και δεν την λένε Κανέλα, όπως τη γιαγιά, μα Κάντι- που θα πει γλυκιά και … «Κανέλα, τελείωνε επιτέλους με την ορθογραφία, δεν άκουσες το κουδούνι;» φωνάζει η δασκάλα. Η δασκάλα λέει στη μαμά της πως η Κανέλα είναι διαρκώς αφηρημένη. Παρεξήγηση. Η Κανέλα δεν είναι ποτέ αφηρημένη. Όταν δεν προσέχει στο μάθημα, σκέφτεται. Κανείς όμως δεν την πιστεύει. Ούτε η δασκάλα, ούτε η μαμά, ούτε οι συμμαθητές της, που δεν χάνουν ευκαιρία να… μουγκρίσουν. Ευτυχώς αύριο το σχολείο κλείνει. Διακοπές! Ποιος ξέρει, ίσως μέχρι το Σεπτέμβρη να γίνει κάποιο θαύμα και να τη σώσει από τα μαρτύριά της.
Μάρθα Γαλατοπούλου
Τα μεγάλα κείμενα δε μπορούν να διαβαστούν διαδικτυκά. Παραπάνω, μπορείτε να διαβάσετε απόσπασμα του βιβλίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki