Πανωραίας Χριστοπούλου
Μία φορά και έναν καιρό, σε ένα πανέμορφο κάμπο, ζούσε ένα ζευγάρι, ο Μπελφάιρ και η Κλάρα. Ήταν μαζί για πάνω από δέκα χρόνια και στην αρχή τα πράγματα ήταν καλά, όμως με τα χρόνια ο άνδρας άλλαξε. Το ότι δεν είχαν παιδιά, πλήγωνε και τους δύο βαθύτατα, όμως το μεγαλύτερο πλήγμα για εκείνον ήταν η φτώχεια τους. Ο Μπελφάιρ ήταν συνεχώς κακόκεφος και ψυχρός, ενώ προσπαθούσε καθημερινά να σκεφτεί τρόπους που θα τον έκαναν πλούσιο, παραμελώντας εντελώς την γυναικά του, ενώ κάποιες φορές γινόταν και επιθετικός. Η καημένη η Κλάρα υπόμενε την συμπεριφορά του συζύγου της γιατί τον αγαπούσε, ακόμα και αν αυτός φαινόταν πως είχε ξεχάσει την σημασία της λέξης. Τι και αν ήταν φτωχοί ή δεν είχαν παιδιά; Είχανε ο ένας τον άλλον και αυτό ήταν αρκετό για εκείνη, όμως ο Μπελφάιρ ζητούσε περισσότερα.
Μία μέρα, και ενώ ο σύζυγος βρισκόταν έξω από το σπίτι, μια γριά γυναίκα προσέγγισε τον άνδρα. Αυτό που ζητούσε ήταν λίγο φαγητό και νερό, όμως ο Μπελφάιρ ήταν εντελώς ακατάδεκτος. «Εδώ δεν έχω να φάω εγώ και μου ζητάς να σου δώσω; Φύγε από εδώ!» φώναξε δυνατά εκείνος και η γυναίκα γύρισε για να φύγει με το κεφάλι χαμηλά. Ακούγοντας τις φωνές, η Κλάρα βγήκε έξω για να δει τι συμβαίνει. Η γυναίκα που ήταν συμπονετική και καλή, θέλησε αμέσως να βοηθήσει την γριούλα, όμως ο Μπελφάιρ την σταμάτησε με αγριάδα.
Βλέποντας το ζευγάρι να λογομαχεί, η γριά αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να φύγει. Καθώς απομακρυνόταν έλεγε τα εξής λόγια: «Τόσο ψυχρός και εκείνη τόσο ζέστη... Από εδώ και στο εξής τα λόγια σας θα επιδρούν με αυτόν τον τρόπο. Θα παγώνουν και θα ζεσταίνουν» Αν και το ζευγάρι δεν τα άκουσε όλα αυτά, τα μαγεία είχαν ήδη πιάσει. Αυτή που το αισθάνθηκε πρώτη ήταν Η Κλάρα. Τα λόγια του Μπελφάιρ χτυπούσαν πλέον κυριολεκτικά την καρδιά της κάνοντας την να πονά. Ήταν λες και μυτεροί σταλακτίτες πάγου την κάρφωναν στο στήθος με το ψύχος τους να απλώνεται σε κάθε άκρη του κορμιού της. Η γυναίκα θέλησε να καθίσει και ο Μπελφάιρ ήρθε αμέσως κοντά της. Η ζεστασιά στον πονεμένο τόνο της φωνής της, έκανε τον άνδρα να μαλακώσει προσωρινά. Μην ξέροντας τι πραγματικά συμβαίνει, θεώρησαν πως ήταν μονάχα μια ξαφνική αδιαθεσία και το γεγονός σύντομα ξεχάστηκε.
Μετά από λίγο καιρό, ο Μπελφάιρ γύρισε στο σπίτι αρκετά ευδιάθετος. Μόλις είχε κερδίσει σε κάποιο στοίχημα δύο κοτόπουλα. Αν και η Κλάρα είχε εκφράσει την γνώμη της για αυτά τα παιχνίδια, φαινόταν πως η τύχη ήταν αυτή την φορά με το μέρος τους. Χαρούμενη έσπευσε να μαγειρέψει το ένα κοτόπουλο, ενώ κρέμασε το άλλο στο παράθυρο και ο Μπελφάιρ πήγε στο δάσος να κόψει ξύλα. Μετά από κάμποση ώρα, η μυρωδιά του φαγητού έφερε στο κατώφλι έναν απρόσμενο επισκέπτη. Ήταν η γριά που κάποτε είχε ζήτησε την βοήθεια του ζευγαριού. «Τι ωραία που μυρίζει το κοτόπουλο!» είπε η γριούλα. «Βλέπω έχεις ακόμα ένα. Μπορώ να το πάρω; Πεινάω τόσο πολύ!» συνέχισε. Η Κλάρα ήταν δισταχτική, όμως δεν γινόταν να αρνηθεί. Αμέσως ξεκρέμασε το δεύτερο κοτόπουλο και το έδωσε στην γριά. «Σε ευχαριστώ πολύ κόρη μου! Εύχομαι στη ζωή σου να πάρεις αυτό που σου αξίζει!» Τα λόγια της γριάς προβλημάτισαν την Κλάρα, όμως η γυναίκα την ευχαρίστησε και την αποχαιρέτησε με χαμόγελο.
Αργότερα, όταν ο άνδρας γύρισε σπίτι, μαγεύτηκε από την μυρωδιά του μαγειρεμένου κοτόπουλο, όμως σύντομα η χαρά του έμελλε να χαθεί. «Γυναίκα, που είναι το δεύτερο κοτόπουλο» ρώτησε σχεδόν πανικοβλημένος. Η Κλάρα δάγκωσε τα χείλη της με αμηχανία.
«Ήρθε ξανά η γριούλα που μας είχε επισκεφτεί τις προάλλες... Φαινόταν τόσο πεινασμένη για αυτό της έδωσα το κοτόπουλο». Ο άνδρας τα ‘χάσε στο άκουσμα αυτών των λέξεων και το κεφάλι του έγινε κατακόκκινο από οργή. Σύντομα ένα κύμα ψυχρών λέξεων άρχισε να βγαίνει από το στόμα του. Η γυναίκα τον παρακαλούσε να ηρεμήσει, όμως αυτή η φορά δεν ήταν σαν τις άλλες. Τα λόγια του έκανα την γυναίκα να πονά από το ψύχος, νιώθοντας σιγά σιγά τα δάκτυλα των χεριών της να μουδιάζουν, να γίνονται άκαμπτα. Όσο και αν η Κλάρα προσπαθούσε να ζεστάνει την ατμόσφαιρα με την αγάπη της, ήταν μάταιο. Στο τέλος δεν μπορούσε να βγάλει καν λέξεις από το στόμα της. Δεν μπορούσε να κουνηθεί πλέον. Μέχρι ο Μπελφάιρ να καταλάβει τι είχε κάνει, η γυναίκα είχε μεταμορφωθεί σε ένα άγαλμα πάγου. Ο άνδρας είχε σταματήσει πια να μιλά, αλλά πλέον αυτό δεν είχε καμία σημασία. Πλησίασε την Κλάρα τρομοκρατημένος, χωρίς να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί. Πετώντας μερικά ξύλα στο τζάκι, άναψε αμέσως τη φωτιά για να ξεπαγώσει την γυναίκα του. Ήταν όμως μάταιο. Ο μαγικός πάγος δεν έλεγε να ιδρώσει ούτε μια σταγόνα, γι’ αυτό και ο Μπελφάιρ έβγαλε το άγαλμα έξω στον ήλιο, με την ελπίδα να λιώσει. Ακόμα και αυτό όμως δεν φαινόταν να έχει αποτέλεσμα.
Μετά από λίγες μέρες, ένας περαστικός πέρασε με την άμαξα του από την περιοχή βλέποντας το πανέμορφο άγαλμα. «Με συγχωρείτε κύριε…» είπε βλέποντας τον Μπελφάιρ.
«Αυτό το άγαλμα.... Δεν έχω ξανά δει τόσο όμορφο γλυπτό. Το πουλάτε;» ρώτησε. «Όχι, λυπάμαι» είπε εκείνος. «Θα σας δώσω πέντε χρυσά φλουριά για αυτό» απάντησε ο περαστικός και τότε τα μάτια του Μπελφάιρ άστραψαν. «Μόνο πέντε για ένα τόσο ωραίο άγαλμα;» «Δέκα», είπε ο άνδρας, όμως ο Μπελφάιρ καταλάβαινε πως ο άνδρας μπορούσε να δώσει περισσότερα και αυτό έπρεπε να το εκμεταλλευτεί. «20», είπε και ο άνδρας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ο Μπελφάιρ κόντεψε να τρελαθεί όταν πήρε στα χέρια του τα χρυσά νομίσματα, για αυτό και έσπευσε να βοηθήσει τον αγοραστή να φορτώσει το νέο του απόκτημα στην άμαξα. Η Κλάρα έφευγε πλέον μακριά, όμως ο Μπελφάιρ ήταν πολύ απασχολημένος με τα λεφτά του για να δώσει σημασία. Τα δάκρυα της γυναίκας παρέμειναν μέσα της κρυσταλλωμένα, με εκείνη να νιώθει λίγο περισσότερο παγωμένη από όσο ήδη ήταν.
Μέσα σε λίγες ώρες, η άμαξα έφτασε έξω από το παλάτι. «Ανοίξτε! Έχω ένα δώρο για τον βασιλιά!» είπε ο άνδρας και οι πύλες άνοιξαν. Με την βοήθεια μερικών ιπποτών, μετέφεραν το άγαλμα μέχρι την βασιλική αίθουσα. Όταν ο βασιλιάς είδε το άγαλμα δεν μπορούσε παρά να τρίβει τα μάτια του. Δεν είχε ξανά δει στην ζωή του τόσο όμορφο γλυπτό, τόσο αληθινό.
Αμέσως ο ηγεμόνας διέταξε την μεταφορά του αγάλματος στον κήπο, στο πιο όμορφο σημείο, εκεί όπου άξιζε ένα βρίσκεται ένα τέτοιο αριστούργημα. Από την μέρα εκείνη, ο Βασιλιάς επισκεπτόταν καθημερινά τον κήπο. Άνθρωποι της αυλής τον έβλεπαν να συνομιλεί με το άγαλμα, όμως κανένας δεν τολμούσε να πει κάτι αφού ο ηγεμόνα έμοιαζε ευτυχισμένος. Από τότε που έχασε την γυναίκα του, είχε κλειστεί στον εαυτό του, όμως τώρα είχε κάποιον να μιλήσει ακόμα και αν ήταν ένα μαγικό άγαλμα πάγου. «Αχ και να ήσουν αληθινή» της είπε μια μέρα αναστενάζοντας βαθιά. Ήξερε πως είναι μονάχα ένα αντικείμενο, όμως άθελά του, είχε ερωτευτεί για αυτό φρόντιζε καθημερινά ώστε το άγαλμα να λάμπει και να έχει συντροφιά. Της είχε δώσει ακόμα και όνομα: Κρυσταλλένια, αφού στα μάτια του έμοιαζε σαν μια αληθινή γυναίκα.
Ένα πρωινό, καθώς ο βασιλιάς κατέβαινε στον κήπο, ένας δυνατός θόρυβος τάραξε την σιωπή. Ο ηγεμόνας έτρεξε γρήγορα να δει τι είχε συμβεί, βρίσκοντας το αγαπημένο του άγαλμα σπασμένο σε χίλια κομμάτια. Ο άνδρας έπεσε στο έδαφος συντετριμμένος. Για εκείνον ήταν σαν να ζούσε ένα δεύτερο πένθος ξανά. «Και εγώ που νόμιζα ότι εσένα δεν θα σε έχανα ποτέ...» ψέλλισε μέσα στα δάκρυα του. Ξαφνικά, μέσα από τις τριανταφυλλιές, ξεπρόβαλε ο άνθρωπος που είχε κάνει δώρο το πανέμορφο γλυπτό στον βασιλιά. «Άρχοντα μου λυπάμαι πολύ για αυτό που συνέβη στο άγαλμα σας. Θα με ενδιέφερε να αγοράσω τον πάγο εάν δεν τον θέλετε» είπε ο άνδρας και ο βασιλιάς τον κοίταξε με μάτια που άστραφταν.
«Ποτέ! Ακόμα και έτσι, παραμένει να είναι η Κρυσταλλένια μου» απάντησε. «Και αν σας έδινα 1000 χρυσά νομίσματα» «Δεν θα την αντάλλαζα ακόμα και για όλα τα λεφτά του κόσμου! Θα έδινα ακόμα και την ζωή μου για εκείνη!» είπε ο ηγεμόνας, και ο άνδρας χαμογέλασε. Με μια κίνηση του χεριού του, ο παράξενος περαστικός έκανε τα κομμάτια του πάγου να ενωθούν ξανά, όμως αυτήν την φορά ο βασιλιάς δεν έβλεπε μπροστά του ένα άγαλμα, μα μια πραγματική γυναίκα. Τι όμορφη που ήταν με τα ροδαλά της χείλη και τα κατάξανθα μαλλιά της. Ο ηγεμόνας έτριψε τα μάτια του. «Κρυσταλλένια; Εσύ είσαι;» «Ναι» είπε εκείνη πλησιάζοντας χαμογελαστή. «Κάποτε την έλεγαν Κλάρα...» άρχισε να λέει ο παράξενος άνδρας που μόλις είχε λύσει τα μαγεία. «Η Κλάρα ζούσε μια ζωή που δεν της άξιζε, με έναν άνδρα που τίποτα δεν του ήταν αρκετό, ούτε καν η πολύτιμη γυναίκα του. Για εκείνη όμως αρκούσε η αγάπη τους, μια αγάπη που μάταια πίστευε πως υπάρχει ανάμεσα τους» συνέχισε. «Μα πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» ρώτησε η Κλάρα με απορία. Και τότε, ένα φως τύλιξε τον άνδρα. Όταν έσβησε, στην θέση του υπήρχε πια η γριούλα που κάποτε είχε ζητήσει ελεημοσύνη. Ο βασιλιάς δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, μα η Κλάρα του εξήγησε τα πάντα, ευχαριστώντας παράλληλα την γριούλα που της άνοιξε τα μάτια.
Τόσο καιρό, η Κλάρα είχε μάθει να αγαπά, όχι όμως και να αναγνωρίζει πότε η αγάπη είναι απών. Η φτώχεια του Μπελφάιρ ήταν μόνο στο συναίσθημα και όχι στην τσέπη του, και ο πλούτος του βασιλιά δεν ήταν μόνο στους θησαυρούς του, αλλά και στην καρδιά του. Η Κλάρα είχε καταλάβει πια την διαφορά. Είχε και αυτή ερωτευτεί τον βασιλιά, ο οποίος έσπευσε να την κάνει γυναίκα του. Πλέον αποκαλούσε και η ίδια τον εαυτό της Κρυσταλλένια, σηματοδοτώντας έτσι την νέα αρχή στην ζωή της. Όσο για τον Μπελφάιρ, κανείς δεν έμαθε τι απέγινε.
Πανωραία Χριστοπούλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki