Μιλένας Ιακωβίδου
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε σε ένα μικρό χωριό, ένα κοριτσάκι. Το είχαν ονομάσει Αθωότητα. Είχε ένα από τα πιο σπάνια ονόματα που θα μπορούσε να συναντήσει κάποιος. Η Αθωότητα, λοιπόν, λάτρευε τις πασχαλίτσες. Όταν ερχόντουσαν στο χέρι της, τις κοίταζε που περπατούσαν με πολύ συγκέντρωση. Έπειτα, την ώρα που ετοιμαζόντουσαν να πετάξουν, άπλωνε το χέρι της μακριά με ενθουσιασμό και τις χαιρετούσε ανυπόμονη να ξανάρθουν. Έτσι περνούσαν τα χρόνια και η Αθωότητα μεγάλωνε μέσα στη φύση, στα χιόνια, έτρωγε σταλακτίτες το χειμώνα, όταν ζητούσε από τον παππού της να τους φτάσει γιατί η ίδια δε μπορούσε.
Στο χωριό υπήρχε ένα μαγικό μέρος με ένα δέντρο το οποίο λέγανε πως έχει μαγικές ιδιότητες και κάνει κάθε ευχή πραγματικότητα. Για να το φτάσει κανείς έπρεπε να διασχίσει μια μεγάλη έκταση πράσινης πεδιάδας με πάρα πολλά ψηλά κίτρινα λουλούδια. Έτσι, ανυπομονούσε να έρθει η ώρα που θα πάει τρέχοντας στο δέντρο γιατί μιλούσε μαζί του, το ρωτούσε διάφορα πράγματα, το άκουγε να της απαντάει και την ώρα που έπρεπε να επιστρέψει πάντα το ευχαριστούσε που το γνώριζε και την καθοδηγούσε στη ζωή της.
Δυστυχώς, όταν μεγάλωσε, η οικογένειά της έπρεπε να μετακομίσει στη μεγάλη πόλη με τα αυτοκίνητα και τα μεγάλα φορτηγά. Με τη μεγάλη ρύπανση και τις πολλές πολυκατοικίες. Δεν υπήρχαν πια δουλειές στο χωρίο και έτσι η ανάγκη για επιβίωση άλλαξε τον τόπο κατοικίας της Αθωότητας.
Πάντα σκεφτόταν το χωριό της και τη φύση μέσα στην οποία μεγάλωσε. Μια νύχτα είχε ονειρευτεί τον παππού της. Ο παππούς της είχε μακριά άσπρα γένια. Ήταν επίσης και τραγουδιστής. Όταν μάλιστα τραγουδούσε, τα γένια του κουνιόντουσαν πάνω-κάτω από την κίνηση που έκαναν τα χείλη του και η Αθωότητα όταν τα έβλεπε γελούσε τόσο πολύ και χαίροταν!
Σκεφτόταν λοιπόν όλες αυτές τις όμορφες στιγμές, ακόμα και όταν μετακόμισε με την οικογένειά της. Μια νύχτα βρήκε μια ιδέα! Έκανε μια ευχή.
«Αχ, να μπορούσα να έχω πάλι όλα όσα έχασα και να είμαι πάλι στο χωρίο μου».
Και έτσι, μόλις ξύπνησε βρέθηκε σε ένα μέρος με ολόλευκα μακριά σχοινιά.
«Μα, πώς;» αναρωτήθηκε. «Πού είμαι;»
Καθώς περπατούσε και εξερευνούσε το τοπίο ανακάλυψε πως αυτά τα σχοινιά ήταν τα γένια του παππού της. Έπαιζε με αυτά. Είχε χαρεί πολύ. Έπρεπε να ανακαλύψει πόσες ακόμα εκπλήξεις την περίμεναν. Όσο εξερευνούσε, σε μια πλαγιά είδε βγάζοντας τα χεράκια της έξω από τα γένια, ένα σπιτάκι με αγελάδες και προβατάκια. Μα ναι! Είναι το χωριό!
Από τη χαρά της έτρεξε προς το μέρος του. Όμως συνέβηκε κάτι περίεργο. Η αθωότητα, για να μπει στα μακριά γένια και να κρυφτεί εκεί, είχε γίνει τόσο μικρή, όσο μια πασχαλίτσα. Όλα φάνταζαν τεράστια. Όμως χαίροταν τόσο πολύ! Δεν ήθελε να ξανα-αποχωριστεί το χωριό.
Είδε τη γιαγιά της έπειτα να μαγειρεύει. Πεινούσε πάρα πολύ κι έτρεξε προς το μέρος της, όμως εφόσον ήταν πολύ μικροσκοπική δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ένιωσε ξαφνικά να ταρακουντιούνται όλα. «Είναι αυτό που νομίζω; Ναι! Ο παππούς! Τραγουδάει!»
Άρχισε να ζαλίζεται από τον ήχο της φωνής του και να χορεύει παράλληλα. Όταν αρχίζει ο παππούς δε σταματάει ποτέ, αναλογίστηκε. Άρχισε να τραβάει τα γένια του δυνατά αλλά δε γινόταν τίποτα. Έπειτα, όταν σταμάτησε, τράβηξε τα γένια του με μια κίνηση ευχαρίστησης για το ωραίο τραγούδι που είπε και η Αθωότητα βρέθηκε στα δάχτυλα του. Δε σκεφτόταν τίποτα πια. Μόνο να πάρει τη μορφή της. Κι έτσι έγινε.
Εφόσον ευχήθηκε να γίνει πάλι όπως ήταν, υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα πηγαίνει στην κρυψώνα μέσα στα άσπρα γένια του παππού της να κοιμάται κάθε βράδυ και να ονειρεύεται το χωριό. Όταν ξύπναγε λοιπόν, αγκάλιαζε το μπαμπά, τη μαμά και όλη την οικογένειά της τόσο χαρούμενη για την αγάπη και τη φροντίδα που ένιωθε!
Και μη ξεχνάτε. Η Αθωότητα κρύβεται μόνο όταν θέλει να κοιμηθεί.
Μιλένα Ιακωβίδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki