(Διασκευή)
Βασιλείου Τσουράπη
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην άκρη του Δάσους ένα όμορφο μικρό κοριτσάκι που όλοι το φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα εξ’ αιτίας της κόκκινης κάπας της με τον κόκκινο σκούφο που δεν αποχωριζόταν ποτέ. Το πραγματικό της όνομα, βέβαια, ήταν Άννα και δεν ήταν πια κοριτσάκι, αλλά οι
παλιές συνήθειες, φανταζόταν, δεν μπορούσαν να κοπούν.
Αυτά σκεφτόταν καθώς ήταν καθισμένη στο σαλόνι με την μητέρα της όρθια δίπλα της και τον Τζόνας Μόρκι βυθισμένο σε μια πολυθρόνα απέναντί της. Το αγόρι, αν και δεκαεννιά χρονών, συμπεριφερόταν σαν ιδιότροπος γέρος, με τις άτσαλες κινήσεις του και την ελάχιστη -έως μηδαμινή- ανοχή του στις αλλαγές της θερμοκρασίας. Σαν να μην έφταναν αυτά, τα μαλλιά του είχαν ήδη αρχίσει να αραιώνουν και μια υποψία φαλάκρας είχε σχηματιστεί.
Πραγματικά, η Άννα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν η μητέρα της να την προξενεύει σε αυτόν τον άνθρωπο. Και δεν ήταν μονάχα η όψη του αγοριού που την απωθούσε, αλλά και η δικιά της ηλικία. Μόλις που είχε προλάβει να κλείσει τα δεκαπέντε και, παρόλο που το συνήθειο στο χωριό τους ήταν ο κόσμος να παντρεύεται από νωρίς, σίγουρα αυτή δεν αισθανόταν έτοιμη για γάμο.
Η μητέρα της είχε παντρευτεί στα δεκαεφτά και η γιαγιά της -από τη μεριά του πατέρα της- στα δεκάξι, ενώ καμιά από τις δύο -η Άννα ήταν βέβαιη γι’ αυτό- δεν υπήρξε έτοιμη για ένα τόσο μεγάλο βήμα. Άλλωστε, ένας πρόωρος γάμος μόνο πρόωρη δυστυχία μπορούσε να επιφέρει. Τις περισσότερες φορές το να δέσεις την ζωή σου με ένα άλλο άτομο σε μια τόσο τρυφερή ηλικία -και κυρίως εφ’ όσον αυτό το άτομο αποτελεί πιθανότατα την μοναδική σχέση που είχες ποτέ σου- καταλήγει στο να ξεχνάς πλήρως τον δικό σου εαυτό, κάτι που, συνήθως, έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Ο παππούς της είχε εξαφανιστεί, και αργότερα θεωρήθηκε νεκρός, πολλά χρόνια πριν και το περιστατικό αυτό γέμισε οδυνηρή θλίψη την γιαγιά της, μια θλίψη που την κατέτρωγε και την αρρώσταινε. Η κατάσταση, βέβαια, θα ήταν πολύ καλύτερη αν η γιαγιά της είχε προλάβει να ζήσει προτού παντρευτεί.
Μετά την εξαφάνιση δεν ήταν απλά μόνη της, αλλά και δίχως ιδέα για το τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. Η μητέρα της Άννας το γνώριζε, γνώριζε τις συνέπειες, και παρόλα αυτά είχε βαλθεί να την παντρέψει με τον Τζόνας επειδή όπως έλεγε ήταν ‘άνθρωπος με Α κεφαλαίο’. Η κοπέλα ρουθούνισε επιτιμητικά. Αν ζούσε ο πατέρας της δεν θα επέτρεπε ποτέ κάτι τέτοιο.
Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά στη θύμηση της απώλειας. Ήταν μόλις πέντε χρονών όταν έχασε τον πατέρα της, αλλά η όψη και ο τρόπος του ήταν πεντακάθαρα στην μνήμη της. Της μιλούσε πάντα γλυκά και την αγκάλιαζε όταν πονούσε. Ήταν όμορφος, όπως αυτή, και του άρεσε να τραγουδάει και να της λέει παραμύθια. Της έλειπε πολύ και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που είχε τόση μεγάλη αδυναμία στη γιαγιά της, ήταν ό,τι κοντινότερο είχε σε εκείνον. Και η κάπα της, φυσικά. Ήταν δώρο δικό του -πλεγμένο από τη γιαγιά της.
Ο Τζόνας την έβγαλε από τις σκέψεις της.
«Κοκκινοσκουφίτσα…» ξεκίνησε να λέει, αλλά σταμάτησε μόλις πρόσεξε το βλοσυρό της βλέμμα. «Άννα ήθελα να πω» διόρθωσε. «Άννα, είσαι υπέροχη και… και αν γίνεις γυναίκα μου θα… θα…»
«Αυτό που θέλει να πει ο Τζόνας είναι ότι πρόκειται να κληρονομήσει το παντοπωλείο του πατέρα του» έσπευσε να ολοκληρώσει η μητέρα της προτού το αγόρι χάσει εντελώς την ικανότητά του να μιλά.
«Ευχαριστώ κυρία Γκρέτα» έκανε με ευγνωμοσύνη ο Τζόνας, και ύστερα συνέχισε «Θα ζήσουμε με άνεση».
«Και ασφάλεια» μουρμούρισε η Γκρέτα.
«Και τυριά» είπε με απαξίωση η Άννα.
«Συγγνώμη;» ρώτησε το αγόρι μπλέκοντας νευρικά τα δάχτυλά του μεταξύ τους.
«Έχετε πολλά τυριά στο μαγαζί σας;» αποκρίθηκε η κοπέλα.
Ο Τζόνας κοίταξε αβέβαια την Γκρέτα. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της απηυδισμένη, προτρέποντάς τον να πάει με τα νερά της.
«Λοιπόν» ξεκίνησε να λέει το αγόρι «Υπάρχουν τρεις παραγωγοί στο χωριό και ο καθένας μπορεί να παράγει περίπου μέχρι και εξήντα πιθάρια το χρόνο γεμάτα μέχρι πάνω με τυρί» σταμάτησε για να κάνει έναν γρήγορο υπολογισμό «είναι βέβαια και ο φόρος του Δούκα… Νομίζω ότι κάθε χρόνο πουλάμε γύρω στα εκατόν πενήντα πιθάρια».
«Μάλιστα» έκανε η Άννα δήθεν σκεφτική «Θα σε παντρευτώ αν καταφέρεις να τα εκατονταπλασιάσεις».
Τα μάτια του Τζόνας άνοιξαν διάπλατα, «Δεκαπέντε χιλιάδες πιθάρια!» είπε με έκπληξη. «Θα πρέπει να το συζητήσω με τον πατέρα μου. Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει… Ίσως αν αρχίσουμε να εμπορευόμαστε με τις γύρω πόλεις, ή ίσως…»
«Μην ανησυχείς, Τζόνας» τον διέκοψε η Γκρέτα «η Άννα απλά αστειεύεται. Πήγαινε τώρα, θα μιλήσω μαζί της και άμα αλλάξει κάτι θα σου πω».
Ο Τζόνας Μόρκι σηκώθηκε τρεκλίζοντας.
«Μάλιστα κυρία Γκρέτα», είπε. «Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Γκρέτα. Θα… Θα περιμένω νέα σας».
«Ναι, ναι πήγαινε» τον αποχαιρέτησε εκείνη.
«Στο καλό!» φώναξε η Άννα με μία δόση ευθυμίας στην φωνή της.
Το αγόρι πέρασε το κατώφλι του σπιτιού μουρμουρίζοντας ανοησίες για νούμερα και τυριά. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του η Γκρέτα στράφηκε στην κόρη της.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε θυμωμένη.
«Ποιο;»
«Ξέρεις πολύ καλά ποιο. Έδιωξες το αγόρι που ήρθε να σε ζητήσει!»
«Εσύ το έδιωξες» είπε αδιάφορα η Άννα. «Εγώ είχα κι άλλα να τον ρωτήσω σχετικά με την διάθεση των τυριών».
«Ανόητη!» φώναξε η μητέρα της. «Δεν καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να παντρευτείς κάποιον άνθρωπο με Α κεφαλαίο σαν αυτόν;»
«Γιατί οι υπόλοιποι τι είναι;»
«Μη μου αντιμιλάς εμένα!» τσίριξε η μεγαλύτερη γυναίκα.
«Μητέρα» είπε τώρα ήρεμα η Άννα «ο Τζόνας δεν είναι για μένα και ο πατέρας δεν θα ’θελε να παντρευτώ τον πρώτο τυχόντα».
Η Γκρέτα έμεινε αμίλητη για λίγο.
«Έχεις δίκιο» είπε με μάτια υγρά. «Κάποια μέρα, όμως, θα καταλάβεις και τότε θα είναι αργά».
Η Άννα αγκάλιασε την μητέρα της.
«Άστα αυτά τώρα» είπε και ύστερα συνέχισε «Τα έχεις έτοιμα τα πράγματα για την γιαγιά;»
«Ναι. Είναι πάνω στο τζάκι».
Η Άννα πήγε προς τα κει.
«Άφησέ τη» είπε η Γκρέτα «Μην πας αυτό το μήνα».
«Δεν γίνεται αυτό, μητέρα. Η γιαγιά είναι άρρωστη, πρέπει να πάρει το φάρμακό της».
Η Γκρέτα έγνεψε. Κάθε φορά που η κόρη της έπρεπε να διασχίσει το Δάσος για να φτάσει στην πεθερά της, εκείνη έλιωνε από την αγωνία της, δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς. Αν γινόταν θα πήγαινε η ίδια, αλλά…
«Να προσέχεις» είπε γλυκά.
«Δεν πρόκειται να συναντήσω λύκους, μητέρα» αποκρίθηκε η Άννα χαμογελώντας. «Αυτοί υπάρχουν μοναχά στις ιστορίες που μου ’λεγε ο πατέρας».
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της Γκρέτα.
«Ναι» είπε «μονάχα στις ιστορίες» και φίλησε την κόρη της στο μέτωπο.
Η Άννα βγήκε από το σπίτι με ανανεωμένη διάθεση. Αυτές οι μικρές προστριβές με την μητέρα της δεν ήταν σημαντικές και, μάλιστα, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τις έφερναν πιο κοντά. Κατά κάποιο τρόπο γέμιζαν το κενό που τους είχε αφήσει ο πατέρας της.
Καθώς περνούσε μέσα από τους φαρδιούς χωμάτινους δρόμους του χωριού πολλοί άνθρωποι κοντοστάθηκαν για να την χαιρετήσουν -αποκαλώντας την Κοκκινοσκουφίτσα- και να της ευχηθούν περαστικά για την γριά Σεραφίνα. Η κοπέλα αντιχαιρέτησε και έσπευσε να χαθεί στο Δάσος όσο πιο γρήγορα γινόταν. Πολλές φορές οι συντοπίτες της γίνονταν φορτικοί και περίεργοι, αλλά μέσα στο Δάσος δεν θα την ενοχλούσαν. Τους τάραζε και τους φόβιζε να βρίσκονται εκεί. Το μέρος που κάποιοι το αποκαλούσαν Νεραϊδότοπο ήταν δεμένο με παράξενες ιστορίες -όπως συμβαίνει συχνά στα μέρη μακριά από τις πόλεις- και μονάχα οι ξυλοκόποι και οι κυνηγοί το επισκέπτονταν.
Παρόλα αυτά, η γριά Σεραφίνα κατοικούσε εκεί. Η Άννα δεν γνώριζε τον λόγο, αν υπήρχε δηλαδή, αλλά της άρεσε αυτή η επιλογή της γιαγιάς της. Το Δάσος αποτελούσε πάντα για την κοπέλα έναν τόπο χαλάρωσης και ηρεμίας.
Εκεί μέσα τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά. Δεν πίστευε στις ιστορίες για νεράιδες και αερικά -ο πατέρας της είχε φροντίσει να την γαλουχήσει σχετικά- ωστόσο το Δάσος ήταν κατά κάποιο τρόπο γι’ αυτήν μια αληθινά μαγεμένη χώρα.
Η χαμηλή βλάστηση -γρασίδι, νυχτολούλουδα και ρίγανη- ήταν το σημάδι που της ανήγγειλε ότι σιγά-σιγά έμπαινε σ’ αυτή τη χώρα. Λίγο πιο πέρα άρχισαν να εμφανίζονται θάμνοι με βατόμουρα και κράνα και άλλοι με καρπούς που δεν μπορούσε να ονομάσει. Προχώρησε βαθύτερα και το έντονο κίτρινο φως του απομεσήμερου βάφτηκε πράσινο ξαφνικά. Τα ψηλά δέντρα, ιτιές και λεύκες για αρχή, έπλεκαν τα φύλλα τους σχηματίζοντας σκιερά σκέπαστρα εδώ κι εκεί. Λειχήνες και φυτά σκαρφάλωναν στους κορμούς τους.
Φυτρωμένα ανάκατα ήταν λουλούδια και θάμνοι λίγο ψηλότεροι από τους προηγούμενους. Τα κλαδιά τους εξείχαν μπροστά και σκάλωναν στα ρούχα της κοπέλας θέλοντας τάχα να την χαϊδέψουν και να την κρατήσουν κοντά τους. Η Άννα απέφευγε τα περισσότερα με χάρη γλιστρώντας ανάμεσά τους, χαράσσοντας καινούρια στριφογυριστά μονοπάτια με τα γερά της πόδια.
Η ξερή και όμορφη μυρωδιά πεύκων γέμισε τα ρουθούνια της. Τώρα το έδαφος ήταν πιο μαλακό, σαν να βάδιζε σε μαξιλάρια, καθώς πεσμένες πευκοβελόνες βρίσκονταν διάσπαρτες τριγύρω. Κοντά στις ρίζες των δέντρων μεγάλωναν μανιτάρια και αλόη. Μερικές αγριοτριανταφυλλιές είχαν κάνει την εμφάνισή τους -κόκκινες, λευκές και μαύρες- πλημμυρίζοντας τον αέρα με τη γλυκιά τους ευωδία.
Όλα αυτά αποτελούσαν μοναχά το φανερό μέρος του Δάσους, διότι πάνω στα κλαδιά υπήρχαν τσίχλες, σπουργίτια και καναρίνια που τιτίβιζαν αθέατα όλα μαζί ή ανά διαστήματα. Σκίουροι σκαρφάλωναν τους αρχαίους κορμούς χωρίς να φαίνονται και δυο-τρία φίδια παραμόνευαν εδώ κι εκεί.
Ακόμα πιο βαθιά στο Δάσος υπήρχε ένα ρυάκι. Η Άννα το πλησίασε ανέμελα σιγοτραγουδώντας έναν χαρούμενο σκοπό, που είχε μάθει απ’ τη μητέρα της. Γονάτισε στην όχθη πλάι σε ένα θηλυκό ελάφι που έπινε νερό και έσκυψε να δροσιστεί κι αυτή. Το ζώο την κοίταξε επιφυλακτικά με περιέργεια και όταν είδε ότι δεν αποτελούσε κίνδυνο συνέχισε να πίνει.
Μέσα στο ρυάκι κολυμπούσαν χρυσόψαρα ακολουθώντας τη φορά του ρεύματος. Το σμαραγδί φως της μέρας έπεφτε απαλό στην επιφάνεια του νερού αντανακλώντας λαμπερό και διαχεόμενο προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα φύλλα των γύρω δέντρων να λαμπυρίζουν και αυτά κάτω από ένα αχνογάλανο φως. Αυτός ήταν σίγουρα ένας τόπος για νεράιδες, σκέφτηκε η Άννα καθώς ένωνε τις χούφτες της κάτω απ’ το νερό.
Ήπιε λαίμαργα μέχρι που ξεδίψασε και ύστερα σηκώθηκε παίρνοντας παραμάσχαλα το καλαθάκι της. Η φούστα της είχε μουσκέψει και κολλούσε γύρω από τα γόνατα και τους μηρούς της.
Το στομάχι της άρχισε να γουργουρίζει. Μπήκε στον πειρασμό να πάρει λίγο από το φαγητό που μετέφερε στην γιαγιά της, όμως το μετάνιωσε. Η πίτα που είχε τυλιγμένη στο καλάθι της ήταν αποκλειστικά για την γιαγιά.
Τελικά έκοψε μερικά μούρα από έναν κοντινό θάμνο κι έτσι χόρτασε την πείνα της. Μόλις απόφαγε ξαναγύρισε στο ρυάκι. Η ελαφίνα είχε πια φύγει. Ήπιε μια χούφτα νερό. Ύστερα έριξε άλλες δύο πάνω της, απλά επειδή ήταν χαρούμενη, και ετοιμάστηκε να συνεχίσει τον δρόμο της.
Δεν είχε προλάβει να κάνει δυο βήματα μπροστά όταν το ένιωσε για πρώτη φορά. Ήταν ένα απροσδιόριστο συναίσθημα όπως η χαρά, η λύπη και ο φόβος, που τα λόγια αποτύγχαναν να περιγράψουν ακριβώς. Την κύκλωνε και την γέμιζε· την πίεζε και την καλούσε. Ήταν συναίσθημα, ναι, αλλά δεν ήταν μόνο δικό της. Υπήρχε γύρω της, αλλά όχι παντού. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει τα όριά του, πού άρχιζε και πού τελείωνε. Έμοιαζε να είναι αληθινό, να έχει υπόσταση και σίγουρα να είναι έξω από αυτήν. Το συναίσθημα αυτό είχε χρώμα, αλλά δεν μπορούσε να το δει. Ήταν μαύρο και γκρι και κάπως πορφυρό, ή καφέ. Ήταν βάρβαρο και αρρενωπό. Απλωνόταν γύρω της σαν αόρατη σκιά και είχε λογισμό. Το συναίσθημα ήταν ζωντανό κι αυτή τη στιγμή αισθανόταν φόβο, χωρίς όμως να του λείπει το θάρρος. Ήταν δυνατό, αποφασιστικό. Ήταν μαθημένο να ελέγχει και να επιβάλλεται.
Το συναίσθημα την πρόσεξε. Η Άννα ένιωσε να της κόβεται η αναπνοή.
Βασίλειος Τσουράπης
Τα μεγάλα σε έκταση κείμενα δεν μπορούν να διαβαστούν διαδικτυακά. Παραπάνω διαβάζετε ένα απόσπασμα του έργου.
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki