Άρη Ροδόπουλου
«Δεν μου λες… Πόσες ώρες είσαι εδώ και περιμένεις;»
«Μία ώρα σίγουρα. Με το που νύχτωσε, βγήκα κατευθείαν!»
«Άσε, και εγώ, μια από τα ίδια. Πολλή ώρα, βρε παιδί μου. Αλλά αξίζει!»
«Κάνει και κρύο…»
«Έτσι είναι τα πράγματα εδώ. Καλά, εσύ είσαι νέος ακόμα. Όσο μεγαλώνεις, θα βλέπεις ότι αντέχεις περισσότερο, δεν θα έχεις πρόβλημα με τη θερμοκρασία. Τώρα βέβαια, όταν φτάσεις στην ηλικία μου…»
«Μα τι λέτε, είστε νεότατος!»
«Για καλό το είπες αυτό; Από τη μία με λες νέο, από την άλλη μου μιλάς στον πληθυντικό;»
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας… Να σε. Δεν ήθελα να σε προσβάλω…»
«Πού είναι οι τρόποι σου, νεαρέ; Σεβασμός στο μεγαλύτερο!»
«Πλακίτσα! Με συγχωρείς, το κάνω καμιά φορά. Αλλά αν είναι να κάτσουμε τόση ώρα εδώ, ας λέμε και κανά αστείο να ξεχνιόμαστε!»
«Οπότε λέτε να τα καταφ−»
«Στον ενικό, παιδί μου, στον ενικό».
«Εντάξει λοιπόν. Οπότε λες να τα καταφέρουμε;»
«Θα δείξει… Προς το παρόν, αναμένουμε! Πάντως έχουμε αρκετές πιθανότητες».
«Τι σε κάνει να το λες αυτό;»
«Σήμερα είναι ένα ωραίο βράδυ, είναι και κατακαλόκαιρο. Ιδανική ευκαιρία! Ο καιρός είναι καλός και ο ουρανός ξάστερος. Βγαίνει καμιά φορά ο κόσμος έξω στο μπαλκόνι του και κοιτάζει τον ουρανό. Πραγματικά, αν δεν γίνει η δουλειά και σήμερα, δεν ξέρω, τι να πω πια…»
Η Νίκη γύρισε σπίτι εκείνη τη μέρα αργότερα από το Στέφανο. Τι βάσανο και αυτό, δουλειά μες τον Αύγουστο! Και όλες της οι φίλες ήταν ήδη διακοπές. Αλλά είχε ακόμα δύο βδομάδες περίπου για την άδεια, οπότε υπομονή! Ποιος ξέρει; Με λίγη προσπάθεια θα τον έπειθε να πάνε διακοπές κάπου ωραία, σε κάποιο νησί ίσως…
«Έλα, γύρισες; Ελπίζω να θυμήθηκες να κλειδώσεις».
«Ορίστε;»
«Τι, δηλαδή δεν έφυγες τελευταία από τη δουλειά;»
Ο Στέφανος υποδέχτηκε τη Νίκη με τα κλασικά πειράγματά του. Έτσι έκανε πάντα όταν ήταν κακόκεφος. Και τελευταία ήταν αρκετά συχνά.
«Μμμ, εξυπνάδες, είδαμε και σένα, πόσες ώρες έφαγες στις συγκοινωνίες σήμερα;» ήταν η απάντηση της Νίκης, αφού άφησε την τσάντα της και τίναξε τα μακριά ξανθά μαλλιά της.
«Είναι μέχρι να πάρω το αμάξι από το συνεργείο, γιατί μετά…»
Έκατσαν στο σαλόνι να τα πούνε. Δεν ήταν ιδιαίτερα βολικά, γιατί το σπίτι τους ήταν μικρό. Ήταν, όμως, ωραία που καθόντουσαν δίπλα δίπλα για να συζητήσουνε. Μιλούσαν και μέσα στη μέρα, αλλά από κοντά είναι αλλιώς. Αν και κουρασμένοι από τη δουλειά, πάντα είχαν δυνάμεις να ακούνε ο ένας τον άλλο. Η δουλειά της Νίκης πήγαινε καλά τελευταία, όσο για το Στέφανο…
«Πώς πάνε τα πράγματα;» ρώτησε η Νίκη, ξέροντας την απάντηση.
«Τα ίδια,» απάντησε εκείνος κατσουφιασμένος, σκουπίζοντας τα γυαλιά του. «Άντε, να πάρουμε την άδειά μας να ξεφύγουμε, να πάμε κάπου!»
«Αυτό σκεφτόμουν τώρα! Τι θα έλεγες φέτος αν−»
«Προτού συνεχίσεις, κάτσε μισό λεπτό να το ξαναπώ αυτό λίγο διαφορετικά: Άντε, να πάρουμε την άδειά μας να ξεφύγουμε, να πάμε κάπου οικονομικά!»
«Καλά ντε, δεν θα έλεγα τίποτα εξωφρενικό!»
«Το ξέρω. Αλλά, καλό θα ήταν να επιλέξουμε κάτι απλό, δεν είμαστε σε θέση να…»
Ο Στέφανος άφησε στη μέση τη φράση του, δεν ήξερε πώς να τη συνεχίσει. Προτίμησε να ξύσει αμήχανα τα γένια του. Για μια στιγμή απλώς κοιτάχτηκαν. Αμέσως, η Νίκη αποφάσισε να αλλάξει θέμα.
«Εντάξει, θα τα δούμε αυτά, κάτι θα καταφέρουμε και φέτος. Να σου πω, δεν ετοιμάζουμε τίποτα να φάμε; Είμαι νηστική από το πρωί…»
«Πώς άλλαξαν οι εποχές, όμως, ε;»
«Τι εννοείς; Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα;»
«Όχι βέβαια! Τι νόμιζες; Παλιότερα ήταν εντελώς διαφορετική η όλη κατάσταση. Εσύ δεν θα τα θυμάσαι, ήσουν νέος. Ήσουν πολύ μικρός. Ούτε πολύ φωτεινός, ούτε καν ιδιαίτερα θερμός.»
«Γιατί, τώρα τι είμαι;»
«Ναι, σωστό και αυτό. Είμαι μεγάλος, υποτίθεται θα έπρεπε να τα ξέρω αυτά. Υπάρχουν, όμως, φορές που μπερδεύομαι με το χρόνο. Ζούμε και τόσο πολύ… Οι άνθρωποι δεν είναι σαν και μας. Αλλά αν και έχουν υπάρξει για τόσο λίγο στη ζωή μας, την έχουν αλλάξει πολύ. Και εμείς τη δική τους, βέβαια».
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Τι γινότανε παλιά στη Γη;»
«Α, ναι! Ξεχάστηκα. Ναι, που λες, οι άνθρωποι παλιά κοίταζαν τον ουρανό και μαγεύονταν στη στιγμή από την ομορφιά του. Κάθονταν με τις ώρες και τον αγνάντευαν! Τους έκανε να αισθάνονται καλύτερα, έδιωχνε τους φόβους και τις ανησυχίες τους. Γέμιζαν ελπίδα και αισιοδοξία. Πολλοί σκέφτονταν απευθείας τις ευχές που ήθελαν να πραγματοποιήσουν! Δεν περίμεναν να δουν ένα αστέρι να πέφτει. Και μόνο η εικόνα του ουρανού με τα αστέρια τους έκανε να σκέφτονται τα όνειρά τους. Τώρααα…»
«Τώρα;»
«Τώρα είναι αλλιώς. Νομίζαμε ότι μας είχαν ξεχάσει, έπρεπε να κάνουμε κάτι να τους τραβήξουμε ξανά την προσοχή. Αρχίσαμε να κάνουμε πτώσεις όλο και πιο συχνά. Μέχρι και τους κανόνες δημιουργήσαμε! Μερικές φορές, όμως, δεν φτάνουν ούτε αυτά. Βλέπεις, οι άνθρωποι σιγά σιγά σταμάτησαν να κοιτάζουν τον ουρανό. Τι να σου πω τώρα, δεν ξέρω γιατί! Δεν μπορώ να καταλάβω… Εντάξει, σίγουρα οι δουλειές τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο, τους μείωσαν αρκετά τον ελεύθερο χρόνο. Αλλά δεν πρέπει να είναι μόνο αυτό. Το θέμα είναι ότι μεγάλωσαν. Ωρίμασαν! Και δεν λέω μόνο για αυτούς που τους λένε ενήλικες. Ακόμα και οι νάνοι−»
«Νάνοι; Τι, έτσι τους λένε και αυτούς, σαν και εμάς;»
«Συγγνώμη. Τα παιδιά ήθελα να πω. Τέλος πάντων, και οι μικροί άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν οι ευχές τους. Και αν το κάνουν αυτό οι μικροί άνθρωποι, φαντάσου οι μεγάλοι. Έτσι, πολλοί σταμάτησαν να προσπαθούν. Αλλά ας μην απογοητευόμαστε, σήμερα το ένστικτό μου λέει ότι όλο και κάτι θα γίνει!»
Η πείνα σε συνδυασμό με την κούραση λειτούργησαν με ένα μοναδικό τρόπο. Πριν καλά καλά το καταλάβουν, η Νίκη και ο Στέφανος είχαν μαγειρέψει και είχαν φάει…
«Ουφ! Ωραία ήταν!» είπε η Νίκη αδειάζοντας το πιάτο της.
«Ναι, εντάξει, δεν έχω παράπονο. Έχω φάει και χειρότερα!» έκανε ο Στέφανος.
Αυτή τη φορά η Νίκη δεν χρειάστηκε να απαντήσει, ένα βλέμμα της ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό!
«Εντάξει, πολύ καλό ήταν. Κάθε φορά βελτιωνόμαστε!» υποχώρησε εκείνος.
«Άμα σου λέω εγώ. Σε λίγο μας βλέπω να ξεκινάμε και εκπομπή μαγειρικής, δεν απέχουμε πολύ».
«Οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δουλειά μου,» σκέφτηκε δυνατά ο Στέφανος.
Η Νίκη δεν γέλασε. Και τώρα το βλέμμα της ήταν αρκετά διαφορετικό.
«Στέφανε, κοίτα, αν όντως−» ξεκίνησε κοιτάζοντάς τον ανήσυχα.
«Έλα, έτσι το είπα…» είπε εκείνος και επιχείρησε χωρίς επιτυχία να χαμογελάσει.
Για άλλη μια φορά, η Νίκη αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να αλλάξει τη συζήτηση.
«Δεν μαζεύουμε, λέω εγώ, να πάμε να ξαπλώσουμε; Έχει πάει αργά…»
Καθώς τακτοποιούσαν, ο Στέφανος πήγε να κλείσει το παράθυρο. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και κοίταξε έξω. Είδε τον ουρανό. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, και ενώ κρατούσε ακόμα το πιάτο του, βγήκε έξω στο μπαλκόνι να τον παρατηρήσει καλύτερα. Πόσο όμορφος ήταν! Δεν θυμόταν την τελευταία φορά που έκατσε στη βεράντα μόνο και μόνο για να τον χαζέψει…
Κάποια στιγμή, το βλέμμα του έπεσε πάνω ακριβώς από ένα ψηλό δέντρο του κήπου. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο φωτεινό αστέρι, το οποίο, όμως, δεν του έκανε εντύπωση. Παραδόξως, η προσοχή του έπεσε σε ένα μικρότερο αστέρι που ήταν δίπλα ακριβώς από το πρώτο. Ίσα ίσα φαινόταν με το μάτι! Και έτσι όπως ήταν δίπλα στο μεγάλο, ήταν δύσκολο να το προσέξει κανείς.
Δεν ήξερε γιατί, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να σταματήσει να το χαζεύει. Και τότε το αστέρι άρχισε να πέφτει! Απίστευτο! Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Και πρώτη φορά είχε μία τέτοια ιδέα… Χωρίς να χάσει λεπτό, αποφάσισε να επιχειρήσει κάτι, κοίταξε το αστέρι και αυτοσυγκεντρώθηκε. Ξαφνικά, όμως, άκουσε ένα θόρυβο. Ερχόταν από το σπίτι, από τη Νίκη που μάζευε την κουζίνα. Έπαψε για μία στιγμή να κοιτάζει το αστέρι και γύρισε προς το μέρος της. Αυτή τη φορά ο Στέφανος κατάφερε να χαμογελάσει! Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του πάλι στο μικρό αστέρι.
«Ψιτ, ψιτ, τώρα! Τώρααα!»
«Ορίστε;»
«Τώρα, παιδί μου, δεν βλέπεις; Σε κοιτάζει!»
«Ωχ, έχεις δίκιο! Χριστέ μου, τι κάνουμε; Δεν μου έχει ξανασυμβεί!»
«Γιατί, έχει συμβεί σε μένα; Αν είχε συμβεί, δεν θα ήμουν ακόμα εδώ. Λοιπόν, ήρθε η ώρα, δεν έχουμε πολύ χρόνο!»
«Ωραία, ωραία».
«Θυμάσαι τους κανόνες;»
«Τι; Υπάρχουν και κανόνες;»
«Τι πράγμα;;; Δεν γίνεται να μην τους ξέρεις!»
«Πλάκα έκανα! Προφανώς και τους ξέρω…»
«Χμμμ, δεν σε πολυεμπιστεύομαι… Αχ, αυτή η νεολαία, δεν ξέρει πολλές φορές. Εμείς οι μεγαλύτεροι δεν είμαστε έτσι… Είμαστε πιο υπεύθυνοι, ξέρουμε πότε είναι καιρός για πλάκες. Τέλος πάντων, τι λέγαμε;»
«Για τους κανόνες!»
«Α, ναι! Οι κανόνες. Για πάμε μία γρήγορη επανάληψη!»
«Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Κανόνας πρώτος: φροντίζουμε να μην απομακρυνθούμε πολύ για να μη μας χάσει από τα μάτια του ο άνθρωπος. Κανόνας δεύτερος: όχι πολύ μεγάλη ταχύτητα κατά τη διάρκεια της πτώσης, την κρατάμε σε φυσιολογικά επίπεδα».
«Και ο τρίτος; Είναι ο πιο σημαντικός…»
«Ναι, προφανώς. Κανόνας τρίτος… Εεε, κάτσε μισό λεπτάκι… Ναι! Κανόνας τρίτος: πραγματοποιούμε μία μόνο ευχή».
Δεν ήταν ότι το ξέχασε. Το μικρό αστέρι δεν ήθελε να μιλάει για αυτόν τον κανόνα, δεν του πολυάρεσε. Τον θεωρούσε άδικο και πάντα ανησυχούσε μήπως απογοητεύσει κάποιον άνθρωπο εξαιτίας του.
«Έτσι μπράβο, είσαι έτοιμος. Έφυγες, γρήγορα!»
«Εσύ; Δεν θα έρθεις μαζί μου;»
«Όχι, εσένα κοίταξε, πρέπει να πας μόνος σου. Πήγαινε, μην καθυστερείς! Και καλή επιτυχία…»
Το μικρό αστέρι ευχαρίστησε το μεγάλο και βούτηξε. Δεν είχε νιώσει ποτέ του κάτι τέτοιο! Ήταν απόλυτα γαλήνιο να πέφτεις με τόσο μεγάλη ταχύτητα στο διάστημα, στο απόλυτο κενό και τη σιωπή. Προσπαθούσε να απολαύσει την πτώση, προσέχοντας παράλληλα να μην αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και τον χάσει από τα μάτια του ο Στέφανος. Για λίγες στιγμές δεν έγινε τίποτα… Όμως, ξαφνικά, το μικρό αστέρι άκουσε μία αντρική φωνή. Παρά τη μεγάλη απόσταση, άκουσε δυνατά και καθαρά τι είπε, λες και ο άνθρωπος βρισκόταν δίπλα του.
«Δεν ξέρω αν αυτό θα πιάσει. Αλλά θα δοκιμάσω, έτσι για να δω τι θα γίνει. Δεν έχω τίποτα να χάσω. Αρχικά, θα ήθελα μία πιο ελαστική δουλειά. Λιγότερες ώρες, περισσότερα χρήματα. Έτσι απλά. Δεύτερον, ένα μεγαλύτερο σπίτι. Έτσι όπως είναι τώρα το σαλόνι, δεν με βολεύει καθόλου. Δεν θα έλεγα όχι και σε ένα καινούργιο αυτοκίνητο, αρκεί να είναι καλύτερο, μεγαλύτερο και γρηγορότερο. Αυτές οι συγκοινωνίες…»
Η φωνή έσβησε. Το μικρό αστέρι πανικοβλήθηκε! Νόμιζε ότι κάτι έκανε λάθος. Πήρε λάθος δρόμο και ο Στέφανος τον έχασε; Έπεσε μήπως πολύ απότομα; Τι πήγε στραβά; Η φωνή τότε συνέχισε το ίδιο αναπάντεχα όπως σταμάτησε.
«Και τέλος, αν δεν μπορείς δηλαδή να τα κάνεις όλα αυτά… Δεν πειράζει. Θα σου ζητήσω κάτι άλλο. Θέλω να μου δίνεις δύναμη. Ξέρω ότι κάποιες φορές είναι σαν να χάνω το κουράγιο μου, σαν να τα παρατάω. Δεν είναι αυτό. Απλώς κουράζομαι. Θέλω να μου δίνεις ελπίδα. Και δεν το λέω μόνο για εμένα, αλλά και για τους άλλους γύρω μου. Μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο;»
Άδικα το μικρό αστέρι ανησυχούσε για τον τρίτο κανόνα. Δεν ήταν καθόλου δύσκολη η απόφαση. Ήξερε ποια ευχή έπρεπε να πραγματοποιήσει. Και το έκανε!
Άρης Ροδόπουλος
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki