Μιλτιάδη Ντόβα
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, σε μια χώρα μακρινή, αλλά και όμορφη, γεμάτη δέντρα, θάλασσες και ποτάμια, ζούσε ένας κακός βασιλιάς!
Η χώρα ήταν πλούσια κι όλοι οι κάτοικοι δουλεύανε απ’ το πρωί ως το βράδυ, αλλά τίποτα δεν έμενε απ’ τη δουλειά τους!
Όλα τα πλούτη της χώρας τα έπαιρνε ο βασιλιάς μαζί με τους άπληστους συμβούλους του!
Μαζεύανε χρυσάφι χωρίς σταματημό, γεμίζοντας το θησαυροφυλάκιο του παλατιού, ενώ ο λαός ζούσε όλο και πιο πολύ μες στη φτώχεια και τη δυστυχία!
Θυμός και μίσος παντού, απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, καθένας απ’ τους ανθρώπους της ήθελε να δει αυτό το βασιλιά στη φυλακή ή την κρεμάλα!
Μια μέρα ένα αγόρι, αποφάσισε να τιμωρήσει τον κακό βασιλιά και τους αυλικούς του!
Σκέφτηκε μάλιστα να πάει να πιάσει το θεό Ύπνο και να τον παρακαλέσει, να το βοηθήσει να μπει στα όνειρα όλων των ανθρώπων κι εκείνος δέχτηκε!
Κι έτσι το βράδυ που κοιμήθηκαν οι άνθρωποι, όλο το βασίλειο είδε το ίδιο όνειρο!
Είδαν το αγόρι με το χέρι σηκωμένο ψηλά να λέει:
Σήκωσε ψηλά το χέρι,
κάντο όπλο και μαχαίρι!
Και σχοινί με τη θηλιά,
κρέμασμα στο βασιλιά!
Την πρώτη φορά κανείς δεν έδωσε σημασία στο παράξενο όνειρο, «ονείρατα!» είπαν με το μυαλό τους, το ίδιο και τη δεύτερη.
Σαν μπήκε όμως το αγόρι στα όνειρα τους, και τρίτη φορά, άρχισαν να σκέφτονται και να συλλογιούνται!
Την άλλη μέρα λοιπόν σαν μαζεύτηκαν στην αγορά που κάθε βδομάδα συζητούσαν, άρχισαν όλοι να μιλάνε, για το όνειρο και το παράξενο αγόρι!
-«Και τι θέλει να μας πει;» αναρωτιόνταν!
-«Ακόμα κι οι θεοί θέλουν να φύγει αυτός ο βασιλιάς!» λέγανε οι μισοί.
-«Αυτά τα πράγματα είναι διαβολικά, βασιλιάς μας είναι και πρέπει να τον σεβόμαστε!», έλεγαν οι άλλοι.
Κουβέντα στην κουβέντα, άναψε καυγάς, να ‘σου εκείνη την ώρα και το αγόρι από ‘κει.
Πλησιάζει κι ανεβαίνει στο βήμα να μιλήσει.
Τους κοίταξε όλους κατάματα με αθωότητα και με αγάπη, και τους λέει:
-«Ξέρω τι λέτε, και μάθετε, ότι εγώ παρακάλεσα τον Ύπνο να σας στείλει το όνειρο!
Του ζήτησα να σας στείλει αυτό τ’ όνειρο, για να ξυπνήσετε!
Τόσα χρόνια ο βασιλιάς κι οι σύμβουλοι του, ζουν απ’ τους κόπους σας.
Καιρός είναι να μάθετε με τον κόπο σας, να ζείτε εσείς!»
Και τότε τι παράξενο! Μεγάλο χειροκρότημα «έπεσε» και χειροκροτούσαν τα παιδιά που συνήθως παρακολουθούσαν χωρίς να μιλάνε, συγκινήθηκαν κι οι γέροι κι άρχισαν να κλαίνε!
Και τότε βγαίνει ο πιο σοφός άνθρωπος του βασιλείου που είχε ζήσει 101 εκατόν ένα καλοκαίρια κι άλλους τόσους χειμώνες, κι είπε:
-«Τρεις μέρες και τρεις νύχτες από τούτη τη χώρα, υπάρχει μια έρημος!
Να «πιάσουμε» και να στείλουμε εκεί το βασιλιά και τους αυλικούς του, να πάνε να συλλογιστούν τα λάθη και τις κακίες τους!».
Συμφώνησαν όλοι με το σοφό, κι έτσι το βράδυ μπήκαν στο παλάτι, ο σοφός με το αγόρι μπροστά και όλοι οι κάτοικοι της χώρας από πίσω!
Διώξανε τους στρατιώτες με τα σπαθιά τους και σαν 'φτάσαν στην αίθουσα του θρόνου και βρέθηκε απ’ τη μια άκρη το αγόρι που προσπαθούσε να «πιάσει» το βασιλιά κι απ’ την άλλη ο βασιλιάς που ήθελε να ξεφύγει, κάποια στιγμή ο βασιλιάς κοιτάζει το αγόρι, αλλά ήταν τόση η κακία του, που αμέσως πέτρωσε, και πέτρωσαν μαζί του κι οι πονηροί και άπληστοι σύμβουλοι του!
Από τότε αυτή η χώρα, έγινε βασίλειο των παιδιών με βασιλιά τ’ αγόρι και «βοηθό» του, το σοφό!
Τα πετρωμένα σώματα του βασιλιά και των συμβούλων του, τα βάλανε στην έρημο στα σύνορα της χώρας, για να τα βλέπουν και να παραδειγματίζονται κι οι άλλοι κακοί!
Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Μιλτιάδης Ντόβας
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki