Αντωνίου Ευθυμίου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας αχινός, ένας μικρός κατακόκκινος αχινός, που ζούσε στο βυθό της θάλασσας και τον έλεγαν Ρίχαρντ. Είχε μια μικρή αδερφή, τη Σέντα, κι έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Έρικ. Κάθε μέρα όλη η οικογένεια έκανε βόλτα στα ρηχά.
Ο Ρίχαρντ έπαιζε μαζί με τα αδέρφια του παιχνίδια στην άμμο και ήταν πάντα κεφάτος. Την περισσότερη ώρα προσπαθούσαν να βγάλουν τους κόκκους άμμου που κολλούσαν ανάμεσα στα αγκάθια τους. Ο πιο γρήγορος ήταν κι ο νικητής της ημέρας. Το μεσημέρι έτρωγαν όλοι μαζί την αγαπημένη τους τροφή, τις άλγες. Οι άλγες είναι φυτά της θάλασσας που μοιάζουν με πράσινο χαλί. Η Σέντα κι ο Έρικ λάτρευαν τις άλγες, αλλά ο Ρίχαρντ προτιμούσε τα μύδια. Το βράδυ η οικογένεια επέστρεφε στο σπίτι τους, σε μια σπηλιά μέσα στα βράχια. Ο Ρίχαρντ για να κοιμηθεί, μετρούσε αστέρια. Δεν είχε μάθει ακόμη καλά τους αριθμούς και μπερδευόταν στο μέτρημα.
Μια μέρα, την ώρα που έπαιζε με τα αδέρφια του βλέπει μια πελώρια σκιά να πετάει από πάνω του. Τρόμαξε κι έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά της μαμάς του. «Μαμά, τι είναι αυτή η μεγάλη σκιά που πετάει από πάνω μας; Φοβάμαι» τη ρώτησε. «Είναι ένα μεγάλο πουλί της θάλασσας που το λένε Άλμπατρος» του απάντησε. Ο Ρίχαρντ εντυπωσιάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο πουλί. Και τι περίεργο όνομα σκέφτηκε. Το βράδυ, όταν επέστρεψε στη σπηλιά με την οικογένειά του, δεν άρχισε να μετράει αστέρια, αλλά κοιτούσε επίμονα το φεγγάρι. Σκέφτηκε πως αν ήταν κι αυτός πουλί θα μπορούσε να πετάξει και να πλησιάσει το φεγγάρι. Είχε ακούσει πως εκεί υπάρχει πολύ ασήμι, δηλαδή μεγάλος θησαυρός για όποιον καταφέρει να φτάσει μέχρι το φεγγάρι. Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Ανυπομονούσε να ξημερώσει για να ξαναδεί το άλμπατρος.
Το επόμενο πρωί, ο Ρίχαρντ πήγε πάλι βόλτα στα ρηχά. Αυτή τη φορά δεν είχε όρεξη να παίξει με τα αδέρφια του. Περίμενε εκείνη την πελώρια σκιά του άλμπατρος. Η ώρα περνούσε, αλλά το άλμπατρος δε φαινόταν. Ο μεγάλος του αδερφός Έρικ τον πλησίασε και τον ρώτησε τι του συμβαίνει. «Περιμένω το μεγάλο πουλί. Θέλω να πετάξω κι εγώ σαν εκείνο» του απάντησε. «Κάποια στιγμή θα πετάξεις κι εσύ, αλλά τότε θα προτιμήσεις να επιστρέψεις στο βυθό», είπε ο αδερφός του. Ο Ρίχαρντ δεν κατάλαβε την απάντηση του Έρικ.
Αυτό που ήθελε ήταν να πετάξει σαν το άλμπατρος και τίποτα άλλο.
Οι μέρες περνούσαν και ο μικρός αχινός είχε απογοητευτεί.
Σκέφτηκε ότι δε θα ξανάβλεπε εκείνη τη σκιά και η μοναδική ευκαιρία να μάθει να πετάει είχε χαθεί. Μια μέρα κι ενώ ετοιμαζόταν για τη βόλτα της οικογένειας στα ρηχά, ο πατέρας του ανακοίνωσε πως εκείνη την ημέρα δε θα πάνε πουθενά. «Έχει πολλούς ανθρώπους, είναι επικίνδυνα» του είπε. Είχε ακούσει ξανά για τους ανθρώπους.
Ήταν τεράστιοι κι αυτοί, αλλά δεν μπορούσαν να πετάξουν. «Δεν τους φοβάμαι τους ανθρώπους» σκέφτηκε. Έτσι αποφάσισε να κάνει μόνος του τη βόλτα στα ρηχά. Ήταν σίγουρος πως αυτή τη φορά θα ερχόταν η σκιά και θα μπορούσε να πετάξει κι αυτός. Περίμενε πολλή ώρα, αλλά και πάλι το άλμπατρος δε φάνηκε. Ξαφνικά, βλέπει μια σκιά να μπαίνει μέσα στο νερό. «Το μεγάλο πουλί ήρθε» σκέφτηκε.
Ένα τεράστιο ανθρώπινο χέρι τον άρπαξε και τον έβγαλε από το νερό. «Επιτέλους πετάω» φώναζε. Ήταν πολύ ευτυχισμένος που ήταν έξω από το νερό, γιατί ένιωθε σαν ιπτάμενος αχινός. Ο άνθρωπος άρχισε σιγά σιγά να βγαίνει από τη θάλασσα και ο Ρίχαρντ φοβήθηκε. Ήθελε να επιστρέψει πίσω, αλλά τώρα ήταν αργά. Ο άνθρωπος τον ακούμπησε κάτω στην αμμουδιά και ξαναμπήκε στη θάλασσα για να βρει κι άλλους αχινούς. Ο Ρίχαρντ άρχισε να κλαίει.
Μετάνιωσε που πήγε κρυφά βόλτα από τους γονείς του. Δε ζήλευε πια το άλμπατρος που πετούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει πίσω στην οικογένειά του.
Η θάλασσα φουρτούνιασε απότομα κι ένα τεράστιο κύμα βγήκε έξω στην αμμουδιά και τον παρέσυρε μέσα. Ο Ρίχαρντ σταμάτησε να κλαίει κι ήταν πάλι χαρούμενος που βρισκόταν στο βυθό. Το βράδυ επέστρεψε πίσω στη σπηλιά με κατεβασμένα τα αγκάθια του.
Ανησυχούσε ότι ο πατέρας του θα τον έβαζε τιμωρία. Όταν έφτασε στη σπηλιά, όλη η οικογένειά του έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Τότε κατάλαβε ότι δε χρειάζεται να πετάξει μέχρι το φεγγάρι για να βρει θησαυρό. Ο θησαυρός ήταν η ίδια η οικογένειά του.
Αντώνιος Ευθυμίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki