Θοδωρή Δημητρακόπουλου
Ο ιππότης Σιλβεράδος
έκλεισε σαράντα χρόνια
ευγενούς υπηρεσίας
κι αφού του έκαναν τραπέζι
-βάλαν και θαλασσινά-
του ‘δωσαν ένα πουγκί
και στιλέτο ασημί,
τον συνόδεψαν στην πύλη
που ‘χε λύκο στην κορφή,
όλοι του ‘δωσαν το χέρι
κι αφού τον χαιρετήσαν,
Γύρισε στο πατρικό του
σε μια ήρεμη ζωή,
μα η τόση ηρεμία
είναι κάπως βαρετή,
κι όλοι να μιλούν για χρήμα,
για φαΐ και για σοδειές,
για προικιά και για λεφτά,
δεν τελειώνουν ολ’ αυτά,
μα εκείνον τι τον νοιάζουν;
Μα χειρότεροι απ’ όλους
είναι αυτοί οι θαυμαστές,
τα παιδιά των χωρικών,
τα παιδιά των σιδεράδων,
των ψαράδων, γανωτών,
τσαγκαραίων, καφετζήδων
και ενός χαλκωματά.
Ξέρουν μόνο το χωριό,
κι όλο θέλουν ιστορίες
από μάχες και ιππότες.
Στην αρχή το πήρε πάνω του,
τα καλά του όλο φορούσε
γύρω του όλοι μαζεμένοι,
κι άρχιζε να τους μιλά
και τους έπιανε το βράδυ.
Μα εκείνοι πήραν θάρρος
πήγαιναν όλη την μέρα
σώθηκαν κι οι ιστορίες,
δύο μάχες όλες κι όλες
είχε ζήσει ο Σιλβεράδος,
στα μετόπισθεν κι αυτές,
όπλα μόνο κουβαλούσε,
τον καιρό του τον περνούσε
επιστάτης στα χωριά
και εισπράκτορας των φόρων,
συνοδός για τις κοπέλες
των μεγάλων των αρχόντων,
μέχρι που ‘μαθε απ’ έξω
όσα λένε οι γυναίκες,
δεν του ‘διναν σημασία,
τις ομπρέλες κουβαλούσε
κι όταν έφτανε το βράδυ,
σ’ ένα ράντζο στην κουζίνα
πίσω απ’ τα καζάνια
ξάπλωνε, να κοιμηθεί,
και τα ρούχα του όπως βγάζει,
αρουραίοι τον κοιτούσα.
Ούτε δράκο, ούτε ληστή,
ούτε βάρβαρο αρχηγό
στην ζωή δεν είχε δει
και αυτό τον ενοχλεί.
Κι οι γονείς διαμαρτυρίες
«τα παιδιά μας ξεμυαλίζει»
«από τότε που μας ήρθε
το χωριό δεν τους αρέσει»
«χορτασίλα τους μυρίζει»
Κι έτσι κλείστηκε στο σπίτι,
τρώει ό,τι καλλιεργεί,
βόλτα μες στην νύχτα βγαίνει
κι όταν φτάνει στην κορφή
βλέπει κάτω πολιτείες
που ‘ναι πάντα φωτεινές
και τον πιάνει ένα μαράζι,
μα όταν θόρυβο ακούει,
τρέχει αμέσως, να κρυφτεί.
Μα χειρότερος απ’ όλους
είναι ο χαζός ο Μπακ,
πέντε πρόβατων βοσκός,
μα κι αυτά τα παρατά,
τον ιππότη ακολουθεί
και συνέχεια γελά.
Μα έλα που ένα πρωί
με πονόδοντο ξυπνά
κι απ’ τα νεύρα του στον Μπακ
έριξε μια κλωτσιά
κι ο καημένος σαν σκυλί
έφυγε και δεν ξανάρθε.
Μα μετά από λίγες μέρες
σαν να του ‘λειψε ο Μπακ
κι όταν πήγε στο χωριό,
είδε να τον πειράζουν
σε τετράγωνο τον είχαν
και αυτός να προσπαθεί
κάτι πίσω να τους πάρει,
κουρελάκι βιολετί
«είναι από την στολή μου…
ΕΕΕΕ ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΚΕΙ
ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ ΜΑΘΗΤΗ ΜΟΥ;»
Και παγώσαν τα μαγκάκια
μα πώς έκανε, αν ξέρανε,
του ιππότη η καρδιά.
Έτσι βρέθηκε ο ιππότης
με τον Μπακ για μαθητή,
κι αφού ο μικρός μπατίρης,
βγάζει λίρα απ’ το πουγκί,
γαϊδουράκι αγοράζει
κι ένα ξύλινο σπαθί
και τον άφησε να παίζει
έξω απ’ το μικρό του σπίτι,
αγριολούλουδα θερίζει,
γάτα δεν τον φοβερίζει.
«Πού ‘ναι τούτο το βλαμμένο;
μια βδομάδα έχει χαθεί,
ήταν που ήταν χαζό,
έχει αποτρελαθεί»
τα γλυκά ετούτα λόγια
έλεγε ο πατέρας Μπακ,
ενώ έψαχνε τον γιο του,
και του σπάει το σπαθί
και τον άρχισε στο ξύλο,
τονε πάει πίσω στην στάνη.
Τότε βγήκε ο ιππότης
δεν μιλά, μόνο κοιτά,
το πουγκί του το ανοίγει,
του πετά πέντε φλουριά
και μαλάκωσε ο γέρος
«κράτησέ τον Άρχοντά μου
έχει πλάκα το χαζό
με τα πέντε σου χρυσά
όσο θέλεις τον κρατάς»
«Βρε ποιοι γίνονται γονείς!»
Αναστέναξε ο ιππότης,
μετά έψαξε τον Μπακ
και τον βρήκε στα χωράφια,
τάιζε το γαϊδουράκι
χορταράκι και κλαράκια
«ΑΥΡΙΟ ΔΟΚΙΜΕ ΜΠΑΚ
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ»
Του αγόρασε σπαθί,
κι ένα όμορφο φαρί
ξεκινάν απ’ το πρωί
τρέξιμο, γυμναστική
και μετά ξιφομαχία,
στα χωράφια ιππασία,
καλούς τρόπους και φαΐ,
στις κυρίες πώς θα φερθεί
έμαθε και να διαβάζει
και τα βράδια έξω στον κήπο
λέει ιστορίες ο Μπακ
που άκουγε απ’ την γιαγιά του
και γλαρώνει ο ιππότης
και την μάνα του θυμάται
που τον ήθελε γιατρό,
δάσκαλο ή δικαστή,
όμορφη που ‘ναι η ζωή.
Έτυχε να περνά απ’ την πόλη
ο ιππότης Ματσιμάνης,
παλιός φίλος του ιππότη
και σε γεύμα τον καλεί
κι όπως το ‘φερε η κουβέντα,
για τον Μπακ τον ρωτά
«μονομάχησε μαζί του»
του προτείνει ο Σιλβεράδος.
Άρχισαν το μεσημέρι
και τους βρήκε το βραδάκι
και ο Μπακ θα τον νικούσε,
μα λυπήθηκε να βλέπει
τον ιππότη να ιδρώνει,
έκανε πως δεν αντέχει,
ρίχνει κάτω το σπαθί
«Τρώγεται ο μικρός ιππότης
στους αγώνες να τον πας
που θα γίνουν στην Μιούρα»
«Μα εκεί θέλει στολή
μεταξένια κι ακριβή
και κοντάρι και σπαθί
κι άλογο αρχοντικό·
ολ’ αυτά που θα τα βρω;»
To επόμενο πρωί
πήρε το ασημί στιλέτο
κι έφυγε για το χωριό
κι όταν γύρισε το βράδυ,
είχε άλογο καφέ,
ένα δόρυ γαλανό
και μια πορφυρή στολή
και ο Μπακ τον αγκαλιάζει,
λες και ήτανε παιδί
πρώτη φορά που παίρνει δώρο.
Το άλογό του αγκαλιάζει,
δοκιμάζει την στολή
«τι θα γίνει με σπαθί;»
Πάει τότε ο ιππότης,
το σεντούκι του ανοίγει
το σπαθί του το κοιτά
και στον Μπακ το παραδίδει
«ΚΙ ΑΥΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»
λέει με σοβαρή φωνή
που ‘σπασε για μια στιγμή.
Έφτασε η μεγάλη μέρα,
κίνησαν για την Μιούρα
εκατό πολεμιστές.
Πήγανε για τους αγώνες
κόσμος, όμορφες κοπέλες
χρώματα, μαύροι, Κινέζοι
και ο Μπακ σαν μαγεμένος
του αρκούν αυτά που είδε
«Τώρα ας βγω και τελευταίος».
Μα δεν βγήκε τελευταίος,
τέταρτος στην ιππασία,
δεύτερος με το σπαθί,
και στην μάχη με το δόρυ
τρίτος κι είχε κι ατυχία.
Πρώτος στην οινοποσία,
πέμπτος στην τοξοβολία,
τελευταίος στον χορό,
μα χειροκροτήσαν όλοι.
«Ποιος είναι αυτός ο νέος;»
«Μάλλον είναι ευγενής»
«Και καρδιοκατακτητής»
Και ο δούκας της Μιούρα
του προσφέρει και δουλειά,
μα αρνιέται ευγενικά
κι αφού πήρε για βραβείο
ένα αργυρό σπαθί,
ξεκινήσαν για το σπίτι.
Το σπαθί δεν το αφήνει,
κάθε λίγο σταματά,
βγάζει κι όλο το κοιτά,
κι έτσι τους πήρε το βράδυ.
Και αφού κατασκηνώσαν
σ’ ένα κίτρινο λιβάδι,
λιγουρεύτηκε ο ιππότης
μούρα ωραία, βιολετιά,
τρέχει αμέσως ο μικρός,
χάνεται μες στο σκοτάδι,
ψάχνει, να βρει μια μουριά
κι όταν βγήκε απ’ την σκιά,
κράταγε μια αγκαλιά,
μα όταν έφτασε κοντά,
λέει «μπαμπά», λιποθυμά,
τρέχει, ψάχνει ο ιππότης
και στην γάμπα τι να δει,
δύο κόκκινες τρυπίτσες
από κίτρινη οχιά
«αυτόν βρήκες να δαγκώσεις;»
φώναξε μέσα στην νύχτα.
Έσβησε στην αγκαλιά του
κι έμεινε ως το πρωί,
το κορμάκι να ζεσταίνει
κι όταν ήρθε το πρωί,
πάνω στ’ άλογο τον βάζει
και τον πάει στο χωριό
κι έκανε μια κηδεία
που ολόκληρη η επαρχία
δεν την είχε ξαναδεί.
Με τιμές παλιού ιππότη,
έθαψε και το σπαθί του,
μετά έκανε τραπέζι
όμορφο, αρχοντικό
με αρνί και σολομό,
όμως όλα όταν τελειώσαν,
μοναχά ένα κενό.
Για το σπίτι του κινά,
τίποτα πια να μην κάνει,
να τον φάει το μαράζι.
Πέρασε μια βδομάδα
και ο θάνατος κοντά.
Τότε άκουσε ο ιππότης
φασαρία απ’ τον δρόμο,
μια παρέα από ιππότες
φεύγουν για σταυροφορία
«Θα με πάρετε μαζί σας;»
«Σαν πουλάκι είσαι παππού»
«Όταν λίγο δυναμώσω
θα δεις, ποιος είναι παππούς»
κι έτσι έφυγε μαζί τους,
δεν ξανάκουσαν γι’ αυτόν
Να ‘ζησε ευτυχισμένος;
Να ‘κανε πλούτη πολλά;
Να βρήκε τον νέο Μπακ;
Ποιος τα ξέρει όλ’ αυτά;
Θοδωρής Δημητρακόπουλος
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki