Μαρίας Μακαρίδου
Το κίτρινο πορτοφόλι στράφηκε προς το πράσινο βιβλίο.
-Εξήγησέ μου εσύ που είσαι σοφός, εσύ που ξέρεις τα πολλά και ο νους σου κατεβάζει. Γιατί μ' αγαπάνε τόσο οι άνθρωποι μπορείς να μου πεις; Όταν με ξεχνάνε κάπου κάνουν σαν τρελοί και γυρνάνε άρον-άρον για να με ξαναβρούν κι όταν μάλιστα με διεκδικούν κι άλλοι τότε γίνεται μάχη για το ποιος θα με κερδίσει. Ξεσηκώνουν τον κόσμο, καλούν αστυνομίες και κλείνονται στη φυλακή. Αν τύχει δε και με πάρουν ξένα χέρια, οι ιδιοκτήτες μου τα βάφουν μαύρα για αρκετές μέρες. Δώσε μου τα φώτα σου βιβλίο! Γιατί συμβαίνει αυτό;
-Φώτα; Άκουσα φώτα; φώναξε η κόκκινη λάμπα ανάβοντας ξαφνικά. Άσε με να φωτίσω την ομορφιά σου, να σε κάνω να λάμψεις περισσότερο, να σου "αλλάξω τα φώτα" άμα λάχει, φινετσάτη μου πριγκιπέσα!
-Μπάστα, δεν είναι για τα μούτρα σου η δεσποινίς προικοθήρα! μπήκε στη μέση το κάρβουνο ζωγραφικής.
-Μπα, μήπως είναι για τα δικά σου; Τα κοίταξες καθόλου στον καθρέφτη τώρα τελευταία που 'σαι σα ν' άρπαξες στο ψήσιμο;
-Πρόσεξε, γιατί το κάρβουνο αναμμένο καίει και σβησμένο μουτζουρώνει, που λέει κι η παροιμία!
-Χαχαχα, σιγά μη σε φοβηθούμε! Τι θα μας κάνεις θα μας κάψεις ή θα μας μουτζουρώσεις μήπως;
-Είδες που στα 'λεγα πράσινο βιβλίο; Όλοι τσακώνονται για το ποιος θα με πρωτοαποκτήσει. Μα τι έχω πια μέλι;
-Το χρήμα μικρή μου κι αθώα πορτοφολούλα κι όχι η ομορφιά σου είν' αυτό που τους τραβάει. Όλοι μέσα σ' αυτό το δωμάτιο ονειρεύονται αναβάθμιση. Άσχετα που δεν το παραδέχονται. Η κόκκινη λάμπα ονειρεύεται να γίνει ένα διαμαντένιος πολυέλαιος, το κάρβουνο από τη μεριά του ένα ακρυλικό πανάκριβο χρώμα ζωγραφικής κι εγώ... Εγώ τίποτε, εγώ θα είμαι πάντα καταδικασμένος να καταγράφω όλες τις ιστορίες αγάπης που είχαν άδοξο τέλος εξαιτίας σου, ή μάλλον εξαιτίας του χρήματος.
-Αμ εγώ; πετάχτηκε η τηλεόραση. Εγώ τι θαρρείς πως κάνω; Όλη την ώρα δείχνω στις ειδήσεις ή σε ταινίες όλες αυτές τις ιστορίες που εσύ περιγράφεις με μανιερισμούς και λογοτεχνικό οίστρο, αλλά και τα εγκλήματα που έγιναν εξαιτίας αυτής εδώ της πλανεύτρας. Μεγάλη η χάρη σου μαντάμ! Δεν τον λυπάσαι μωρή καθόλου τον Ξανθόπουλο, το παιδί του λαού και τον βασανίζεις στις ασπρόμαυρες, χωρίζοντας τον από την αγαπημένη του; Αμ την άλλη τη δόλια τη Λάσκαρη, που καθόταν σ' "αναμμένα κάρβουνα" όσο εσύ βάλθηκες να ξελογιάσεις τον Γεωργίτση φορώντας το φουστάνι με τη μαχαιριά;
Κι όλα μαζί τα αντικείμενα στο δωμάτιο άρχισαν να τραγουδάνε:
"Του πορτοφολιού απέναντι, πείτε του πως το θέλω, να μου ‘ρθει τα μεσάνυχτα, μεσάνυχτα και να μ' αναβαθμίιιιισει! Και ως το απόγευμα, να γίνω home cinema. Μια θάλασσα από χρώματα, ακρυλικά, να τρέχουν στα πατώματα και ένας πολυέλαιος, πολυτελής, να σας κοιτάζει από ψηλά!"
Μαρία Μακαρίδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki