Χρυσούλας Ζερβού
Μια φορά στα τόσα χρόνια
ο χειμώνας με τα χιόνια
τις βροχές μα και το κρύο
είπε να μας πει αντίο.
Κουράστηκα πια τόσο καιρό
απ’ την αρχή του κόσμου
εδώ να βρίσκομαι εγώ
Θέλω να πάω διακοπές
να δω το καλοκαίρι
να μπω μέσα στη θάλασσα
μια μέρα μεσημέρι.
Μαγιό δεν φόρεσα ποτέ
μα ούτε και σορτσάκι
μόνο πουλόβερ και παλτό
και γάντια και σκουφάκι.
Αυτά τα λόγια έλεγε
με καημό μεγάλο
να φύγει αλλού για διακοπές
ήθελε δίχως άλλο.
Πήρε μολύβι και χαρτί
να γράψει όσα θέλει
που θα ‘χει στην βαλίτσα του
εκεί στο καλοκαίρι.
Αντηλιακό αγόρασε
μαγιό και σαγιονάρες
κι’ έτοιμος τώρα ήτανε
να πάει για βαρκάδες.
Το δρόμο του ξεκίνησε
να βρει το καλοκαίρι
να το γνωρίσει από κοντά
στης γης τα άλλα μέρη.
Μετά από μέρες ταξιδιού
κι’ ανυπομονησίας
έφτασε εκεί που έμοιαζε
με τόπο φαντασίας.
Ο ήλιος έλαμπε λαμπρός
πολλές ώρες τη μέρα
η ζέστη ήτανε γλυκιά
χωρίς καθόλου αέρα.
Κατέβηκε ο χειμώνας μας
κάτω στην παραλία
ξάπλωσε στην πετσέτα του
για ηλιοθεραπεία.
Βούτηξε και τα πόδια του
στο δροσερό νεράκι
και χάζευε όταν δίπλα του
περνούσε ένα ψαράκι.
Καρπούζια έφαγε πολλά
πεπόνια μυρωδάτα
σταφύλια και ροδάκινα
μα και φρουτοσαλάτα.
Ωραία ξεκουράζομαι
σε τούτο εδώ το μέρος
λέω να μείνω για καιρό
να ζήσω όλο το θέρος.
Μήπως με ψάχνει και κανείς;
και ποιος να με θυμάται;
κανείς δεν μ’ αναζήτησε
κι’ άρχισε να λυπάται.
Δάκρυα από τα μάτια του
άρχισαν να κυλάνε
σαν πίστεψε πως όλοι μας
εκείνον τον ξεχνάμε.
Και κάθε δάκρυ του ευθύς
βροχή γινόταν, μπόρα
και κάθε αναστεναγμός
άνεμος όλο φόρα.
Όλοι γύρω ξαφνιάστηκαν
ρωτούσαν τι συμβαίνει
πώς άλλαξε έτσι ο καιρός
και τι μέλλει να γένει;
Μόνο ο χειμώνας άκουσε
τα λόγια του αέρα
που του ‘φερε μήνυμα από κει
που ζούσε, μακριά, πέρα.
Άκουσε όλους να ρωτούν
και να αναρωτιούνται
μέσα τους να ανησυχούν
και να στεναχωριούνται.
Όλοι φοβόντουσαν πολύ
στο εξής τι θ’ απογίνουν
μήπως η γη τους ξεραθεί
νερό θα ‘χουν να πίνουν;
Μια νοσταλγία ένιωσε
βαθιά μες την καρδιά του
και πως καλό θα ήτανε
να πάει στη μεριά του.
Το κλάμα του ησύχασε
σταμάτησε να βρέχει
μάζεψε την πετσέτα του
και άρχισε να τρέχει.
Στο μέρος του εγύρισε
και στη σωστή σειρά του
κι έβαλε πάλι το κασκόλ
και όλα τα σκουφιά του.
Κι όποτε ήθελε ξανά
να πάει στο καλοκαίρι
μήνυμα του 'στελνε γλυκό
με τ’ απαλό αγέρι.
Κι εκείνο αποκρινότανε
και του 'στελνε δωράκια
κάποιες ημέρες πιο γλυκές
με ήλιο και πουλάκια.
Κι ακόμα μέχρι σήμερα
θα δείτε να συμβαίνει
μες στου χειμώνα την καρδιά
η μέρα να ζεσταίνει.
Χρυσούλα Ζερβού
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki