Λυγερής Ζωχιού
Ζούσανε κάποτε στην χώρα των μικρών ξωτικών, βαθιά μέσα στο δάσος των ξωτικών, δυο αδέρφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Το αγόρι που λεγόταν Χάσεν, πάντα έχανε τα πράγματά του, τα μολύβια του και τα βιβλία του στο σχολείο, τα γάντια και τα μπουφάν του το χειμώνα, τα καπέλα του το καλοκαίρι, τα παιχνίδια του όλο το χρόνο.
Και τι δεν έχανε ο Χάσεν...
Τον φώναζαν λοιπόν Χάσεν, μήπως και το όνομά του του θυμίζει να μην ξεχνάει ότι ξεχνάει τα πράγματά του παντού!
Ευτυχώς που ζούσε στην χώρα των ξωτικών και κάποιες ευχές των ξωτικών τον βοηθούσαν να ξαναβρίσκει κάποια απ' τα πράγματά του.
Τί να σου κάνουν όμως και οι ευχές των ξωτικών... πόσο να βοηθήσουν και πόσα χαμένα πράγματα του αφηρημένου Χάσεν να βρουν;
Η αδερφή του Χάσεν, απ' την άλλη, όποτε έβλεπε κάποιον όλο και κάτι του ζητούσε να της φέρει.
-Φέρε μου αυτό το μολύβι!
-Φέρε μου εκείνο το παιχνίδι!
-Φέρε μου την τσάντα μου! έλεγε συνέχεια.
Με τόσα «Φέρε μου» και «Φέρε μου» λοιπόν, δίκαια έδωσαν στην αδερφή του Χάσεν, το όνομα Φέρτεν.
Βλέπεις κάποια ξωτικά στην χώρα των ξωτικών είχαν και ένα δεύτερο όνομα ανάλογα με το χούι τους.
Tα δυο αδέρφια δεν σταματούσαν ποτέ τους τσακωμούς.
Και η πιο μικρή αιτία γινόταν η αφορμή για ν' αρχίσουν στην στιγμή οι καβγάδες που δεν σταματούσαν παρά μόνο όταν οι γονείς τους ή η δασκάλα τους, τους έβαζαν κάποια τιμωρία.
-Δεν θα βγείτε έξω για παιχνίδι σήμερα! Θα μείνετε μέσα για τιμωρία! έλεγαν πολλές φορές αγανακτισμένοι οι γονείς τους.
-Να γράψετε πενήντα φορές τη πρόταση: Δεν θα ξανατσακωθούμε μέσα στην τάξη! τους έλεγε κάθε τόσο η δασκάλα τους στο σχολείο.
Μια από τις μέρες που τα δυο αδέρφια ήταν τιμωρία μέσα στο σπίτι, ο Χάσεν που ήταν ο πιο άτακτος, άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του για να πηδήξει κρυφά έξω.
-Φέρε μου και την μπάλα μου, την κίτρινη που είναι δίπλα στο ποδήλατο! του έδωσε την παραγγελία της η Φέρτεν.
-Την κίτρινη μπάλα; Α! Τώρα θυμήθηκα! Την έχασα... Αλλά μπορώ να κάνω μιαν ευχή να την ξαναβρούμε αλλά την άλλη εβδομάδα... Οι ευχές για αυτή την εβδομάδα μου τελείωσαν, απάντησε ο Χάσεν.
-Τί;; Πάλι έχασες την μπάλα μου;; είπε θυμωμένη η Φέρτεν κι έσπρωξε τον Χάσεν.
Ο Χάσεν έπεσε έξω απ' το παράθυρο!
Ένας βαρύς γδούπος ακούστηκε σε όλο το σπίτι κι ένα μεγάλο βογκητό κι ύστερα τίποτα... σιωπή…
Οι γονείς του Χάσεν και της Φέρτεν έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.
Και τί να δουν;
Έξω στον κήπο, φαρδύς, πλατύς, ανάσκελα, ασάλευτος βρισκόταν ο Χάσεν!
Έναν ολόκληρο μήνα έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο των ξωτικών ο Χάσεν είπαν οι γιατροί.
Κι όταν πια γύρισε στο σπίτι υγιής, σαν να 'χε γίνει ένα θαύμα! Πιο μεγάλο κι από όλες τις ευχές των ξωτικών μαζί!
Κι από τότε σαν να μην του ταίριαζε το όνομα Χάσεν πια.
Δεν ξαναέχασε ποτέ του τίποτα!
Και το πιο σπουδαίο ακόμα... Δεν ξανατσακώθηκε με την αδερφή του, την Φέρτεν.
Μα και η Φέρτεν... τι θαύμα και μ' αυτήν! Δεν ξαναείπε ποτέ «Φέρε μου» κι όλο ευγένεια με τον αδερφό της ήταν!
Mόνο κάποια βράδια ακουγόταν αυτή η λέξη απ' το στόμα της.
Όλα τα βράδια που έμεινε ο Χάσεν στο νοσοκομείο γιατί όπως είπαν οι γιατροί ήταν πολύ σοβαρά και θα έμενε πολλές μέρες εκεί.
Στην προσευχή της τα βράδια εκείνα στην Νεράιδα των ξωτικών η μικρή Φέρτεν έλεγε λίγο πριν πέσει για ύπνο:
«Καλή μου Νεράιδα των ξωτικών, σε παρακαλώ πολύ, φέρε μου πίσω τον αγαπημένο μου αδελφό στο σπίτι κι εγώ σου υπόσχομαι πως ποτέ μου πια δεν θα ξανατσακωθώ μαζί του, ούτε θα λέω συνέχεια φέρε μου και φέρε μου... κι ούτε θα στενοχωρώ τους γονείς και την δασκάλα μου. Σ' ευχαριστώ πολύ καλή μου Νεράϊδα των ξωτικών.
Καληνύχτα!»
Λυγερή Ζωχιού
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki