Αντωνίου Ευθυμίου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πολύχρωμος χαρταετός που τον έλεγαν Ίκαρο. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί του έδωσαν αυτό το παράξενο και σπάνιο όνομα, αφού χρησιμοποιείται μόνο σε τοπωνύμια, όπως το νησί Ικαρία και το Ικάριο Πέλαγος.
Ζούσε ευτυχισμένος με τη μητέρα του, τον πατέρα του και τα έντεκα αδέρφια του. Ο Ίκαρος ήταν ο μικρότερος, το στερνοπούλι της οικογένειας, γι’ αυτό τον είχαν όλοι μη βρέξει και μη στάξει. Δεν του χάλαγαν κανένα χατίρι.
Ο παππούς και η γιαγιά του, δυστυχώς, είχαν πεθάνει από ηλεκτροπληξία. Πριν πολλά πολλά χρόνια, μια Καθαρά Δευτέρα, κατά τη διάρκεια της πτήσης τους μπλέχτηκαν σε κάτι απαίσια ηλεκτροφόρα καλώδια και κανείς δεν μπόρεσε να τους κατεβάσει από εκεί. Γι’ αυτό μισούσε τόσο πολύ εκείνη τη γιορτή. Οι άνθρωποι συνήθως γιορτάζουν την έναρξη της Σαρακοστής τρώγοντας λογιών λογιών καλούδια, όπως λαγάνα, ταραμά και χαλβά, ενώ τα παιδιά ξεχύνονται στις εξοχές για να πετάξουν χαρταετούς, δηλαδή φίλους και συγγενείς του Ίκαρου.
Απ’ ολόκληρη την οικογένεια, ο μόνος που δεν έχει πετάξει ακόμη είναι ο Ίκαρος. «Είναι πιτσιρίκι, δεν έχει έρθει η ώρα του», λέει συνεχώς η μάνα του. Όμως, τ’ αδέρφια του γνωρίζουν την αλήθεια, το μυστικό που κρύβει βαθιά μες στην ψυχή του. Δεν είναι ούτε η ηλικία ούτε ο ξαφνικός χαμός των παππούδων. Ο Ίκαρος πάσχει από υψοφοβία. Δεν είναι κάποιου είδους αρρώστια, απλώς φοβάται τα ύψη, όσο κι αν θέλει κάποια στιγμή να φτάσει στον ουρανό και ν’ αγγίξει τ’ αστέρια. Και μόνο στην ιδέα ότι θα έβλεπε από ψηλά τα δέντρα, τα σπίτια και τους ανθρώπους, τον έπιανε αναγούλα. Γι’ αυτό το λόγο οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν, κι ας ήταν ο πιο όμορφος στην τάξη. Βέβαια, ήταν κατασκευασμένος από ακριβό κινέζικο μετάξι κι όχι από φτηνό χαρτί όπως οι υπόλοιποι. Είχε, επίσης, ενσωματωμένη βιολετί ουρά κι ελαφρύ σκελετό από καλάμι μπαμπού. Έμοιαζε περισσότερο με παραδείσιο πουλί ή με χελιδόνι που είχε βουτήξει μέσα σε ουράνιο τόξο.
Ο Ίκαρος ήταν εσωστρεφής και ο μόνος φίλος που είχε αποκτήσει ήταν ένας μεγαλύτερης ηλικίας χαρταετός, ο Δαίδαλος.
Κάθε Απρίλη κυνηγούσαν μαζί την άνοιξη στους κάμπους και τα λιβάδια, όμως πάντα κοντά στο έδαφος, για να μην τους παρασύρει ο άνεμος. Κυμάτιζαν περήφανοι κι ελεύθεροι στα σοκάκια όπου μεγάλωσε ο Ίκαρος. Το χειμώνα, πάλι, μαζεύονταν γύρω από το τζάκι και διηγούνταν διάφορες αστείες ιστορίες.
Μια μέρα ο Δαίδαλος του ανακοίνωσε πως φέτος το Μάρτη θα πραγματοποιούσε το επόμενο βήμα, δηλαδή να πετάξει ψηλά. Τόσα χρόνια του έκανε παρέα, του συμπαραστεκόταν, αλλά είχε μεγαλώσει αρκετά κι έπρεπε να κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο είχε φτιαχτεί. Ο Ίκαρος σώπασε, δεν έβγαλε λέξη. Μόνο ένα δάκρυ κύλησε στην πλουμιστή ράχη του, σα μια σταγόνα βροχής στην ξαστεριά.
Η Καθαρά Δευτέρα δεν άργησε να έρθει. Ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος είχαν ξυπνήσει πουρνό πουρνό για να ετοιμαστούν. Έφυγαν κρυφά, χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι και ανέβηκαν σ’ έναν λόφο μ’ ένα ξωκλήσι στην κορυφή. Ο Δαίδαλος χαμογέλασε στο φοβισμένο Ίκαρο και του ζήτησε να βαστάει γερά τον σπάγκο. Ξαφνικά, φύσηξε ένα αεράκι κι άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά ο Δαίδαλος. Ο Ίκαρος άφηνε λίγο λίγο την καλούμπα, όπως ακριβώς τον δασκάλεψε ο πολυαγαπημένος φίλος του. Είχε ξημερώσει για τα καλά και οι ηλιαχτίδες δημιουργούσαν ένα υπέροχο χρυσαφένιο πέπλο. Ο Ίκαρος ξεχάστηκε από την απαράμιλλη ομορφιά της φύσης και γρήγορα έχασε από τα μάτια του τον Δαίδαλο. Ένα ρίγος διαπέρασε τον σκελετό του και ξύπνησαν οι μνήμες του παρελθόντος.
Αναλογίστηκε πόσο άδικα έφυγαν ο παππούδες του κι ανησύχησε μήπως είχε μπλεχτεί και ο φίλος του σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Η ώρα περνούσε, μα πουθενά ο Δαίδαλος. Τον έζωσαν τα φίδια και κρύος ιδρώτας έλουσε την ουρά του. Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονταν οι δυο χαρταετοί και αν ο Δαίδαλος κινδύνευε, ο μόνος που θα μπορούσε να τον σώσει ήταν ο Ίκαρος.
Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να παραμερίσει την υψοφοβία του και να πετάξει ψηλά για να βρει το φίλο του. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Χαλάρωσε, λοιπόν, τον σπάγκο του κι αφέθηκε χωρίς αντίσταση στη δύναμη του ανέμου. Στην αρχή ο κεντρικός άξονας τραντάχτηκε τόσο δυνατά που νόμισε πως θα σπάσει στα δύο.
Ευτυχώς, στη συνέχεια κατάφερε να βρει την ισορροπία του και να διασχίσει περήφανα τους αιθέρες. Ένιωθε σαν πεταρούδι που μόλις πρωτοφτερούγισε. Το ξωκλήσι φαινόταν από πάνω σα λευκή λιμνούλα και ο λόφος με πράσινη θάλασσα. Αισθανόταν πολύ χαρούμενος και συνάμα θυμωμένος με τον εαυτό του που όλο αυτό το διάστημα δεν πετούσε επειδή νόμιζε πως είχε υψοφοβία. Τελικά ήταν δειλός, ένας φοβητσιάρης χαρταετός. Τίποτα περισσότερο.
Μετά από κάμποσα λικνίσματα και φούρλες, θυμήθηκε τον πραγματικό σκοπό της πτήσης του. Να βρει τον χαμένο φίλο του.
Έψαξε παντού, μέσα στα σύννεφα, κατά μήκος του ορίζοντα, μα ήταν άφαντος. Σε μια στιγμή, είδε κάτι να σαλεύει δίπλα στο ξωκλήσι. Ήταν η ουρά του Δαίδαλου. Θα μπορούσε να την ξεχωρίσει από χιλιόμετρα, γιατί ήταν πλατιά, μακριά κι ασημένια, σαν κομήτης.
Ένιωσε ανακούφιση κι αγαλλίαση, όχι μόνο που ο φίλος του επέστρεψε σώος κι αβλαβής, αλλά κυρίως επειδή κατανίκησε τον μεγαλύτερο φόβο της ζωής του. Ο Ίκαρος από τότε και κάθε Καθαρά Δευτέρα, γιόρταζε μαζί με όλους τους χαρταετούς της γειτονιάς και ήταν πανευτυχής.
Αντώνιος Ευθυμίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki