Γκρουν γκρουν η κολοκύθα

Βίκυς Τσαγκάρη


«Να σου πω ένα παραμύθι;»
«Ουφ τώρα, όρεξη που την έχεις! Και τι παραμύθι είναι αυτό;»
«Για ένα κορίτσι που ζούσε στον Ταΰγετο».
«Δεν έχει τίτλο;»
«Πως αμέ. Έχει. Αλλά καλύτερα να σου τον αποκαλύψω στο τέλος».
«Μα τι λες τώρα; Πρώτα πάει ο τίτλος και μετά το παραμύθι. Έτσι είναι το σωστό».
«Και ποιος καθορίζει το σωστό ή το λάθος; Ο τίτλος θα πάρει μόνος του τη θέση του μόλις τελειώσω το παραμύθι. Θα το διαπιστώσεις και μόνη σου».
«Ωχ τώρα, με μπέρδεψες. Πάντα αυτό κάνεις με τις λέξεις. Τέλος πάντων, αλλά σου το λέω, αν δε μου αρέσει το σταματάμε».
«Ωραία λοιπόν. Κάθισες αναπαυτικά; Γιατί το ταξίδι μας στον Ταΰγετο ξεκινά…»

Κάποτε σε ένα χωριό ψηλά στον Ταΰγετο, κοντά στα 1200 μέτρα, ζούσε ένα κορίτσι που για κάποιον ακατανόητο λόγο, το φώναζαν Μαρουδίτσα. Η Μαρουδίτσα ήταν ένα πλάσμα γλυκύτατο, με καλούς τρόπους, ευγενική και πάντα πρόσχαρη. Τα καστανά κατσαρά μαλλιά της ήταν δεμένα με πολύχρωμες κορδέλες, για να μην μπερδεύονται στα κλαδιά και στα πουρνάρια, όταν πηδούσε σαν αργριοκάτσικο μέσα στο δάσος. Τα πράσινα μάτια της, πετούσαν σπίθες από εξυπνάδα και μια μικρή ελίτσα υπήρχε σαν ζωγραφιά στο πάνω χείλος της. Ήταν η θρουμπίτσα της, όπως την αποκαλούσε περιπαιχτικά ο πατέρας της.
Η μητέρα της είχε πεθάνει από χρόνια και ίσα που θυμόταν το όμορφο πρόσωπό της, σαν θολή εικόνα. Στεναχωριόταν για αυτό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, παρά μόνο να κοιτά μια παλιά της φωτογραφία, για να μην ξεχάσει τελείως.
«Και αν λησμονήσω τη μάνα μου;» ρωτούσε τον πατέρα της καμιά φορά.
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Θα κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέπτη και θα είναι σαν να βλέπεις εκείνη… Άλλωστε, αυτούς που αγαπήσαμε κάποτε, τους κουβαλάμε μέσα ην καρδιά μας και εκεί ποτέ δεν παύουν να είναι ζωντανοί. Η αγάπη μας για αυτούς δεν πεθαίνει ποτέ!»
Ζούσαν λοιπόν οι δύο τους σε ένα φτωχικό, αλλά καθαρό σπίτι, περιστοιχισμένο από έλατα, καστανιές και κερασιές Η αυλή τους γεμάτη λογιών-λογιών λουλούδια, δέντρα και γλάστρες με μυρωδικά. Δυόσμος, άνηθος, μαϊντανός, μάραθος. Θυμάρι και ρίγανη γιομάτο το χωριό και δεν είχαν ανάγκη να το καλλιεργούν. Ευλογημένος τόπος. Πράσινο παντού και γεμάτος αρώματα, από τα πεύκα και τα έλατα. Ότι σπόρο έριχναν ευδοκιμούσε και γιγάντωνε σαν να τον θέριευε το έδαφος. Οι γείτονες ήσαν σαν και τους ίδιους. Δουλευταράδες, αλλά φτωχοί. Τίμιοι και φιλόξενοι. Όλοι την αγαπούσαν τη Μαρουδίτσα και πολλές φορές είχαν την έννοια της, αφού ο πατέρας, γυρολόγος, απουσίαζε πολλές φορές για μέρες, αναγκαζόμενος να αφήνει τη φροντίδα της σε εκείνους, αφού συγγενείς άλλους δεν είχαν. Της έλειπε της Μαρουδίτσας πολύ, αλλά ήταν τόσο καλόβουλο και προσαρμοστικό πλάσμα, που ποτέ δεν παραπονιόταν. Κάθε που γύρναγε από τα γύρω χωριά ή τις μακρινές πόλεις που πήγαινε, φορτωμένος με δώρα, η Μαρουδίτσα ποτέ δεν τον κοιτούσε στα χέρια. Ούτε περίμενε να δει τα καλούδια που της έφερνε παρά μόνο, έτρεχε στην αγκαλιά του και τον έσφιγγε μέχρι να τον σκάσει. Και εκείνος προσποιούνταν ασφυξία για να φύγει τελικά από την αγκαλιά της και να την κρατήσει σε απόσταση, να την καμαρώσει πόσο μεγάλωσε στο σύντομο διάστημα που είχε να τη δει. «Μα εσύ ψήλωσες μια σπιθαμή!» της έλεγε χαμογελαστά. Εκείνη πότε καμάρωνε, πότε σφιγγόταν ξανά απάνω του και του έλεγε με παράπονο:
«Αχ, και να γινόταν να μην ξαναέφευγες ποτέ!»
«Μακάρι να μπορούσα να το κάνω αυτό κορίτσι μου. Εγώ το θέλω πιο πολύ από σένα» της αποκρινόταν και δεν ήταν ψέμα.
Στριφογύριζε τις νύχτες στα στρωσίδια του, πάνω στο χώμα για να μπορέσει να βρει μια λύση, χωρίς να την πληγώσει. Και όσο έμενε άυπνος και βαριανάσανε εκείνος, τόσο η κόρη του, ήταν γλυκιά σαν μέλι και κοιμόταν σαν νεράιδα, με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο όμορφο στόμα της από ευτυχία που ήταν ξανά σπίτι τους και κοντά της.
Τα χρόνια περνούσαν και η μοναξιά άρχισε να γίνεται αφόρητη για εκείνον που αναγκάζονταν να την αφήνει πότε στον έναν και πότε στον άλλον γείτονα για να την προσέχουν. Όσο έβλεπε τη Μαρουδίτσα να μεγαλώνει ένιωσε μεγαλύτερη ευθύνη για την ανατροφή της και το μεγάλωμά της. Για να τα βγάλουν πέρα οικονομικά, ο πατέρας έπρεπε να λείπει περισσότερες φορές. Η Μαρουδίτσα παρόλη την προσαρμοστικότητά της, θλιβόταν όλο και περισσότερο όταν έφευγε.
Προσπαθούσε να μην του το δείχνει, αλλά η ματιά της είχε σκουρύνει τόσο πολύ από τη θλίψη, που το πράσινο χρώμα είχε γίνει σχεδόν μαύρο. Σαν το πράσινο των κυπαρισσιών.
Κάτι τέτοιες σκέψεις περνούσαν σαν αστραπή από το μυαλό του, την ώρα που μάζευαν ένα καλοκαιρινό πρωινό του Ιουνίου, κεράσια στον κήπο τους. Εκείνη την ίδια στιγμή, πέρασε μια νέα όμορφη γυναίκα που πρόσφατα είχε χάσει τον άντρα της, με την κόρη της. Ένα άχρωμο κορίτσι κοντά στην ηλικία της Μαρουδίτσας, που δεν το έλεγες ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Έμοιαζε τόσο ασήμαντη και όμως αυτή της, η ασημαντότητα είναι που την έκανε ξεχωριστή. Η γυναίκα βασανισμένη την μεγάλωνε με κόπο και πολλές στερήσεις. Τους χαιρέτησε με χαμόγελο. Τη φίλεψαν κεράσια ζουμερά και κόκκινα σαν μεγάλες πέτρες και εκείνη από ευγνωμοσύνη τους έφερε μετά από λίγες ώρες ζυμωτό ψωμί φρεσκοφουρνισμένο σε φούρνο από ξύλα. Ήταν και η μόνη της περιουσία εδώ που τα λέμε, να ζυμώνει και να ψήνει το ψωμί της ημέρα. Ήταν η αρχή μιας φιλίας μεταξύ των μεγάλων και μιας απροσδιόριστης έχθρας μεταξύ των κοριτσιών. Για πρώτη φορά στη μέχρι τότε ζωή της η Μαρουδίτσα έδειχνε δισταχτική και γεμάτη αρνητικά προαισθήματα για τη νέα της φίλη. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει από πού πήγαζε όλη αυτή η δυσαρέσκεια. Αλλά κάθε φορά που τις έβλεπε η καρδιά της σφιγγόταν και χτυπούσε ξέφρενα. Για τον πατέρα αυτή η απροσδόκητη επαφή στάθηκε και η λύση για τα ερωτήματα που τον κρατούσαν άγρυπνο τις νύχτες και σκεφτικό τις μέρες. Αν παντρευόταν αυτή τη γυναίκα, η Μαρουδίτσα θα αποκτούσε ξαφνικά μια οικογένεια μεγάλη. Με αδελφή και μάνα. Δε θα ήταν έρμαιο σε κάθε σπίτι της γειτονιάς τις μέρες που έλειπε. Θα γέμιζε το σπιτικό τους χαρά και ευτυχία και θα έδινε στη μοναχοκόρη του αυτό που της έλειπε. Μια μάνα.

«Μα καλά, γιατί σε όλα τα παραμύθια πρέπει να υπάρχει μία μητριά;»
«Αυτό, δεν ξέρω να σου το απαντήσω. Ίσως για να δοθεί η διαφορά μεταξύ της αγάπης και του μίσους. Για να ακούν οι μικροί και να μαθαίνουν οι μεγάλοι».
«Γιατί και μεγάλοι μαθαίνουν από τα παραμύθια;»
«Περισσότερο αυτοί σε πληροφορώ. Μα δεν έχεις αγωνία για τη συνέχεια;»
«Ναι, πως! Σε ακούω… άραγε είναι και αυτή κακή μητριά, όπως σε όλες τις ιστορίες που ξέρω;»
«Αυτό θα το διαπιστώσεις παρά κάτω…»

Έτσι έγινε και τελικά παντρεύτηκαν ένα καλοκαιρινό απόγευμα με μόνους καλεσμένους τα παιδιά τους, τον παπά που τους πάντρεψε και έναν γείτονα που του είχαν δώσει τον τίτλο του κουμπάρου. Ο πατέρας έπλεε σε πελάγη ευτυχίας και βλέποντας τον έτσι η Μαρουδίτσα, παραμέρισε το φόβο και τη δυσαρέσκεια, που της προκαλούσε το κορίτσι και αποφάσισε να τις δεχθεί και με όλη της την καρδιά.
«Θα γίνω υπόδειγμα» έλεγε μέσα της « γιατί ο πατέρα μου είναι ευτυχισμένος. Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να με αγαπήσουν και να τις αγαπήσω και τις δύο.»
Όμως η νέα σύζυγος και η κόρη της αποδείχθηκαν δύστροπες και κακές. Και κυρίως διπρόσωπες. Μπροστά σε όλους φέρονταν στη Μαρουδίτσα, ισότιμα με γλυκύτητα και μελιστάλαχτα. Μόλις όμως δεν υπήρχε κάποιος άλλος να τις ελέγξει, η στάση τους άλλαζε και της συμπεριφέρονταν με το χειρότερο τρόπο. Της μιλούσαν σαν να ήταν η δούλα του σπιτιού, πολλές φορές την χτυπούσαν και την έβαζαν πότε να κάνει θελήματα, πότε τις βαριές δουλειές, πότε να πηγαίνει μόνη της στο δάσος για ξύλα, πότε να ταΐζει τα ζωντανά, με λίγα λόγια από το πρωί που σηκώνονταν μέχρι αργά που έδυε ο ήλιος, δεν την άφηνα στιγμή να ξαποστάσει. Έφταναν μάλιστα στο σημείο, όταν ο πατέρας έλειπε, να τη βάζουν να κοιμάται στο πιο απόμερο σημείο του σπιτιού μακριά από τη φωτιά και να την αφήνουν ξεσκέπαστη τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Το κορίτσι όλο και μαράζωνε και δεν τολμούσε να αποκαλύψει την αλήθεια που ζούσε, γιατί μπροστά στον πατέρα της την κοιτούσαν με τρόπο απειλητικό, μην τυχόν και ξεστομίσει κάποια αποκάλυψη. Μάλιστα η μικρή δεν δίσταζε να την τσιμπά και να την δαγκώνει στα μουλωχτά για να της δείχνει την θέση της και την απειλούσε ότι θα τη βγάλουν τρελή που θέλει να χαλάσει αυτό το γάμο. «Έτσι θα τον πείσουμε ότι πρέπει να φύγεις από το σπίτι, γιατί αποτελείς κίνδυνο.». Αν και η Μαρουδίτσα ήξερε ότι ο πατέρας της ποτέ δε θα τις πιστέψει, δεν έπαψε να φοβάται το αντίθετο. Κάτι μέσα της την απέτρεπε, αφού δεν είχε απτές αποδείξεις για να την αλήθεια της. Και έτσι σιωπούσε και έσκυβε το κεφάλι. Τι να πει; Και τι να ομολογήσει; Δεν θα την πίστευε κανείς, ξέροντας τη νέα σύζυγο του πατέρα της που έδειχνε τόσο καλή, υπομονετική και στοργική. Και όλοι θα την έβγαζαν παράλογη και μυθομανή. Οπότε δεν είχε κανέναν για να αποκαλύψει την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε.
Δεν αγάπησαν ποτέ τη Μαρουδίτσα και έκαναν τα πάντα για να της το δείχνουν συνέχεια. Όσο για την κόρη, αυτή ήταν το μεγάλο μαράζι της Μαρουδίτσας. Γιατί ότι έφτιαχνε, εκείνη πήγαινε και της το χάλαγε, έτσι ώστε, να βρίσκεται συνέχεια σε μια ατελείωτη κίνηση. Κατάκοπη έπεφτε τις νύχτες να κοιμηθεί.
Όταν ο πατέρας επέστρεφε, το σπίτι άλλαζε όψη. Όλα έδειχναν να κυλούν με αρμονία και χαρά. Η Μαρουδίτσα όμως, είχε χάσει τη φρεσκάδα της και τη ζωντάνια της. Και όπως την παρατηρούσε έβλεπε μια σκιά να έχει έρθει και να έχει κατακαθίσει στα όμορφα μάτια της. Και το αγκάλιασμά της ήταν πιο χαλαρό. Σαν πιο αδιάφορο. Μαράζωνε η καρδιά του πατέρα σαν έβλεπε έτσι το παιδί του. Μα η απάντηση της γυναίκας του ήταν καθησυχαστική. «Μεγάλωσε γι’ αυτό τη βλέπεις αλλαγμένη». Δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει, αφού τον διαβεβαίωνε ότι τα πηγαίνουν πολύ καλά και η σχέση τους δυνάμωνε μέρα με τη μέρα. Άλλωστε το έβλεπε και ο ίδιος με τα ίδια του τα μάτια κάθε που τις αντίκριζε. Τη σύζυγο περιποιητική, την κόρη της πρόσχαρη και τη Μαρουδίτσα μαζεμένη. Και μόνο από αυτό θα έπρεπε να του έχουν μπει ψύλλοι στα αυτιά, αλλά δεν έδινε σημασία.
Έκλεινε τα μάτια στα δείγματα για να κρατήσει μια φαινομενική ευτυχία στο σπιτικό του. Αν και οι Ερινύες, αυτές που βαραίνουν τον ύπνο των ανθρώπων, τον ξυπνούσαν τις νύχτες λουσμένο στον ιδρώτα. Το απέδιδε στα οικονομικά του προβλήματα, στο φόρτο εργασίας του, στις νέες του υποχρεώσεις. Ποτέ στη σκέψη της δυστυχία της κόρη του, που την απόδιωχνε σαν κακό εφιάλτη.
Εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητο. Δεν μπόρεσε να φύγει ο πατέρας παρά μόνο δύο φορές για να πουλήσει την πραμάτεια του, αφού και τα γύρω χωριά ήταν αποκλεισμένα. Η Μαρουδίτσα ολόκληρη δεσποινίδα πλέον, είχε πάψει τα παιχνίδια στην αυλή, τα τρεχαλητά στα ρουμάνια και τις πολύχρωμες κορδέλες στα μαλλιά της. Τώρα όλη μέρα τα μαλλιά της πιασμένα και κρυμμένα σε ένα τσεμπέρι, για να μην πέφτουν μες στα μάτια της, όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Και όσο και να ήθελαν μάνα και κόρη να δώσουν μια διαφορετική εκδοχή της ζωής τους, μέσα στην αγάπη και στην προσφορά, εκείνος είχε όλο τον χρόνο να διαπιστώσει πως αλλιώς ήταν τα πράγματα και όχι, όπως του τα παρουσίαζαν. Έπιανε στον αέρα προσβολές, βλέμματα και κρυφές τσιμπιές κάτω από το τραπέζι και τη Μαρουδίτσα να δείχνει όλο και πιο δυστυχισμένη. Πήρε πολλές φορές το αυτί του ψίθυρους με τη μορφή απειλής, ενώ τα χείλη ήταν χαμογελαστά και οι κινήσεις τρυφερές. Ένιωσε ότι έβαλε ένα φίδι στον κόρφο του και δεν ήξερε πως να το ξεσκεπάσει. Ο πατέρας άρχιζε να μαραζώνει από τον καημό του που βρήκε κακιά γυναίκα. Μα πιο πολύ θλιβόταν που η κόρη του είχε γίνει ένα πλάσμα χωρίς γνώμη και θέληση, μόνο και μόνο για να μη φανερώσει τίποτα και τον στεναχωρήσει. Έκανε τα πάντα για να την αγαπήσουν, χωρίς αποτέλεσμα Μια μέρα πήρε απόμερα με τρόπο τη Μαρουδίτσα, να πάνε να ταΐσουν τις κότες και της είπε:
«Πες μου την αλήθεια παιδί μου σε κακομεταχειρίζονται;»
Η Μαρουδίτσα έσκυψε το κεφάλι και αυτή της η κίνηση ήταν και η απάντησή της.
«Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά να διορθώσω αυτή την κατάσταση. Θα πραγματοποιήσω το τελευταίο μου ταξίδι την άνοιξη και όταν γυρίσω θα της ζητήσω να φύγουν από το σπίτι μας»
«Δεν ξέρω αν θα το κάνει πατέρα. Όλα τα θεωρούν δικά τους πλέον. Ακόμα και τις πέτρες αυτού του σπιτιού».
«Σπαράζει η καρδιά μου να σε βλέπω τόσο δυστυχισμένη. Δεν φανταζόμουν τι περνάς, αφού μου έδειχνε άλλο πρόσωπο. Σου υπόσχομαι ότι θα βρούμε λύση και θα φύγει», της υποσχέθηκε.
Όμως, όπως λένε και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Και για κακή τους τύχη τα ψιθυρίσματα τους, τα άκουσε η κόρη κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο. Τα είπε χαρτί και καλαμάρι στη μάνα της και εκείνη στάζοντας χολή είπε. «Να δούμε ποιος θα φύγει από το σπίτι. Από τη στιγμή που με έκανε γυναίκα του, είναι δικό μου. Θα διώξω με όλη μου την καρδιά αυτό το κορίτσι που η ομορφιά της και η καλοσύνη της μου κάθονται στο στομάχι».
Το ίδιο βράδυ η σύζυγος του έδωσε τελεσίδικο.
«Η κόρη σου μεγάλωσε πολύ. Θα πρέπει να φύγει από το σπίτι να βρει το δρόμο της και το ριζικό της. Μπορείς να τη βάλεις στο μοναστήρι της Παναγιάς για να τη σπουδάσουν».
«Αυτό ξέχασέ το. Το παιδί μου θα μείνει κοντά μου μέχρι που να παντρευτεί όταν έρθει η ώρα της. Εδώ είναι το σπίτι της και είναι οικοδέσποινα όπως είσαι και εσύ. Για αυτό δεν θέλω να αντιμετωπίζεται σαν τη δούλα του ίδιου της του σπιτιού!»
«Τι θες να πεις; ότι την κουράζω κιόλας; Κάνει δουλειές όπως όλοι μας! Τι θες; να παριστάνει την πριγκίπισσα εκείνη; Όπως δουλεύει η δική μου κόρη θα εργάζεται και η δική σου. Δεν κατάλαβα ότι οφείλω να την ξεχωρίσω. Αυτό δα μας έλειπε!» είπε και βρόντηξε την πόρτα βγαίνοντας στην αυλή. Ο πατέρας δεν ήθελε άλλη απόδειξη για να σιγουρευτεί για τη διπροσωπία της. Πήρε την απόφασή του. Η άνοιξη είχε δείξει τα πρώτα της σημάδια. Έπλαθε στο μυαλό του το σχέδιο. Θα επέστρεφε από το τελευταίο του ταξίδι και δεν θα ξαναέφευγε ποτέ ξανά. Θα πουλούσε την πραμάτεια του στο δικό τους χωριό, σε δικό του μαγαζί. Κάποια λεφτουδάκια είχε ήδη στην άκρη, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του και αυτή του την απόφαση. Αλλά δεν είπε λέξη σε κανέναν. Ούτε καν στη Μαρουδίτσα. Θα πλήρωνε ένα μερτικό στη γυναίκα του και θα την έδιωχνε πλέον από το σπίτι τους.
Σίγουρος για το πλάνο που είχε προαποφασίσει ένιωθε πια ευτυχισμένος και αισιόδοξος. Που να φανταστεί ότι τα σχέδια της κακής συντρόφου του ήταν άλλα! Που κανένα μυαλό δεν θα μπορούσε να τα φτάσει. Ήταν τόση η αποστροφή της για τη Μαρουδίτσα, που δεν τη φανταζόταν κανένας, ούτε η ίδια της η κόρη, με την οποία είχαν συμμαχήσει για να την κακοποιούν ψυχολογικά και πολλές φορές και σωματικά.
Αποφάσισε να πάνε όλοι μαζί στο δάσος και να παρατήσει τη Μαρουδίτσα, δήθεν χαμένη και αποπροσανατολισμένη. Κανείς δε θα την κατηγορούσε για συμμετοχή. Θα έμοιαζε με τυχαίο γεγονός. Εκεί που το δάσος χωρίζεται και δημιουργεί χαράδρα, κανένας δεν θα καταλάβαινε ότι η Μαρουδίτσα λείπει, παρά μόνο όταν θα έφταναν σπίτι. Παραμονή της αναχώρησής του, ζήτησε από το σύζυγό της να πάνε όλοι μαζί να κόψουν ξύλα από το δάσος για να είναι προετοιμασμένοι για τον επερχόμενο χειμώνα. «Μα είναι πολύ νωρίς ακόμα» της απάντησε εκείνος.
«Τι θέλεις να τεμπελιάζουμε; Το να προνοούμε είναι ένδειξη νοικοκυροσύνης και συνέπειας» του αντιγύρισε πειστικά εκείνη. Συγκατάνευσε μόνο και μόνο για να μην έχει τώρα που αποφάσισε να την ξαποστείλει, κανένα λόγο για να τον κακολογήσει.
Ετοιμάστηκε λοιπόν, όλη η οικογένεια να πάνε στο δάσος. Μπροστά οι μεγάλοι, πίσω τα κορίτσια. Κόντευαν να φτάσουν, όταν η μάνα φώναξε την κόρη της να τη βοηθήσει με κάποια χαμόκλαδα. Άρχισαν να ξεμακραίνουν, λέγοντας στη Μαρουδίτσα να πάει από την άλλη πλευρά και να συναντηθούν πιο πάνω. Ο πατέρας είχε ξεμακρύνει φορτωμένος ήδη. Η Μαρουδίτσα έκανε όπως της είπαν.
Προχώρησε και ξαφνικά βρέθηκε σε ένα μέρος που δεν το είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της. Μπροστά της μια μεγάλη χαράδρα περιστοιχισμένη από πυκνά δέντρα που έκρυβαν, το μονοπάτι από το οποίο είχε περάσει. Άρχισε να νιώθει το φόβο να της παραλύει τα πόδια. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν μαζί και εκείνη μόνη της. Σε λίγο θα βράδιαζε και δεν είχε τη δυνατότητα να γυρίσει πίσω από όπου είχε έρθει, αφού ο δρόμος έδειχνε χαμένος. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της να μην πανικοβάλλεται και κάθισε σε μια πέτρα περιμένοντας να έρθουν να τη βρουν.
«Δεν μπορεί ο πατέρας δε θα με αφήσει μόνη μου» μονολογούσε για να δώσει θάρρος στον εαυτό της.
Η οικογένεια έφτασε σπίτι χωρίς να αντιληφθεί κανείς ότι η Μαρουδίτσα έλειπε. Ο πατέρας πάντα μπροστά δεν ήξερε τι γίνονταν στα νώτα του.
Η μάνα δήθεν ανήσυχη του είπε:
«Η Μαρουδίτσα δεν είναι μαζί μας»
«Μα τι λες τώρα που ξέμεινε;»
«Μήπως πήγε από την αντίθετη πλευρά;»
«Δεν μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο, το δάσος είναι δύσβατο από εκεί, θα χαθεί και να φτάσει στη χαράδρα… ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω.»
Η υποκρισία της και η θεατρικότητα της έδωσαν ρεσιτάλ. Μέχρι που ο πατέρας άρχισε να αμφισβητεί την ίδια του την κρίση και τα μάτια του. Τέτοια ήταν η ανησυχία της.
«Έλα μην τρομάζεις. Είναι έξυπνο κορίτσι. Θα μείνει σε μια προστατευμένη γωνιά και θα πάμε πριν ακόμα χαράξει να τη βρούμε» προσπάθησε να τον ηρεμήσει.
«Μα πώς θα μείνει το παιδί μόνο του τη νύχτα στο δάσος; Και αν το φάνε οι λύκοι; Άσε που οι μύθοι του χωριού μιλάνε για ξωτικά και για μάγισσες σε εκείνο το μέρος!»
«Δεν θα πάθει τίποτα θα δεις. Έλα ησύχασε τώρα και πρωί-πρωί θα ξεκινήσουμε. Όλα αυτά είναι απλός ιστορίες».
Εκείνο το βράδυ ο πατέρας δεν έκλεισε μάτι, έμεινε άγρυπνος φρουρός στην πόρτα μήπως φανεί η Μαρουδίτσα του, υποσχόμενος στον εαυτό του ότι δε θα την άφηνε ποτέ ξανά από τα μάτια του.

Στο δάσος τώρα, το σκοτάδι άρχισε να καλύπτει τα πάντα και όσο πύκνωνε, τόσο άφαντος ο πατέρας. Άρχισε να φοβάται η Μαρουδίτσα. Περίμενε, περίμενε, αλλά μάταια. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η συμβουλή της μητριάς της να ξεμακρύνει από την αντίθετη πλευρά ήταν και η καταδίκη της. Να ήταν προαποφασισμένο; Να ήταν μια καλοστημένη παγίδα; Το σίγουρο είναι ότι είναι μόνη, φοβισμένη και σίγουρη πλέον ότι την έχουν εγκαταλείψει και άρχισε να κλαίει γοερά. «Πώς τον ξεγέλασαν τον πατέρα μου;» έλεγε μέσα στους λυγμούς της.
Βάλθηκε να τον φωνάζει αλλά η μόνη απάντηση, ήταν η ίδια η φωνή της από τον αντίλαλο.
«Πατέρα ααααααα!»
«ΠΑΤΕΡΑ ΑΑΑΑΑ!»
Κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα απαρηγόρητη πλέον… Μα σαν να άκουσε βήματα, ξαναδοκίμασε να φωνάξει.
«Πατέρααααα !»Και ακολούθησε ένας ήχους σαν να σέρνεται κάτι βαρύ. Σαν να κατρακυλάνε πέτρες.
«Έεεεεε παιδίιιιι» … γκρουν- γκρουν …
«Πατέραααα!»
«Εεεεεε παιδί ιιιι»… γκρουν-γκρουν …
Ο φόβος μετατράπηκε σε τρόμο έντονο που της έκοβε την ανάσα και της πάγωνε το αίμα. Και έφτασε στο αποκορύφωμά του, όταν μετά από λίγο είδε μπροστά της, όχι τον πατέρα της που νόμιζε ότι της απαντούσε, αλλά έναν λύκο. Και μάλιστα έναν λύκο που μιλούσε και έσερνε μια μεγάλη κολοκύθα στο πόδι του. Και ο ήχος γκρουν-γκρουν ήταν από αυτή…
«Τι κάνεις εδώ Μαρουδίτσα;»
«Πώς ξέρεις το όνομά μου; Και γιατί μιλάς με ανθρώπινη φωνή; Και γιατί σέρνεις μια κολοκύθα;»
«Πολλές ερωτήσεις μαζεμένες και σε ποια να πρωτοαπαντήσω. Σε ξέρω, γιατί σε έχω δει πολλές φορές στο δάσος. Μιλάω, γιατί με μάγεψε μια μάγισσα…
Όσο για την κολοκύθα, είναι η παρέα μου ας πούμε. Έλα να σε πάρω στη φωλιά μου να μείνεις, γιατί είναι επικίνδυνα εδώ έξω».
«Και εσύ δεν είσαι επικίνδυνος;»
«Όχι όσο φαντάζεσαι. Θα σε προστατεύω από τα ξωτικά και τα μαγικά του δάσους».
«Είναι αλήθεια άρα οι ιστορίες που μου έλεγαν οι γιαγιάδες του χωριού;»
«Εσύ τι λες; Για να έχεις μπροστά σου έναν λύκο που μιλάει!»
«Θα έρθω, γιατί φοβάμαι εδώ μόνη μου. Ο πατέρας μου δε γύρισε» είπε κλαίγοντας η Μαρουδίτσα.
«Μη λυπάσαι, γιατί και εκείνος έχει μεγάλο πόνο στην καρδιά του. Νιώθει υπεύθυνος που σε εμπιστεύτηκε σε μια τέτοια γυναίκα. Θα τη διώξει θα δεις».
«Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Ξέρω πάρα πολλά… Αλλά πρώτα θα σε σώσω εγώ και μετά θα σώσεις εσύ εμένα».
«Τι πρέπει να κάνω; Και θα το κάνω!»
«Άσε τις απορίες και έλα».

«Τελικά σε πόσα παραμύθια το έχουμε δει αυτό; Να εγκαταλείπουν το κορίτσι;»
«Και σε ενοχλεί;»
«Όχι απόλυτα, απλά αναρωτιέμαι… Αυτό το κάνει να μοιάζει με άλλα».
«Ναι έχεις δίκιο. Είναι ένα κοινό στοιχείο!»
«Εσύ από πού το ξέρεις αυτό το παραμύθι; Πού το διάβασες;»
«Μου το έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρή. Και εκείνη το άκουγε από τη δική της!»
«Πω πω! Παλιό που είναι! Και πώς γίνεται να μοιάζει με άλλα γνωστά παραμύθια;»
«Έχεις δίκιο όλα τα παραμύθια μοιάζουν. Δεν ξέρω από που, οι γιαγιάδες όλου του κόσμου σκαρφίζονται τις ίδιες ή παρόμοιες ιδέες!»
«Έχει μία μεγάλη διαφορά όμως».
«Αλήθεια; Ποια εννοείς;»
«Μα την κολοκύθα φυσικά. Έλα πες μου τι έγινε με τον λύκο που μιλούσε. Αγωνιώ».

Καθώς ξεμάκραιναν άκουγε πάλι τον θόρυβο… γκρουν-γκρουν έκανε η κολοκύθα, στο πόδι του λύκου. Κάποτε έφτασαν στη φωλιά του που έμοιαζε με σπίτι κανονικό. Εντύπωση της έκανε της Μαρουδίτσας, αλλά δεν είπε τίποτα. Ήταν τόσο κουρασμένη και στενοχωρημένη, που ξάπλωσε δίπλα στα πόδια του και αποκοιμήθηκε αμέσως. Την επόμενη που ξύπνησε της πήρε ώρα να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν και να φέρει όλα τα γεγονότα της περασμένης βραδιάς στο μυαλό της. Και μόλις θυμήθηκε βάλθηκε να κλαίει γοερά. Ο λύκος έλειπε. Σαν ηρέμησε διαπίστωσε την τσαπατσουλιά της φωλιάς. Και για να απασχολήσει το μυαλό της για να μην σκέφτεται, άρχισε να συμπεριφέρεται όπως γνώριζε, κάνοντας δουλειές.
Σαν καλή νοικοκυρά η Μαρουδίτσα μάζεψε την ακαταστασία και συγύρισε τα πάντα. Καθάρισε τα πιάτα στον νεροχύτη, έστρωσε το κρεβάτι του, ξεσκόνισε και πήρε στο τέλος μια σφουγγαρίστρα και την πέρασε απ’ άκρη σε άκρη. Μόλις είδε τη φωλιά να λάμπει από πάστρα, ετοίμασε το δείπνο με ότι βρήκε στις κουφάλες των δέντρων που χρησιμοποιούσε ο λύκος για ντουλάπια. Η φωλιά μύριζε ζεστό και λαχταριστό φαγητό, τόσο που σαν γύρισε τον πήρε από τη μύτη αυτή η μυρωδιά και του έτρεχαν τα σάλια. Τη θαύμασε για την καθαριότητά της. Έφαγε με όρεξη και βάλθηκε να την επαινεί.
«Αχ Μαρουδίτσα μου είσαι ευλογία. Εκτός από μια πανέμορφη κοπέλα είσαι τόσο ταλαντούχα να διατηρείς το χώρο σου καθαρό και λαμπερό. Ποιος καλός άνεμος σε έφερε στο δρόμο μου!»
«Τα παραλές λύκε μου. Δεν έκανα τίποτα παραπάνω από αυτά που ξέρω να κάνω και σπίτι μου»
«Ναι, μα δε μου έχεις καμιά υποχρέωση για να με περιποιείσαι έτσι!»
«Πως δεν σου έχω.!Με μάζεψες, ενώ θα μπορούσες να με αφήσεις μόνη μου, Με κράτησες ζωντανή, ενώ θα μπορούσες να μου κάνεις κακό. Δεν έχω ξαναδεί τόσο στοργικό και καλό λύκο. Και όταν κοιτάζω τα μάτια σου, θα ορκιζόμουν ότι έχουν θλίψη μέσα τους.» Η Μαρουδίτσα σαν να είδε στις κόχες των ματιών του να τρέχει κάποιο δάκρυ.
Πράγματι, τα λόγια της έφεραν δάκρυα στα μεγάλα μάτια του λύκου, αλλά δεν μπορούσε να το παραδεχθεί και να την αφήσει να το δει. Γιατί εκτός από την κολοκύθα που του βάραινε το πόδι εμποδίζοντάς τον να κινείται άνετα, είχε μεγάλο βάρος και στην καρδιά του. Για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα πήγε να ανάψει το τζάκι, γιατί στο δάσος ακόμα και την άνοιξη η ψύχρα της νύχτας την αποζητούσε αυτή τη συντροφιά. Αφού έκατσαν μπροστά από τη φωτιά της είπε με τρεμάμενη φωνή: «Θα σε μάθω να με ξεψειρίζεις, αν δε φοβάσαι να με αγγίξεις».
«Όχι βέβαια, γιατί να σε φοβηθώ. Είσαι πιο γλυκός και από το πιο άκακο ζώο που είχα ποτέ μου». Της έδειξε με ποιον τρόπο να ανοίγει τη γούνα του και πως να ξεχωρίζει τις ψείρες μέσα σε αυτή.
«Πανεύκολο είναι. Έλα πιο κοντά μου» του είπε η Μαρουδίτσα. Και πριν αρχίσει να τον ξεψειρίζει βάλθηκε να του χτενίζει και να του χαϊδεύει τη γούνα του με τόση τρυφερότητα που ο λύκος δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή του.
Ο λύκος αφέθηκε δίπλα της, σαν γάτα χαδιάρα και όσο η Μαρουδίτσα του έβγαζε τις ψείρες εκείνος άρχισε να της τραγουδά με φωνή μελωδική και γάργαρη:

Άργυρο, άργυρο ψειρίτσες
Άργυρο, άργυρο κονιδίτσες
Άργυρη να’ ναι η μοίρα σου
Άργυρο το ριζικό σου.

Τόσο τη νανούριζε το τραγούδι του που αποκοιμήθηκε πάνω στη γούνα του ζεστή και ασφαλής.

Οι μέρες περνούσαν και μετατράπηκαν σε μήνες. Ήρθε το καλοκαίρι και ξανά το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Και με αυτόν τον τρόπο ζούσαν και οι τρεις μαζί. Η Μαρουδίτσα, ο λύκος και η κολοκύθα του. Έφευγε το πρωί ο λύκος από τη φωλιά και γύριζε το απόγευμα Η Μαρουδίτσα, του είχε τα πάντα έτοιμα. Του μαγείρευε, του καθάριζε και τον περιποιόταν τις νύχτες, βγάζοντας τις ψείρες που γέμιζε στο δάσος Κάθε που άκουγε τον ήχο της κολοκύθας, γκρουν-γκρουν να σέρνεται βαριά και ασήκωτη στο χώμα, ήξερε ότι ο λύκος έφτανε στο σπιτικό τους.
Και όλον αυτόν τον καιρό περίμενε με προσμονή πότε θα την ανακαλύψουν.
Λαχταρούσε τη στιγμή που θα ανοίξει η πόρτα της φωλιάς και θα εμφανιστεί ο πατέρας της. Μέσα στις προσευχές που έκανε κάθε βράδυ παρακαλούσε όχι μόνο να είναι καλά εκείνος, αλλά και ο λύκος που είχε αρχίσει να γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της και ο καλύτερος της φίλος.

«Είχε αρχίσει να τον αγαπά το λύκο;»
«Ναι με όλη της την καρδιά. Δεν έχει σημασία η όψη κάποιου, αλλά η καρδιά του και τι κρύβει σε αυτή».
«Εννοείς ότι δεν την ενοχλούσε η εμφάνιση του;»
«Όχι».
«Όπως ακριβώς στην πεντάμορφη που αγάπησε το τέρας».
«Κάπως έτσι. Αλλά τη μανία τελικά να πρέπει να απαριθμείς όλα τα παραμύθια που γνωρίζεις, για να δεις σε ποιο μοιάζει ή δε μοιάζει; Δε σου αρκεί η διαφορετικότητά του;»
«Δεν το κάνω επίτηδες! Απλά διαπίστωση κάνω».
«Ωραία, αν θες να το κατατάξεις σε άλλα, σταματώ. Και τελειώνει εδώ».
«Όχι, σου υπόσχομαι να μην αναφέρω ξανά ποιο μου θυμίζει ή από ποιο θα μπορούσε να πάρει στοιχεία. Έχεις δίκιο. Είναι μοναδικό. Άλλωστε η γιαγιά σου, από που θα μπορούσε να ξέρει όλα αυτά τα παραμύθια, που του μοιάζουν, αφού δεν ήξερε γράμματα. Σωστά;»
«Έτσι. Άκου τώρα τη συνέχεια. Γιατί η κολοκύθα και το ποιηματάκι δεν έχουν ακουστεί ξανά σε κανένα παραμύθι!»

Ο λύκος ένιωθε τα συναισθήματα της Μαρουδίτσας να ξεχειλίζουν. Όχι μόνο στη φροντίδα που του παρείχε στο σπιτικό του αλλά και κάθε φορά που τον ξεψείριζε. Έβαζε όλη της την στοργή και το νοιάξιμο στον τρόπο που χτένιζε τη γούνα του και έβγαζε τις κόνιδες και τις ψείρες. Με αγάπη λοιπόν της τραγουδούσε κάθε φορά:

Άργυρο, άργυρο ψειρίτστες
Άργυρο, άργυρο κονιδίτσες
Άργυρη να’ ναι η μοίρα σου
Άργυρο το ριζικό σου

Όσο για τη Μαρουδίτσα μέσα από την αγάπη της για το λύκου και τη φροντίδα της σε αυτόν, ξέχναγε τον πόνο της και την προσμονή της, να σφίξει τον πατέρα ξανά στην αγκαλιά της. Δεν ξέρει πως, τόσο αντικρουόμενες καταστάσεις μπορούσαν να υπάρχουν μέσα στο μυαλό της, αλλά η αγάπη της ξεχείλιζε. Όπως ακριβώς έδειχνε να κάνει τον τελευταίο καιρό και η κολοκύθα του λύκου.

Τα χιόνια άρχισαν σιγά-σιγά να λιώνουν. Και οι πρώτες ανεμώνες ξεφύτρωσαν δειλά-δειλά στις άκρες των πεύκων και των ελάτων.
Η Μαρουδίτσα άρχισε να δέχεται την καινούρια της κατάσταση. Μάλιστα τόσο είχε λησμονήσει τις κακές στιγμές που κακό λόγο δεν είχε για κανέναν. Και πάντα έβρισκε μια καλή δικαιολογία για όλους. Τον πατέρα της που δεν την έψαξε γιατί ήταν χειμώνας, γιατί είχε παντρευτεί μια τόσο κακιά γυναίκα και τον συμπονούσε για αυτό, για την κόρη που δεν έφταιγε εκείνη, αφού είχε για μάνα αυτή την γυναίκα, αλλά ακόμα και για την ίδια της τη μητριά, που η δύστυχη έμεινε χήρα και για να τα βγάλει πέρα έκανε έναν γάμο που ίσως δεν ήθελε. Και ο πόνος, της πάγωσε τόσο πολύ την καρδιά, που δεν ένιωθε τη ζεστασιά της αγάπης για κανέναν.
Αυτά και πόσα άλλα έλεγε στο λύκο. Η κατανόηση της για τα αισθήματα των άλλων τον άφηνε άναυδο. Η αγάπη της περίσσευε για όλους. Και στις παύσεις της συνέχιζε το τραγουδιού του.

«Ξέρω-ξέρω… άργυρο-άργυρο ψειρίτσες, άργυρο-άργυρο κονιδίτσες. Άργυρη να είναι η μοίρα σου, άργυρο το ριζικό σου».
«Βλέπω το έμαθες καλά. Χαίρομαι, αυτό σημαίνει ότι σου αρέσει».
«Αν και δεν έχω καταλάβει τι νόημα έχει, ναι μου αρέσει πολύ! Συνέχισε ανυπομονώ…»

Ο λύκος την άκουγε που η φωνή της έσταζε μέλι και δεχόταν την περιποίησή της με μεγάλη ευδαιμονία. Αν δεν είχε και εκείνος αυτό που του βάραινε την καρδιά, θα μπορούσε να πει ότι ήταν και ευτυχισμένος. Η Μαρουδίτσα είχε αγαπήσει εν τω μεταξύ τόσο το λύκο, και του ήταν τόσο ευγνώμων που την περιμάζεψε, που δεν της έκανε καρδιά να τον αποχωριστεί. Και όταν ο λύκος ξεμάκραινε να φύγει με τον γνωστό του θόρυβο… γκρουν-γκρουν η κολοκύθα… γύριζε, την κοιτούσε και της έγνεφε… Άργυρη να’ ναι η μοίρα σου κορίτσι μου.

«Αναρωτιέμαι τι να έκανε ο πατέρας όλον αυτόν τον καιρό!»

Και ενώ εκείνη ζούσε με γαλήνη και ηρεμία στο δάσος με τον λύκο και την κολοκύθα του, ο πατέρας της περνούσε μια μεγάλη περίοδο πένθους στο σπιτικό τους. Η σύζυγος και η κόρη της ήταν, τρισευτυχισμένες που ξεφορτώθηκαν τη Μαρουδίτσα και μπορούσαν να έχουν τον έλεγχο σε όλα. Και νόμιζαν ότι χάθηκε.
Την έκλεψαν τα ξωτικά του δάσους ή ακόμα χειρότερα την σκότωσαν οι μάγισσες και τα κακά του πνεύματα. Το ότι η Μαρουδίτσα δεν ζούσε πια μαζί τους, ήταν για εκείνες ευλογία. Μπορεί μπροστά του να έκαναν τις κλαμένες και να έδειχναν απόγνωση και συμπόνια, πίσω του όμως χοροπήδαγαν σαν να είχαν γιορτή.
Ενώ ο πατέρας μαράζωνε κάθε μέρα περισσότερο, πηγαίνοντας στο σημείο που χάθηκε προσπαθώντας να βρει ένα σημάδι της, αλλά μάταια. Σαν να είχε ανοίξει η γη και την είχε καταπιεί. Στην αρχή πριν ο βαρύς χειμώνας τους κλείσει στο σπίτι κοιτούσε τα χνάρια στις πρώτες νιφάδες χιονιού που είχαν ξαπλώσει σε ένα λευκό σεντόνι και τα μόνα που διέκρινε ήταν αυτά από λύκο. Σαν έλιωσαν τα χιόνια έμενε με τις ώρες περιμένοντας να περάσει έστω και ένα πουλί, ένα ζώο, αλλά αυτό το μέρος έμοιαζε στοιχειωμένο και δεν υπήρχε ζωντανός οργανισμός σε μεγάλη ακτίνα γύρω του. Και μπορεί να έβλεπε πατημασιές από λύκους, αλλά ποτέ δεν συνάντησε κανέναν. Γύριζε τότε σπίτι του άπραγος και ακόμα πιο θλιμμένος. Μέχρι που η καρδιά του δεν βαστούσε τόσο πόνο.
Στη φωλιά του λύκου αυτή η τακτική καθημερινότητα με τις δουλειές το μαγείρεμα και τη νύχτα το ξεψείρισμα, είχαν κάνει τη Μαρουδίτσα να μην κλαίει πια.
Μέχρι που άρχισε να αναρωτιέται. Θέλει να πάει σπίτι της και να περάσει πάλι τα ίδια;
Μια μέρα ακούστηκε ο γνωστός θόρυβος, γκρουν-γκρουν η κολοκύθα, σαν βαρίδι στο πόδι του λύκου, ασήκωτο. Μπήκε μέσα κατάκοπος από το βάρος που δεν μπορούσε πια να αντέξει.
«Μαρουδίτσα, είπε, «νομίζω πως ήρθε η στιγμή να γυρίσεις σπίτι σου».
«Μα δε με θέλουν… Δεν ξέρω αν θα ήθελα να περάσω πάλι τις ίδιες προσβολές και την κακοποίηση αυτή. Και να σου πω και κάτι; εδώ περνάω καλά μαζί σου λύκε μου. Σε συνήθισα και σε αγάπησα πολύ για να σε αφήσω».
«Ο πατέρας σου δεν πέρασε μέρα να μη σε ψάξει και να σε περιμένει».
«Πού το ξέρεις εσύ; Τον αντάμωσες; Σε είδε;»
«Τον βλέπω κάθε μέρα στο δάσος εκεί που χάθηκες… Έχει γεράσει και μπορεί να πεθάνει από το μαράζι του. Αισθάνεται ένοχος, γιατί δεν το απέτρεψε όλο αυτό, γιατί δεν έβλεπε καθαρά και δεν άκουγε τις σιωπές σου, γιατί προτίμησε να πιστεύει μια κακιά γυναίκα, παρά να υπερασπισθεί το παιδί του. Όχι δε μπορεί να με δει εκείνος, εγώ όμως τον παρατηρώ σε κάθε του έκφραση και δάκρυ που χύνει περιμένοντας να φανείς. Η αποστολή και η δική μου και η δική σου ολοκληρώθηκε!»
Η Μαρουδίτσα έσκυψε το κεφάλι περίλυπη και δακρυσμένη. Και μόνο η εικόνα του πατέρα της να την ψάχνει και να την αποζητά της σπάραζε την καρδιά.
Και ένιωσε για άλλη μια φορά διχασμένη ανάμεσα σε δύο αγάπες. Παρόλο τον πόνο που θα αποχωριζόταν τον καλύτερο φίλο που είχε ποτέ, το λύκο, αποφάσισε να φύγουν. Ήξερε κάπου μέσα της ότι τώρα που τον βρήκε δε θα τον χάσει ποτέ, θα βρουν τρόπο να συναντιούνται και να ανταμώνουν. Η λαχτάρα της όμως, που θα ξαναδεί τον θλιμμένο πατέρα της και θα τον σφίξει ξανά στην αγκαλιά της συγκρούονταν με τα αισθήματά της για το λύκο και νίκησε.

Ξεκίνησαν λοιπόν να την συνοδέψει πίσω στο πατρικό της. Γκρουν γκρουν η κολοκύθα μαζί με τον λύκο, πίσω η Μαρουδίτσα κλαίγοντας. Μα όπου τα δάκρυα της έπεφταν, φύτρωναν πολύχρωμα άνθη και γέμιζε το δάσος λουλούδια.
«Είναι τα λουλούδια της αγάπης σου Μαρουδίτσα», της είπε ο λύκος. «Όπου πας τη σκορπίζεις απλόχερα. Αυτά επιβεβαιώνουν τον πλούσιο εσωτερικό σου κόσμο.»
Η Μαρουδίτσα τον έβλεπε να προχωρά και να προπορεύεται με πολλή δυσκολία. Και για πρώτη φορά αναρωτήθηκε. «Μα καλά, γιατί σέρνει αυτή την κολοκύθα μαζί του, αφού είναι τόσο βαριά;» Όλο αυτό το διάστημα θεωρούσε την κολοκύθα του, ένα με τον λύκο και δεν τον είχε ρωτήσει ποτέ γιατί την κουβαλά. Και όσες φορές αναρωτήθηκε γιατί μιλά με ανθρώπινη φωνή, της είχε αποκριθεί ότι δε θα αργήσει η στιγμή που θα της αποκαλύψει όλα του τα μυστικά.
«Λύκε μου μήπως να την αφήσουμε την κολοκύθα σου για να μπορείς να περπατήσεις;»
«Δεν είναι ακόμα ώρα Μαρουδίτσα μου» της είπε με νόημα και συνέχισε να αγκομαχά περπατώντας.
Κάποτε έφτασαν στο σπίτι. Η Μαρουδίτσα εμφανίστηκε μπροστά τους, την ώρα που όλοι βρίσκονταν στο τραπέζι. Πρώτα είδαν τον λύκο και πάγωσαν στις θέσεις τους. Μετά διέκριναν, ότι πίσω του ήταν ένα πρόσωπο πολύ μισητό για κάποιους. Εκτός από τον πατέρα της, που έτρεξε να τη σφίξει στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς.
«Συγχώρα με κορίτσι μου» της είπε με δάκρυα στα μάτια.
«Πώς θα μπορούσα να μην το κάνω πατέρα;» του απάντησε η Μαρουδίτσα ευτυχισμένη που τον έβλεπε μετά από τόσους μήνες.
Η σύζυγος και η κόρη βλέποντας τη σκηνή, έγιναν κόκκινες από το κακό τους. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους ακόμα πιο άγρια και κακά, από ότι τα θυμόταν. Κοίταξαν τον λύκο που τη συνόδευε και ήταν έτοιμες να του ορμίσουν με το δίκαννο που είχαν κρεμασμένο στην άκρη της πόρτας, όταν τις πρόλαβε η Μαρουδίτσα.
«Μη! Είναι φίλος μου…»
Εκείνος τις κοίταξε περιφρονητικά δείχνοντας τα δόντια του. Πρώτη φορά η Μαρουδίτσα τον έβλεπε τόσο άγριο και έτοιμο να επιτεθεί. Όμως ήταν σίγουρη ότι δε θα το έκανε.
Και γύρισε στην αγαπημένη του φίλη και είπε:
«Δεν βαστά άλλο η κολοκύθα μου».
«Μα τι έχει αυτή η κολοκύθα πια; Σου είπα να την αφήσουμε στο δρόμο».
«Η κολοκύθα είναι ένας κουμπαράς αγάπης, καλοσύνης και καλών πράξεων. Μάψεζε όλα αυτά που τόσο απλόχερα και μοναδικά μου πρόσφερες και τα μετέτρεψε σε ασημένια νομίσματα! Για αυτό και έπρεπε να γυρίσεις πίσω. Γιατί γέμισε και τώρα πρέπει να γίνουν δικά σου».
«ΤΙ; Μα εγώ τα ένιωθα!»
«Το ξέρω κορίτσι μου και για αυτό είναι για σένα. Θυμάσαι τι σου είπα το πρώτο βράδυ; Θα σε βοηθήσω και θα με βοηθήσεις και εσύ. Και το έκανες χωρίς καν να σου πω τον τρόπο. Με απλοχεριά. την αγάπη σου γέμισε η κολοκύθα μου και έτσι μπορώ να απαλλαγώ από αυτή και να γίνω όπως πραγματικά είμαι!»
«Από πού ξεκίνησαν όλα αυτά; Θέλω να ξέρω!»
«Στην κορυφή του βουνού αθέατο, πίσω από τα σύννεφα και την παντοτινή ομίχλη, είναι το παλάτι της μάγισσας Εμμονής. Εκεί κατέληξα μετά το θάνατο των γονιών μου, όταν μου έταξε ότι θα με βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου και θα με οδηγήσει στο να γίνω μεγάλος και τρανός. Τόσο με παραπλάνησε η υπόσχεσή της, που δέχθηκα με μεγάλη προθυμία. Δεν έβλεπα ο ανόητος ότι η επιμονή της, ήταν αυτή που της έδινε δύναμη και πονηριά, για να χειρίζεται έτσι, όποιον έβρισκε στο διάβα της. Είχε βλέψεις να με μετατρέψει σε άτομο, χωρίς αρχές και ηθική, χωρίς αγάπη και αξίες. Με τρομοκρατούσε και με φοβέριζε με την ικανότητά της να ικανοποιεί όλες της τις ιδέες ύπουλα, βάζοντας στο μυαλό των ανθρώπων προσκολλήσεις και κακές σκέψεις που μετατρέπονταν σε εμμονές. Αποφάσισα να το σκάσω κρυφά ένα βράδυ, χωρίς να με πάρει κανείς χαμπάρι, αλλά εκείνη με είδε.
Δεν πρόλαβα να προχωρήσω και ευθύς με μεταμόρφωσε σε λύκο και με καταράστηκε να μην κάνω βήμα, χωρίς να σέρνω την κολοκύθα μαζί μου, μέχρι που να γεμίσει από αγάπη βαθιά και ειλικρινή. Ήξερε ότι αυτό δε θα γινόταν ποτέ όσο θα έχω την μορφή του κακού λύκου, μέχρι που να βρεθεί ένα άτομο που θα με αγαπήσει έτσι όπως ακριβώς ήμουν. Σαν ένας λύκος τρομαχτικός, με φωνή ανθρώπινη, έτσι για να μην ξεχάσω ποτέ την απόρριψη που της έδειξα και τις συνέπειες αυτής. Όμως ήρθες εσύ στη ζωή μου και την κατέκλισες με αγάπη, συμπόνια, προσφορά και όλα τα καλά συναισθήματα που διαθέτεις. Κατάφερες όχι μόνο να φορτώσεις την κολοκύθα μου με αγάπη, αλλά και την καρδιά μου. Τη γέμισες Μαρουδίτσα μου, σου ανήκει πια. Κάθε ψείρα που μου έβγαζες, γινόταν και ένα ασημένιο νόμισμα. Το τραγούδι που στου σιγομουρμούριζα είχε αυτή την αποστολή. Να μετατρέπει κάθε σου χάδι σε ασήμι. Γιατί σε κάθε ψείρα έβαζες την φροντίδα σου. Είσαι ένα μοναδικό πλάσμα που σου αξίζουν όλα τα καλά του κόσμου. Αυτός είναι ο νόμος της αληθινής αγάπης. Όποιος δίνει, παίρνει.
Όσο ο λύκος εξηγούσε στη Μαρουδίτσα οι υπόλοιποι είχαν μείνει άναυδοι περιμένοντας την κατάληξη. Μέχρι που ακούστηκε πως η κολοκύθα είχε ασημένια νομίσματα.
«Είμαστε πλούσιες» ψιθύρισε η κακιά μητριά στην κόρη της.
Ο λύκος σαν να την άκουσε και γύρισε το στόμα του πάνω της. Το άνοιξε τόσο που η κραυγή του φόβου τους γέμισε το δωμάτιο.
Η Μαρουδίτσα πήγε κοντά και αγκαλιάζοντάς τον, έκλαψε πάνω στη γούνα του. Τα δάκρυά της, που είχαν τη δύναμη της αγάπης, από ευγνωμοσύνη και καλοσύνη, τον άγγιξαν και έλιωσαν το δέρμα του λύκου, αποκαλύπτοντας έναν νέο άντρα από κάτω του. Μόλις απομακρύνθηκε η Μαρουδίτσα από κοντά του, αυτό που αντίκρισε δεν ήταν πια ένας λύκος, αλλά ένας όμορφος νεαρός. Κατάλαβε ευθύς ότι ο μαγεμένος λύκος που μιλούσε με φωνή ανθρώπου και της τραγουδούσε τις νύχτες το παράξενο τραγούδι του, δεν ήταν παρά ένα πρόσωπο υπαρκτό, από τους μύθους που κυκλοφορούσαν τόσα χρόνια στο χωριό και όλοι νόμιζαν ότι ήταν απλά παραμύθια.
«Σε ευχαριστώ Μαρουδίτσα για την αγάπη σου» της είπε. «Αυτή έλυσε τα μάγια. Και αφού με αγάπησες σαν λύκο, μπορείς να με αγαπήσεις και ως άνθρωπο. Και αν το θες θα μπορούσαμε να παντρευτούμε και να μοιράζουμε την αγάπη μας ο ένας στον άλλον παντοτινά».

Και τον παντρεύτηκε η Μαρουδίτσα και έδιωξαν την κακιά μητριά και κόρη για πάντα, δίνοντάς τους από μια χούφτα ασημένια νομίσματα. Γιατί η ευτυχία έχει και αυτή το τίμημά της, και για να τη διασφαλίσουν θα τα έδιναν όλα αν ήταν απαραίτητο! Και έζησαν ευτυχισμένοι με τον πατέρα, να τους καμαρώνει και να νιώθει αγαλλίαση στην καρδιά του μετά από τόση θλίψη και όλα τα περασμένα ήσαν πλέον σαν ένα κακό όνειρο.

«Σου άρεσε;»
«Ναι πολύ, μα πιο πολύ το ότι είχε ωραίο τέλος! Όμως πάντα τα παραμύθια έχουν ωραίο τέλος».
«Δεν έχουν όλα. Θυμάσαι εκείνο το κοριτσάκι που πέθανε από το κρύο;»
«Ναι, αλλά συνάντησε τη μαμά του στον ουρανό. Όλα έχουν. Ακόμα και τα θλιμμένα!»
«Αν είναι έτσι και το πιστεύεις αυτό, τότε σου εύχομαι να είναι η ζωή σου σαν παραμύθι… Για πες μου λοιπόν ποιος είναι ο τίτλος του παραμυθιού;»
«Μα ποιος άλλος; Γκρουν-γκρουν η κολοκύθα!»


Βίκυ Τσαγκάρη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki