Μαριλένας Στ. Λεβέντη
Εκείνο το πρωί έγινε σωστός χαλασμός στο σπίτι.
Η Ιωάννα άρχισε ξανά τις ιδιοτροπίες της. Δεν ήθελε το αυγό, της έφτιαξαν το ψωμί, γκρίνιασε για το βούτυρο και το τυρί και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έδωσε μια σπρωξιά στο φλιτζάνι της και το ζεστό της γάλα που πλημμύρισε το τραπέζι, άρχισε να τρέχει και να κατρακυλά στο πάτωμα, ίδιο μικρό ποτάμι.
Η μητέρα της έγινε άσπρη σαν κιμωλία, μα δεν μπόρεσε να βγάλει αχνά. Τόσο είχε συγχυστεί.
Ο πατέρας όμως θύμωσε για τα καλά. Τα μάτια του θαρρείς έβγαζαν φωτιές.
Κοιτάζοντας την Ιωάννα αυστηρά φώναξε:
- Να σηκωθείς αμέσως από το τραπέζι και να πας στο δωμάτιο σου.
- Μα… πήγε να διαμαρτυρηθεί εκείνη, όμως ο πατέρας ήταν ανένδοτος.
Η Ιωάννα έβαλε τα κλάματα. Σαν «βρεγμένη γάτα» σηκώθηκε και με σκυμμένο το κεφάλι έτρεξε στο δωμάτιο της.
Μουτρωμένη και δακρυσμένη κάθισε το χαλί και βάλθηκε ανόρεχτα να κύλα πάνω-κάτω μια κούκλα μέσα στο όμορφο αυτοκινητάκι της. Το κυλούσε, το κυλούσε και δεν έλεγε να σταματήσει… Κι όσο το κυλούσε, άλλο τόσο κυλούσαν μαζί και τα δάκρυα της….
Ακούς εκεί! Να την βάλει τιμωρία ο πατέρας για ένα ποτήρι γάλα! Αυτό είναι άδικο, πολύ άδικο, φώναξε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της. Και τι έγινε δηλαδή; Τι ήταν ένα ποτήρι γάλα και να αξίζει να τιμωρηθεί; Τίποτα δεν ήταν. Τίποτα!
Εκεί που τα σκεφτόταν όλα αυτά κι η ψυχή της πλημμύριζε παράπονο, άρχισε να φύσα δυνατά από το παράθυρο. Η κουρτίνα ανασάλεψε και από το ανοιχτό παράθυρο ο αγέρας έφερε μπροστά στην Ιωάννα μίαν εικόνα, που έδειχνε ένα πεινασμένο παιδάκι από την Αφρική.
Η Ιωάννα σταμάτησε να κλαίει και πήρε παραξενεμένη στα χεριά της την εικόνα.
Την κοίταξε προσεκτικά και τα ‘χασε. Είδε πως το παιδάκι είχε σκελετωμένο κορμί και πως τα τεράστια του ματιά ήταν γεμάτα παράπονο και σάστισε. Σάστισε μα δεν κατέλαβε τι ακριβώς συνέβαινε. Υστέρα δεν ξέρω πώς έγινε, το παιδάκι ξέφυγε από την εικόνα και βρέθηκε στο δωμάτιο ζωντανό, μπροστά της. Εκείνη άνοιξε το στόμα από την έκπληξη και δεν έλεγε να το κλείσει. Όταν κατάφερε επιτέλους να μιλήσει, ρώτησε το παιδί:
- Πώς σε λένε κοριτσάκι;
- Μπακούνα, είπε το παιδάκι. Εσένα;
- Ιωάννα, απάντησε η φίλη μας. Θέλεις να γίνουμε φίλες;
- Μ' όλη μου την καρδία έκανε χαρούμενα η Μπακούνα. Εσύ θέλεις;
- Και βέβαια θέλω! Αν δεν ήθελα δεν θα στο πρότεινα καν. Και για να σου το αποδείξω, έλα αμέσως να παίξουμε. Διάλεξε μάλιστα όποιο από τα παιχνίδια μου σου αρέσει και εγώ θα σου το χαρίσω.
- Σίγουρα; Γούρλωσε τα μάτια το παιδάκι.
- Και βέβαια σίγουρα. Δεν έχεις πάρα να πεις, ποιο απ’ όλα προτιμάς.
Το παιδάκι σώπασε και έμεινε να κοιτά με τα τεραστία του μάτια ολόγυρα. Κι έμεινε έτσι σιωπηλό για κάμποση ώρα και δεν έλεγε να μιλήσει.
- Λοιπόν; Ρώτησε ανυπόμονα η Ιωάννα.
- Πως να σου πω… τι να σου πω… κόμπιασε η Μπακούνα.
- Έλα, μη διστάζεις, την καλόπιασε η Ιωάννα.
- Δεν θέλω τίποτα απ’ όλα αυτά, είπε το παιδάκι. Εκείνο που θέλω, δεν είναι παιχνίδι…
- Τι λες; απόρησε η Ιωάννα. Άμα δεν είναι παιχνίδι αυτό που θες, τότε τι είναι;
- Ένα ποτήρι γάλα…
- Γάλα; Θα αστειεύεσαι βέβαια! Φώναξε όλο έκπληξη η Ιωάννα. Τι θα το κάνεις το γάλα;
- Είμαι… Ξέρεις... είμαι από μέρες νηστική, ψέλλισε εκείνη.
Πάγωσε η Ιωάννα. Κοίταζε βαθιά στα μάτια της Μπακούνας και υστέρα σκύβοντας το κεφάλι ψιθύρισε.
- Ποσό ντρέπομαι… ποσό ντρέπομαι…
- Έκανα κάτι που σε πείραξε; Ρώτησε το παιδάκι όλο αγωνία…
- Εσύ; Όχι! Για τον εαυτό μου ντρέπομαι. Γιατί σήμερα το πρωί δεν ήθελα να φάω τίποτα. Έκανα του κόσμου τις ιδιοτροπίες και έχυσα επίτηδες στο τραπέζι το φλιτζάνι με το γάλα μου.
- Πώς μπόρεσες; ρώτησε γεμάτη δέος η Μπακούνα.
- Δεν ήξερα! Δεν ήξερα πως υπάρχουν παιδιά που πεινούν. Βλέπεις εγώ τα έχω όλα! Πάω να σου φέρω το γάλα σου.
Η Ιωάννα έτρεξε βιαστικά στην κουζίνα, ενώ από τα μάτια της αρχινάν και πάλι να κατρακυλούν χοντρά δάκρυα. Όχι όμως από πείσμα και θύμο όπως πριν. Τα δάκρυα της ήταν για την μικρή Μπακούνα και όλα τα πεινασμένα παιδιά του κόσμου…
Σαν μπήκε στην κουζίνα, έβαλε στα γρήγορα σ΄ ένα πιάτο ό,τι βρήκε για το νηστικό παιδί και γύρισε στο δωμάτιο… Η Μπακούνα όμως δεν ήταν εκεί. Είχε εξαφανιστεί. Λες κι άνοιξε η γης και την κατάπιε…
Η Ιωάννα κάθισε αποκαμωμένη στο χαλί, στην μέση των παιχνιδιών της. Ήταν ξύπνια ή τα ονειρεύτηκε όλα αυτά; Ξανακοίταξε τριγύρω με προσμονή, μπας και δει το μικρό κορίτσι που ήρθε απ’ το πουθενά, αλλά τίποτα. Τα μάτια της έτσουζαν και την πονούσαν… Τα έκλεισε δυνατά και τα ξανάνοιξε.
Τότε είδε πως στα χέρια της κρατούσε ακόμα την εικόνα, που ο άνεμος έφερε τόσο αναπάντεχα στο σπιτικό της. Κοίταξε και πάλι το πρόσωπο του παιδιού που απεικονιζόταν…
Ήταν η ίδια με την Μπακούνα που την είχε επισκεφτεί και την έκανε να καταλάβει και να εκτιμήσει τόσα πράγματα, που ως πριν λίγο της φαινόντουσαν ασήμαντα.
Το παιδάκι χαμογελούσε και το χαμόγελο τρύπωνε ίσα στην καρδία της και τη ζέσταινε… Τα βαθουλωμένα απ' την πείνα μάτια της ήταν γεμάτα φως… Το φως της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο που θα ξημέρωνε, αν αυτή κι όλα τα παιδιά του κόσμου έστελναν σε εκείνα που πεινούσαν κάτι απ’ τα πολλά που είχαν και δεν τους έδιναν σημασία… Δεν τους έδιναν, γιατί πίστευαν πως όλοι οι άνθρωποι, έχουν την αφθονία στο σπιτικό τους…
Η Ιωάννα έσκυψε αναπάντεχα και φίλησε την φωτογραφία. Σαν να φιλούσε μια γνώριμη αγαπημένη φίλη. Μα ήταν γνώριμή! Ήταν η Μπακούνα! Η Μπακούνα που της είχε μάθει τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο…
Τα ματιά της Ιωάννας γέμισαν άλλη μία φόρα δάκρυα και μέσα της ορκίστηκε μυστικά πως πότε δεν θα ξανάκανε ιδιοτροπίες…Τώρα ήξερε ποσό τυχερή ήταν!
Είχε στο σπίτι της την ευλογία του Θεού!
Μαριλένα Στ. Λεβέντη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki