Σελίνας Χρυσουλάκη
1
Αυτή η ιστορία έχει ειπωθεί με πολλά ονόματα στο πέρασμα των παγωμένων καιρών. Αυτό που παρέμεινε ανεπηρέαστο παρ’ όλα αυτά, είναι η βαθιά επίγνωση πως ο πόνος και η απώλεια ακολουθείται από ανταπόδοση.
Κάπου μακριά και σε καιρούς ξεχασμένους, στο χιονισμένο Τρόντχαϊμ της Νορβηγίας, υπήρχε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Έλμινστερ. Ήταν πάντοτε βυθισμένο στην καρδιά του χειμώνα, τα χιόνια γύρω από τις βουνοπλαγιές δεν έλιωναν ποτέ και οι νιφάδες χιονιού σκέπαζαν ακόμη και το πιο μικρό ψήγμα πράσινης βλάστησης που τολμούσε να φυτρώσει. Ο ερχομός του καλοκαιριού ήταν η περίοδος συγκομιδής και αποθήκευσης τροφίμων ώστε οι κάτοικοι να άντεχαν ένα μακρύ, ανελέητο χειμώνα. Η σοδειά τους προερχόταν από το δάσος. Οι κυνηγοί σκότωναν μικρά ζώα και πουλιά βάζοντας παγίδες και οι ξυλοκόποι μάζευαν ξύλα για προσάναμμα.
Ανάμεσα στους υπόλοιπους κυνηγούς, ένας ήταν που ξεχώριζε για την ευγενική ψυχή του και την γενναιότητά του: ο Βάλντριεν. Πάντα ήταν εκείνος που έφερνε πίσω την μεγαλύτερη λεία και τις περισσότερες προμήθειες. Μέχρι που μια μέρα σκοτεινή η γυναίκα του πέθανε αφήνοντάς τον μόνο να μεγαλώσει την μικρή του κόρη. Για πολλές μέρες και νύχτες πενθούσε για αυτό τον χαμό, αφήνοντας την μελαγχολία που ένιωθε να εξουσιάσει τα πάντα. Μια αγκαλιά από την κόρη του, Λύριεν, ήταν αρκετή για να τον συνεφέρει. Σαν κοίταξε τα αθώα, πράσινα μάτια της, η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Πήγε στην κάμαρά του και επέστρεψε με ένα κόκκινο, πλεκτό σκουφάκι.
«Ήταν της μητέρας σου» είπε στην κόρη του.
Η Λύριεν το πήρε σφίγγοντας το πάνω στο στήθος της. «Δεν θα το βγάλω ποτέ».
Και έτσι έγινε. Μόνο που ήταν κάπως μεγάλο· έκρυβε ένα μεγάλο μέρος του μετώπου της και τα αυτιά της, κι έτσι τα άλλα παιδιά του χωριού την κορόιδευαν και την φώναζαν Κακοσκουφίτσα. Διόλου δεν την πείραζε αυτό όμως, και περπατώντας μονάχη στο δάσος σκεφτόταν την μητέρα της που το φορούσε κι έκλαιγε γοερά.
Πέρασαν καιροί. Η Λύριεν μεγάλωσε κι έγινε η πιο όμορφη στο Έλμινστερ. Κανείς δεν γελούσε πια με το σκουφάκι της γιατί είχε τα πιο μεταξένια και λαμπερά μαλλιά από όλα τα κορίτσια, το πιο λευκό δέρμα και τα πιο κόκκινα χείλη. Ήταν όμως μοναχική και σχεδόν ποτέ δεν απολάμβανε την παρέα άλλων αγοριών. Αρεσκόταν στο να τους δίνει ψεύτικες υποσχέσεις και να τους κάνει να παραμιλούν με ένα της κοίταγμα. Ήταν ατίθαση, πεισματάρα και γεμάτη αλαζονεία. Το μοναδικό πράγμα για το οποίο αδημονούσε ήταν το κυνήγι. Ο πατέρας της την είχε μυήσει λίγο μετά το θάνατο της μητέρας της, περνώντας μαζί ατελείωτες ώρες στο δάσος αναζητώντας θηράματα.
Εκείνο το πρωινό, ένα βαρύ πέπλο πάχνης αιωρούταν στον ορίζοντα. Η Λύριεν παρακολούθησε τον πατέρα της να φορτώνει τις χτυπημένες μπεκάτσες στην ράχη του. Μέσα στον σάκο που κουβαλούσε βρισκόταν ήδη ένας αγριόκυκνος. Ξάφνου, ένας απότομος ήχος τους τίναξε. Ένα θρόισμα που μετατράπηκε σε σύρσιμο. Η Λύριεν ανήμπορη να φανταστεί τι μπορούσε να ήταν πίσω από τις φυλλωσιές σήκωσε το τόξο της και κράτησε την χορδή τεντωμένη.
«Ίσως είναι ελάφι. Πάντα ήθελα να σκοτώσω ένα ελάφι» μουρμούρισε περιμένοντας. Ένα μωρό λυκάκι ξεπρόβαλλε. Ήταν τόσο χαριτωμένο όσο ένα κουταβάκι, μόνο που η Λύριεν δεν είχε δει ποτέ της κουτάβι κι έτσι δεν αισθάνθηκε την παραμικρή συγκίνηση. Απέμεινε να το χαζεύει κάμποσα δευτερόλεπτα και τότε αντέδρασε με όλη την μοχθηρία που πότιζε την ψυχή της. Δύο βέλη καρφώθηκαν στο μικρό λύκο και με ένα κλαψιάρικο αλύχτισμα σχεδόν ξεψύχησε αμέσως. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, μα τότε πρόσεξε άλλο ένα πλάσμα να εμφανίζεται μπροστά της. Ένας μεγαλύτερος λύκος, με σταχτί τρίχωμα και μυτερούς κυνόδοντες. Η μουσούδα του χαμήλωσε αγγίζοντας το ματωμένο, άψυχο τομάρι. Τα δόντια του ξεγύμνωσαν περισσότερο και η Λύριεν δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι από τα δύο προέτρεψαν τον λύκο να χιμήσει. Το πρωτόγονο ένστικτό του να κατασπαράξει ζωντανή σάρκα ή ο σπαραγμός για το νεκρό παιδί του;
Ο Βάλντριεν μπήκε μπροστά σημαδεύοντας τον λύκο και το βέλος του τον πέτυχε στο πόδι. Ο λύκος κουτσαίνοντας αποφάσισε να παραιτηθεί και σύρθηκε λαβωμένος πίσω στο λημέρι του. Η Λύριεν περιμάζεψε το τομάρι, εκνευρισμένη που ο μεγαλύτερος λύκος τους είχε ξεφύγει και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Σε ένα ψηλό λόφο, ο λύκος στάθηκε παρατηρώντας τους εχθρούς του να απομακρύνονται. Το πληγωμένο του πόδι έσκαβε το χιόνι επίμονα παραδομένος σε μια οργή και σε ένα πόνο που ούρλιαζε μέσα του ενώ ολόγυρά του έσειε την γη που πατούσε. Καθώς το χιόνι έπεφτε πυκνό αντήχησε ένα ουρλιαχτό σπαραξικάρδιο, ένας ηχηρός θρήνος απόγνωσης για κάτι που χάθηκε για πάντα.
2
Χειμώνας βαρύς ήρθε και σκέπασε το Έλμινστερ. Ευτυχώς οι χωρικοί είχαν αποθηκεύσει προμήθειες για όλο το χωριό. Μην μπορώντας να βγει για κυνήγι εξαιτίας συχνών χιονοθυελλών, η Λύριεν καθόταν κοντά στην φωτιά διαβάζοντας ιστορίες. Ακριβώς στο κέντρο της τραπεζαρίας είχε κρεμάσει το βαλσαμωμένο κεφάλι του νεαρού λύκου. Μερικές φορές είχε την εντύπωση πως την κοιτούσε περίεργα, μα ήταν απλά ένα κεφάλι, καρφωμένο στον τοίχο, άψυχο.
Ήταν αργά το βράδυ. Το κρύο σύριζε, την είχε παγώσει ως το μεδούλι και ξάφνου ξύπνησε από το όνειρό της. Τράβηξε τα σεντόνια για να σκεπαστεί καλύτερα και τότε το άκουσε. Ένα απειλητικό γρύλισμα. Πετάχτηκε στην στιγμή και από το θολό παράθυρο μπόρεσε να διακρίνει κάποιες φιγούρες να διαπληκτίζονται και να σημαδεύουν την περίμετρο με τα τόξα τους. Φόρεσε την μαύρη κάπα της που την είχε επενδύσει με την προβιά του λύκου για να την προστατεύει από το κρύο, έβαλε το σκουφάκι της και άρπαξε την βαλλίστρα της.
Χιόνι είχε απλωθεί στα κατώφλια των σπιτιών και δεν είχαν προλάβει να το φτυαρίσουν μακριά, με αποτέλεσμα η Λύριεν να βουλιάζει τις μπότες της ως τον αστράγαλο με κάθε της βήμα. Στην μικρή πλατεία ένα πλήθος αντρών είχε μαζευτεί κρατώντας δάδες φωτιάς. Ανάμεσά τους γνώρισε και τον πατέρα της. Είδε την ανησυχία ζωγραφισμένη στο γερασμένο πρόσωπό του.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε.
Της έγνεψε να τον ακολουθήσει ως την αποθήκη που φυλούσαν την συγκομιδή.
Όταν οι ξύλινες πόρτες άνοιξαν με ένα τρίξιμο, το θέαμα της προκάλεσε θυμό. Ήταν μια μορφή βανδαλισμού, μόνο που δεν είχε συμβεί από ανθρώπινο χέρι. Το παστό κρέας ήταν ξεσκισμένο, κομμένο σε λωρίδες που πλέον θύμιζε αποφάγια. Η Λύριεν φανταζόταν ποιος ήταν ο εισβολέας-κάποιος πεινασμένος λύκος· ίσως και ολάκερο κοπάδι.
«Είναι ακόμη εδώ» την προειδοποίησε ο πατέρας της. «Φυλάξου. Δεν ξέρουμε πόσο επικίνδυνο είναι αυτό το ζώο».
Ένας γρύλισμα αντήχησε, όχι πολύ μακριά. Πνιγηρά ουρλιαχτά ανατρίχιασαν την Λύριεν. Έτρεξε πίσω από τους χωρικούς που είχαν ξεχυθεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Γονάτισε στο χιόνι, τα δάκτυλά της διέτρεξαν τα χνάρια που είχαν λαξεύσει το μαλακό στρώμα. Ένας μοναχικός λύκος. Ώστε το ζώο είχε αποφασίσει να δοκιμάσει την τύχη του μονάχο. Τολμηρό, σκέφτηκε την στιγμή που μια πανικόβλητη γυναίκα καλούσε σε βοήθεια. Ένας λύκος περιφερόταν μέσα στο σπίτι της. Η Λύριεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αποδείξει την ανδρεία της. Γνώριζε πως η γυναίκα είχε μικρά παιδιά και έπρεπε να υποθέσει πως ήταν ακόμη μέσα στην καλύβα. Το ξύλινο πάτωμα έτριξε ελαφρά προδίδοντας την είσοδό της. Το γκρίζο πλάσμα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να κρυφτεί, καιροφυλακτούσε σε μια γωνιά, απ’ όπου η Λύριεν θα μπορούσε να το πετύχει χωρίς να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια. Ήταν και κάτι άλλο. Δεν είχε πειράξει τα παιδιά.
Κατέβασε την βαλλίστρα της συνεπαρμένη. Ο λύκος γύρισε αργά σαν να είχε προβάρει την κάθε του κίνηση, σαν να περίμενε εκείνη. Γαλάζια μάτια έλαμψαν πάνω της γεμάτα μίσος. Δεν μπορούσε. Ο λύκος έκανε ένα μικρό βήμα και η Λύριεν πρόσεξε πως το πίσω του πόδι έτρεμε όταν το πατούσε. Δεν μπορούσε, συλλογίστηκε ξανά.
Την πλημμύρισε πανικός και αμέσως έριξε μερικά βέλη που δεν βρήκαν στόχο.
Αυτή της η κίνηση κινητοποίησε τον λύκο, ο οποίος επιτέθηκε με ένα σάλτο. Η Λύριεν οπισθοχώρησε ηττημένη, έτρεξε έξω από το σπίτι και γλίστρησε στο χιονισμένο έδαφος. Σύρθηκε με την κοιλιά της κάνοντας να πιάσει την βαλλίστρα κάπως αργόσυρτα σαν να μην υπάκουαν τα μέλη της. Ένιωσε το κροτάλισμα του λύκου τόσο κοντά που η ανάσα της κόπηκε. Ένας μεταλλικός ήχος διαπέρασε την σιγή. Κηλίδες αίματος έβαψαν το χιόνι. Η Λύριεν άφησε την ανάσα της να δραπετεύσει, καυτή, σαν ένα συννεφάκι ατμού.
Ο πατέρας της. Σε εκείνον χρωστούσε την ζωή της. Όμως ο λύκος δεν είχε λαβωθεί θανάσιμα, μονάχα η ουρά του που άφηνε ένα άλικο μονοπάτι. Στο ασημένιο φως του φεγγαριού όρμησε στον καινούριο του εχθρό. Η κραυγή της Λύριεν ήταν διαπεραστική. Ο πατέρας της ήταν ανάσκελα πια, με τον λύκο σκαρφαλωμένο πάνω του. Οι κυνόδοντές του βυθίστηκαν στην μαλακή σάρκα του λαιμού του αποκόπτοντας τένοντες και αρτηρίες. Κάποιοι χωρικοί κατέφτασαν και οπλίζοντας τα τόξα τους εκτόξευσαν μια βροχή από βέλη. Τότε ο λύκος τινάχτηκε αφήνοντας το θήραμά του και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα γαλάζια του μάτια καρφώθηκαν στην Λύριεν πριν χαθεί στο σκοτάδι της νύχτας. Η Λύριεν συγκλονισμένη, θα ορκιζόταν πως μπορούσε να δει κάποια ανακούφιση, ίσως και δικαίωση στο βλέμμα του πλάσματος.
Σύρθηκε ως το ματωμένο σαρκίο που πρότινος ήταν ο πατέρας της. Είδε τα μάτια του να ατενίζουν το ολόγιομο φεγγάρι, ακίνητα και θολά και το κλαψούρισμά της σκέπασε ολάκερο το χωριό με μια άσβεστη οδύνη. Εκείνο το βράδυ πήρε ένα όρκο.
Ο λύκος έπρεπε να θανατωθεί. Αυτός και οι όμοιοί του.
3
Το μίσος για τον άδικο χαμό του πατέρα της, δεν της επέτρεψε να τον θρηνήσει όπως ήθελε. Νωρίς ένα πρωί μάζεψε ολόκληρο το χωριό στην μικρή πλατεία, με τις κόγχες της να γυαλίζουν απειλητικά.
«Έχουμε ένα καινούριο εχθρό. Πριν μέρες κατέστρεψε τις προμήθειές μας και σκότωσε τον πατέρα μου. Θα μπορούσε να είχε επιτεθεί στα παιδιά σας».
Ο κόσμος την παρακολουθούσε επευφημώντας την κι έτσι συνέχισε.
«Ίσως αύριο καταφτάσει ολόκληρη αγέλη. Δεν μπορούμε να μείνουμε άπραγοι. Πρέπει να προστατέψουμε το χωριό και τα παιδιά μας!»
Ένας νεαρός που έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για την Λύριεν και το όνομά του ήταν Έλντρεν, ύψωσε την γροθιά του στον αέρα. «Πρέπει να τους κυνηγήσουμε, μέχρι και τον τελευταίο. Αύριο κιόλας θα πάμε στο δάσος!»
Οι υπόλοιποι συμφώνησαν και η Λύριεν αναθάρρησε λίγο. Βέβαια το δικό της σχέδιο ήταν κάπως διαφορετικό. Όσο οι σύντροφοί της θα ήταν απασχολημένοι ψάχνοντας την φωλιά των λύκων, εκείνη θα εντόπιζε το αιμοβόρο αρπακτικό που είχε σκοτώσει τον πατέρα της. Και τότε η εκδίκηση θα ήταν το μόνο πράγμα που θα της έδινε ικανοποίηση.
***
Η ομίχλη ήταν πνιγηρή ακόμη και την ώρα που έδυε ο ήλιος. Περιπλανιόνταν στο δάσος από το χάραμα αλλά το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να ξεπαγιάσουν και να χάσουν το δρόμο τους. Μονάχα να ήταν εδώ ο πατέρας της.. Η Λύριεν τίναξε το χιόνι που είχε μαζευτεί στην μπέρτα της. Η όρασή της ξεμάκρυνε για μια στιγμή. Οι άσβεστες φωτιές του βασιλείου της Βεγκάνθα λαμπύριζαν πίσω από τους λόφους.
Κοίταξε τις παρυφές των ολόλευκων βουνών και την λευκή πάχνη που στροβιλιζόταν στον αέρα. Σύντομα θα τους χτυπούσε χιονοθύελλα και δεν ήταν διόλου προετοιμασμένοι.
«Λύριεν!»
Η φωνή του νεαρού Έλντρεν την έβγαλε από τις σκέψεις της. Δρασκέλισε στον απόκρημνο λοφίσκο που στεκόταν το αγόρι.
«Ματωμένα χνάρια» της έδειξε πάνω στο χιόνι, σχεδόν περήφανος για την ανακάλυψή του. «Ο λύκος που τραυματίσαμε κίνησε κατά δω».
Η Λύριεν έσπρωξε τον Έλντρεν για να περάσει μπροστά, παρόλο που δεν υπήρχε κανείς άλλος ανάμεσά τους. Κατηφόρισε την λοφοπλαγιά γεμάτη προσμονή λες και παλλόταν η καρδιά ενός βρέφους στα στήθη της. Οι λύκοι ήταν εκεί. Λουσμένοι στο απόκοσμο πρασινογάλαζο φόντο του βόρειου Σέλας. Οι χωρικοί κραδαίνοντας τσεκούρια, στιλέτα και ότι άλλο τους είχε φανεί φονικό, επιτέθηκαν στην αγέλη. Η Λύριεν παρακολούθησε την έκβαση της μάχης αναζητώντας τον δικό της στόχο. Το γκρίζο πλάσμα δεν άργησε να φανεί. Ξεγύμνωσε τα κίτρινα δόντια του, μέσα από τα οποία ξεπήδησε αφρισμένο σάλιο. Παράμερά της, ο Έλντρεν κραύγασε ζητώντας την βοήθειά της. Ο λύκος που πολεμούσε ήταν δυνατότερος και μεγαλόσωμος. Αίμα έρεε από το γδαρμένο μπράτσο του και όλα έδειχναν πως οι αντοχές του είχαν εξασθενήσει. Το τελευταίο πράγμα που είδε η Λύριεν πριν στρέψει όλη της την προσοχή στο πλάσμα αντίκρυ της, ήταν το χέρι του Έλντρεν να κομματιάζεται στα δόντια του λύκου.
Οι δύο αντίπαλοι -Λύριεν και λύκος- έσμιξαν σε μια πάλη σώμα με σώμα. Τα νύχια του ζώου την γρατζούνισαν στην ράχη ενώ το στιλέτο της Λύριεν διέγραψε μια χαρακιά στην κοιλιά του. Βόγκηξαν και οι δύο και κυλίστηκαν σε ένα θανάσιμο εναγκαλισμό, όμως το υπέδαφος του χιονιού που ήταν αφράτο υποχώρησε και βρέθηκαν να κατρακυλάνε στην πλαγιά παρασύροντας ένα σύννεφο από χιόνι. Η Λύριεν εξακολούθησε να κάνει τούμπες ώσπου το κεφάλι της χτύπησε σε κάτι αιχμηρό και τα πάντα μαύρισαν.
4
Όταν ανάκτησε τις αισθήσεις της πονούσε σε ολόκληρο το σώμα της. Άγγιξε ξεραμένο αίμα στο μέτωπό της εκεί όπου την είχε γδάρει ο βράχος. Παγερή νύχτα είχε τυλίξει το οπτικό της πεδίο και αναρωτήθηκε πόσες ώρες είχαν περάσει που το κορμί της ήταν βυθισμένο σε ένα στρώμα χιονιού και τι είχαν απογίνει οι σύντροφοί της. Ο λύκος πάντως δεν είχε πεθάνει από την πτώση γιατί ήταν ολομόναχη.
Σηκώθηκε με δυσκολία ανακαλύπτοντας πως είχε στραμπουλίξει το δεξί της πόδι. Η βαλλίστρα της είχε χαθεί· είχε όμως το στιλέτο της. Προχώρησε μέσα στα λευκά δέντρα φτάνοντας σε μια κρυστάλλινη λίμνη. Ο τσουχτερός βοριάς μαστίγωσε τα βλέφαρά της φέρνοντάς της δάκρυα στα μάτια. Πόσο θα ήθελε έστω και λίγες στάλες νερού.
Βάλθηκε να διασχίζει ξανά το δάσος. Πέρασαν ώρες προτού καταρρεύσει πεινασμένη και αποκαμωμένη. Ήταν αργά για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής.
Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πώς να επέστρεφε στο Έλμινστερ. Είχε χαθεί.
Άπλωσε την κάπα της κατάχαμα· ξαπλώνοντας τυλίχτηκε και αποκοιμήθηκε.
***
Την ξύπνησε ένα σμήνος από κοράκια που έκρωζε πάνω από το κεφάλι της. Είχε ξημερώσει πια κι εκείνη είχε χορτάσει ύπνο. Παραήταν αδύναμη για να περπατήσει, αλλά έπρεπε να αναζητήσει τροφή-το στομάχι της γουργούριζε. Κορμοί δέντρων είχαν πέσει γύρω της λες και είχαν ξεριζωθεί. Λίγα βήματα ακόμη και το τριχωτό πλάσμα της έκλεισε το δρόμο. Η γούνα του ήταν πασαλειμμένη με ξερούς αιμάτινους σβόλους. Αυτό έκανε την Λύριεν να σχηματίσει ένα χαμόγελο. Ήταν σε χειρότερη μοίρα από την δική της. Ο λύκος αλύχτησε καθώς τα γαλανά μάτια του την αναμετρούσαν. Η Λύριεν ξαφνικά χάιδεψε την μπέρτα της παρατηρώντας το ζώο να φλέγεται από οργή. Μύριζε το μωρό του. Η Λύριεν είχε επενδύσει την μπέρτα της με το τρίχωμα του μικρού λύκου που είχε σκοτώσει.
Παρατήρησε τα κοντά πόδια του να αιωρούνται καθώς χιμούσε κι έπειτα να αιωρούνται κι άλλο καθώς το σώμα του εγκλωβίστηκε μέσα σε ένα σχοινόδετο δίχτυ.
Είχε πιαστεί σε παγίδα. Απέμεινε μουδιασμένη βλέποντας το ζώο να σπαρταράει κάνοντας ανώφελες προσπάθειες να κόψει το σχοινί με τα δόντια του. Αυτή ήταν η ευκαιρία της. Δίχως να αναρωτηθεί ποιος είχε βάλει την παγίδα και γιατί, ύψωσε το στιλέτο της. Στο επόμενο βήμα της έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Ένα ίδιο δίχτυ σαν εκείνο που είχε αιχμαλωτίσει τον λύκο, τώρα την κρατούσε φυλακισμένη.
Πανικόβλητη, άρχισε να χτυπιέται μέσα στην φυλακή της κι έτσι δεν πρόσεξε τις πελώριες σκιές που ζύγωναν, ούτε άκουσε τα βαριά βήματά τους.
Ήταν γύρω στα έξι μέτρα, γεμάτοι μυς και μικρά κεφάλια δυσανάλογα του πελώριου αναστήματός τους. Γίγαντες. Είχε ακούσει ιστορίες για την μακρινή Πόλη των Γιγάντων, μα δεν είχε δει ποτέ της. Ήταν παγιδευμένη, χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής, βρώμικη, πληγωμένη και πεινασμένη. Αν υπήρχε κάτι χειρότερο ήταν ο γίγαντας που ερχόταν αργόσυρτα κοντά της. Με μια κίνηση έκοψε το σκοινί γραπώνοντας την Λύριεν προτού προλάβει να αποδράσει.
Λίγα λεπτά αργότερα η κοπέλα βρισκόταν σε ένα πλοίο Oseberg, δεμένη χειροπόδαρα και ο λύκος αιχμαλωτισμένος σε ένα μικρό κλουβί. Το πλοίο έπλεε σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα που κάμποσες ώρες μετά γαλήνεψε. Όταν άνοιξε τα μάτια της η Λύριεν είδε πράσινες πεδιάδες απαράμιλλης ομορφιάς, καταγάλανα νερά σαν κρύσταλλο που μέσα τους καθρεφτιζόταν το εκτυφλωτικό φως ενός κόκκινου ήλιου και βουνοκορφές ντυμένες με χορτάρια και βρύα. Μια ζεστή αύρα φώλιασε στο κορμί της. Ώστε τούτη δω ήταν η πόλη των Γιγάντων; Αυτό το μέρος ήταν παραμυθένιο. Οι πανύψηλοι λόφοι που τους κύκλωναν άρχισαν να στενεύουν και να μοιάζουν με πύλες και η θάλασσα μετατράπηκε σε ένα ποταμάκι. Μόλις το Oseberg πέρασε από τις πύλες αποκαλύφτηκε ολόκληρη η πόλη. Ήταν χτισμένη με μεγαλοπρέπεια πάνω στις παρυφές των βράχων, ενώ λιβάδια και κοιλάδες ενώνονταν με φιδωτά μονοπάτια. Ορμητικοί καταρράκτες έριχναν τα νερά τους στο ποτάμι. Γεράκια και κίσσες έκαναν κύκλους πάνω από το πλοίο σαν να τους καλωσόριζαν.
Η Λύριεν είχε διαβάσει τρομακτικές ιστορίες για τους γίγαντες, μα κοιτώντας επίμονα έναν από αυτούς δεν αισθάνθηκε τον παραμικρό τρόμο. Ήταν ογκώδεις μα εντελώς άκακοι. Δύο γιγάντιοι βράχοι εκτείνονταν μπροστά τους. Το Oseberg πλεύρισε την ακτή και οι γίγαντες κατέβηκαν στην στεριά μεταφέροντας τους αιχμαλώτους τους. Το έδαφος σείστηκε και με έκπληξη η Λύριεν παρατήρησε πως οι βράχοι απέναντί της πήραν μορφή. Ήταν γίγαντες! Φτάνοντας στις καλύβες, όμορφα ξωτικά και άλλα πλάσματα μαζεύτηκαν να δουν τους νεοφερμένους. Το πιο όμορφο από όλα τα ξωτικά ζήτησε να μάθει την ιστορία της Λύριεν. Εκείνη ξεκίνησε να του εξιστορεί τα όσα είχαν συμβεί μα στο τέλος αναστατωμένη από την ταλαιπωρία της, απαίτησε να την γυρίσουν στην πατρίδα της.
«Θα μείνεις εδώ..» είπε το Ξωτικό-πρίγκιπας. «ώσπου να συμφιλιωθείς με τον εχθρό σου».
Η ομορφιά του ξωτικού δεν μπορούσε να αποδιώξει το μίσος που πότιζε την καρδιά της. «Ποτέ» του ορκίστηκε με τρεμάμενα λόγια. «Προτιμώ να πεθάνω».
Ο ξανθομάλλης πρίγκιπας χαμογέλασε χωρίς να έχει πτοηθεί. «Τότε απόλαυσε την καινούρια σου ζωή. Με τον καιρό θα δεις πως δεν είναι κι άσχημα εδώ».
5
Πέρασαν μέρες και μήνες και καθόλου δεν θυμόταν τον παλιό της εαυτό. Ζούσε μονάχη σε μια καλύβα, απόμερα από τα άλλα ξωτικά. Είχε αποχωριστεί για πρώτη φορά το σκουφάκι της μαμάς της και την μπέρτα της, διότι ο ήλιος έκαιγε αφόρητα το δέρμα της. Ο λύκος είχε ελευθερωθεί γρήγορα, έκοβε βόλτες στις πεδιάδες και φερόταν πολύ φιλικά σε όλα τα πλάσματα. Είχε εξημερωθεί. Μια μέρα, η Λύριεν κατέβηκε μέχρι το ποτάμι κι εκεί μάζεψε μια πολύ κοφτερή πέτρα, την οποία έδεσε αργότερα σε μια ξύλινη λαβή. Ξέφυγε πολύ γρήγορα από το άγρυπνο βλέμμα των γιγάντων και βρήκε τον λύκο κάτω από μια φλαμουριά. Δύο ορκισμένοι εχθροί που είχαν ανταμώσει ξανά και το μίσος τους ξέσπασε σαν φλόγα. Την στιγμή που είχαν έρθει σε απόσταση αναπνοής, ένας υδάτινος τοίχος υψώθηκε εμποδίζοντας την αναμέτρησή τους. Η Λύριεν έβαλε τις παλάμες της στο υγρό, αδιαπέραστο φράγμα και κόντεψε να εκραγεί από την οργή της. Ο όμορφος πρίγκιπας την παρακολουθούσε, ευθυνόμενος για την γητειά.
Δύο ολάκερα χρόνια πέρασαν. Το μαρτύριό της μεγάλωνε γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να γυρίσει σπίτι της. Της έλειπε ο παγωμένος βοράς, όσο παγωμένος κι αν ήταν. Ώσπου μια καλοκαιρινή νύχτα σάλπιγγες ήχησαν. Η Λύριεν πετάχτηκε από το κρεβάτι της γεμάτη φόβο. Κάτω στο ποτάμι έλαμπαν φωτιές και δεκάδες πολεμικά πλοία είχαν προσαράξει στον ορμίσκο.
Βοήθεια! Βοήθεια!
Τσιριχτές φωνές που πνίγηκαν από ορυμαγδούς και ποδοβολητά. Η Λύριεν έτρεξε στο ξέφωτο από όπου μπορούσε να δει τον κυκλώνα από φλόγες που περικύκλωναν την πόλη. Τα ξωτικά είχαν μιλήσει για επιδρομές των Ορκ, όμως οι γίγαντες που φυλούσαν την πόλη είχαν φανεί αντάξιοι αντίπαλοι αρκετές φορές στο παρελθόν.
Τούτη την φορά κάτι είχε πάει στραβά. Τα ξωτικά και οι γίγαντες ξεχύθηκαν με την ελπίδα πως θα κρατούσαν τους Ορκ στις όχθες. Μόνο που οι Ορκ είχαν καταφτάσει μαζί με τεράστια, παραμορφωμένα όντα που θύμιζαν βουβάλια, τα οποία ποδοπατούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Με την αριθμητική τους υπεροχή και τον ρυθμό που επιτίθονταν, τα ξωτικά δεν θα ήταν ικανά να τους αντιμετωπίσουν. Η Λύριεν εντόπισε τον πρίγκιπα που πολεμούσε με μια στρατιά από Ορκ. Σαν τους αποτελείωσε έναν-έναν, γύρισε στην Λύριεν λαχανιασμένος.
«Θα χρειαστώ ένα τόξο» του αποκρίθηκε.
Ο πρίγκιπας σπατάλησε ένα λεπτό για να το σκεφτεί. Στο τέλος της έδωσε μια ολόχρυση βαλλίστρα.
«Χρησιμοποίησέ την για να ξεφύγεις». Ήταν τόσο κοντά της που είδε την ανησυχία στα πράσινα μάτια του. «Πάρε το μονοπάτι πίσω από το Πλατύ Φαράγγι και θα σε οδηγήσει στην άλλη άκρη του ποταμιού. Εκεί θα βρεις μια βάρκα».
Η Λύριεν στερέωσε την βαλλίστρα στον ώμο της με το μυαλό της να της υπαγορεύει πως έπρεπε να βιαστεί. Οι καταποντισμοί θέριευαν, ένας Ορκ έμπηξε το σπαθί του στο στέρνο ενός ξωτικού κι έπειτα του έκοψε το κεφάλι. Αρπάζοντάς το από τα μαλλιά, το σήκωσε πανηγυρίζοντας.
«Φύγε τώρα!» την πρόσταξε ο πρίγκιπας σαν να έβλεπε το τέλος που πλησίαζε μέσα από την αντανάκλαση των ματιών της.
Δεν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει πέρα από το να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στράφηκε να τον κοιτάξει άλλη μια φορά όταν έφτανε στα απόκρημνα βράχια. Το σπαθί του χαράκωνε την ορδή των Ορκ που τον κύκλωναν. Μα ήταν πάρα πολλοί. Το φαράγγι ήταν γεμάτο εμπόδια και γκρεμούς κι έπρεπε να το διασχίζει με τα χέρια της γαντζωμένα στα τοιχώματα. Δεν ήταν πολύ μακριά όταν αντιλήφθηκε πως τα τερατόμορφα βουβάλια την είχαν ακολουθήσει. Η Λύριεν δεν έχασε την αυτοκυριαρχία της. Όπλισε το τόξο της με βέλη και σημάδεψε την αγέλη.
Είχε καταφέρει να τα τραυματίσει κάνοντάς τα να χάσουν την ισορροπία τους και να πέσουν στο κενό. Ήταν έτοιμη να διασχίσει την πέτρινη γέφυρα όταν αντίκρισε τον λύκο απέναντί της. Δεν είχε άλλα βέλη. Πίσω της κατέφταναν Ορκ με ματωμένες λάμες. Την κυρίεψε απόγνωση. Τα γαλάζια μάτια του λύκου πλανήθηκαν πάνω της μα δεν υπήρχε κανένα ζωώδες ένστικτο. Μόνο ένας σιωπηλός πόνος που τα χρόνια τον είχαν μαλακώσει. Το γκρίζο τρίχωμά του είχε ασπρίσει και ακόμη κούτσαινε ανεπαίσθητα. Η Λύριεν αναρίγησε όταν ο λύκος παραμέρισε για να περάσει από δίπλα του.
Η καρδιά της έτρεμε όσο διέσχιζε τα βήματα που τους χώριζαν. Η εκδίκηση τους ένωνε, ένας αιώνιος δεσμός που είχε καταραστεί και σημαδέψει τις ζωές τους και τώρα η συγχώρεση θα τους λύτρωνε. Για πρώτη φορά η Λύριεν ένιωσε την ψυχή της ανάλαφρη σαν πούπουλο. Και τι έκπληξη· η κακοσκουφίτσα, η αδάμαστη Λύριεν είχε ψυχή. Ο λύκος την άφησε να απομακρυνθεί αρκετά και τότε έδειξε τα κοφτερά του δόντια στους Ορκ. Σε κάθε διασκελισμό της, η Λύριεν ένιωθε δειλή. Το σύννεφο καπνιάς είχε απλωθεί πια παντού, μύριζε την καμένη γη και την καμένη σάρκα. Οι κοιλάδες, τα λιβάδια και τα σπαρτά είχαν γίνει παρανάλωμα πυρός. Ακόμη και ο ουρανός είχε μια πορφυρή απόχρωση. Κάθε βογγητό σήμανε θάνατο. Η πανέμορφη πόλη των Γιγάντων είχε μετατραπεί σε μια θάλασσα φωτιάς.
Η Λύριεν γλίστρησε καθώς κατηφόριζε και βρέθηκε με τα μούτρα στην ακτή. Ο λύκος ακόμη πολεμούσε, παρόλο που η γούνα του ήταν γδαρμένη, τρυπημένη από δεκάδες βέλη. Οι βράχοι-γίγαντες πλέον ήταν ένας σωρός από θρυμματισμένες κοτρόνες, αραδιασμένες στην όχθη. Η βάρκα ήταν εκεί, όπως της είχε υποσχεθεί ο πρίγκιπας. Την έσυρε στο ποτάμι και βάλθηκε να κάνει κουπί ταράζοντας τα νερά. Το αιμάτινο κουφάρι του λύκου κύλησε από τον λόφο και προσγειώθηκε στην όχθη με ένα ξερό γδούπο. Την είχε σώσει.
Κούρνιασε στην άκρη της βάρκας αγκαλιάζοντας τα γόνατά της κι έκλαψε γοερά καθώς το ρεύμα την έπαιρνε μακριά, σε μια νέα γη, πιο μακριά από ποτέ από το σπίτι της.
Σελίνα Χρυσουλάκη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki