Φρατζέσκος και υιός

Θοδωρή Δημητρακόπουλου


Ο κος Φρατζέσκος, δικηγόρος σοβαρός,
μόνος έστησε γραφείο, ο πατέρας μαραγκός,
μόνος έτρεχε όλη μέρα σ’ εκδηλώσεις, σε χορούς,
κι αν βρεθεί σε μαγαζί, παπουτσάδικο ή ταβέρνα,
πάντα αφήνει μια καρτούλα και αχρείαστος να είναι,
διαρκώς χαμογελά και στον ύπνο του ακόμα,
κι από τότε που θυμάται δεν του ανήκει Κυριακή,
το πρωί στην εκκλησία, πελατεία για να βρει,
το απόγευμα στο γήπεδο, την ομάδα για να δει
ΠΟΛΥΒΑΡΑ Ε Ο Ε, φορά πράσινο κασκόλ,
κι όταν βρίζουν οι οπαδοί, λέει καμιά βρισιά κι αυτός.

Όμως δεν παραπονιέται, οι δουλειές πήγαν καλά,
πήρε και ένα γραφείο, Πατησίων χαμηλά,
πήρε και μια κοπέλα, προίκα δεν είχε πολλή,
όμως ήσυχη, υπάκουη, άσε πόσο τον θαυμάζει
-2 διαμερισματάκια κάπου προς τη Λαμπρινή-
κάνανε και έναν γιο και τον βγάλανε Πασχάλη,
του πεθερού τ’ όνομα για να μην τον πικράνει
και για τον μικρό Πασχάλη πόσα όνειρα έχει κάνει,
θα σπουδάσει νομικά, όχι όμως σαν κι αυτόν
ένα πτυχίο ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ, και μεταπτυχιακό,
μα και διδακτορικό, φυσικά στη Γερμανία,
κι όταν θα ολοκληρώσει τις λαμπρές του τις σπουδές,
το γραφείο θ’ αναλάβει και ανατριχίλα τον πιάνει,
όταν σκέφτεται πως βάζει την ταμπέλα τη χρυσή,
άσε όταν θα πηγαίνουν στα δικαστήρια μαζί,
«ο γιος;» «ναι ναι» «δικηγόρος και αυτός;» «ναι ναι»
Μα ο Πασχάλης ο μικρός από το Δημοτικό
λίγα πράγματα έχει δείξει, με το ζόρι βγάζει 8
«στα Μαθηματικά υστερεί στα θεωρητικά είν’ καλός»
μα και στο Γυμνάσιο 16 με το ζόρι, 15,8
κι αυτό χάρη στον μπαμπά του όλο πάει, παρακαλά
«θα διαβάζει πιο πολύ» «πάει για τη Νομική»
και διαβάζουνε μαζί Μαθηματικά Χημεία
μα ο Φρατζέσκος δεν σκαμπάζει και χειρότερα τα κάνει.
Έλα που είχε πελάτη συνταξιούχο χημικό
που στις τράπεζες χρωστούσε «μου το ήπιανε το αίμα»
μάθημα αναλαμβάνει, στον Πασχάλη για να κάνει
σε όλα τα θετικά «εκεί υστερεί πολύ».
Κι έτσι κάθε Τρίτη Πέμπτη ο κος Πίπης καταφτάνει
μα οι βαθμοί δεν ανεβαίνουν και οι δίκες να πληθαίνουν
σ’ έναν μήνα μοναχά κάναν 3 ανακοπές.
Και μια Πέμπτη που δεν είχε στο γραφείο πολλή δουλειά
επιστρέφει νωρίς σπίτι, λίγο μάθημα να δει,
η γυναίκα στο σαλόνι τηλεόραση χαζεύει,
όλα φυσιολογικά, ξάφνου όμως η μαχαιριά,
από το δωμάτιο γέλια ακούει τρανταχτά
«δεν ακούς;» «έτσι όλο κάνουν» «και δεν πας» «πήγα πριν τυρόπιτα»
άνοιξε χωρίς να χτυπήσει και του ‘πέσαν τα μαλλιά,
ΣΤΟΙΧΗΜΑ έγραφε ο Πίπης κι έτρωγε τυρόπιτα
κι ο Πασχάλης απ’ την άλλη το χρυσό του το καμάρι
στο κομπιούτερ που ‘χαν πάρει, στη μελέτη να βοηθά,
PAC MAN έπαιζε γελώντας, πήγαινε ευτυχώς καλά…
Τις φωνές βάζει ο Φρατζέσκος έξω τον Πίπη πετά
«τζαμπατζή χάσου από ‘δω» «να μου δώσεις τους φακέλους»
«δεν σου δίνω τίποτα να ερημοδικαστείς»
«άντε ρε σου φταίω εγώ που ο γιος σου δεν τα παίρνει»
πιο καλά να του ‘χε ρίξει μες στη μούρη μια μπουνιά.

Και στο Λύκειο τα ίδια 15 και ½
Φροντιστήριο ούτε λόγος, σπίτι με καθηγητές
κι όχι βέβαια σαν τον Πίπη, τους καλύτερους του φέρνει,
άλλον βρήκε για Αρχαία, άλλη για Νέα Ελληνικά,
βουλευτή έβαλε μέσο, με τον Φούκα να βρεθεί,
που ‘ν’ στην Έκθεση κορυφή, μαθητής του Παπανούτσου,
στο γραφείο του τον δέχτηκε, λες και ήταν υπουργός,
κόσμος μπαίνει κόσμος βγαίνει, το τηλέφωνο χτυπά
όλοι οι τοίχοι καρυδιά και τα έπιπλα με δέρμα
«δεν γινόμουν φροντιστής» σκέφτεται κι αναστενάζει
ένα φάκελο εξετάζει κι αυστηρά τονε κοιτάζει
δέχεται να αναλάβει τον… Πασχάλη μόνο δοκιμαστικά
θα ‘ρθει να τον εξετάσει (αύριο 18:10) κι αν του κάνει, συνεχίζουν,
150 ευρώ την ώρα και θα του έχουν και γλυκό
Σοκολάτα; Σιροπιαστό; Γλυκό να ‘ναι κι ό, τι να ‘ναι
κι η απόδειξη για 10 του γελάει πονηρά.

Την επόμενη ημέρα τρέχανε απ’ το πρωί
με κοστούμι ο Πασχάλης λες και είχανε γιορτή
φώτισαν κι όλο το σπίτι, φώτα σαν Πρωτοχρονιά,
18:10 νταν το κουδούνι τους χτυπά
βιαστικά μπήκε ο Φούκας, ούτε καν τους χαιρετά,
στο δωμάτιο πηγαίνουν, το χρονόμετρο πατά
«το γλυκό;» φέρνει γρήγορα η μαμά εκλεκτό προφιτερόλ
«από τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ» τρώει ούτε της μιλά
19:00 νταν βγαίνει ο Φούκας «πώς τα πήγατε καλά;»
«δεν θα τον αναλάβω» «γιατί;» «δεν τραβά
ετοιμάστε τον για έξω, Ιταλία, Βουλγαρία»
νευριάζει ο Φρατζέσκος, μα δεν λέει τίποτα
ο Πασχάλης στη γωνιά «μπαμπά τα πήγα καλά;»
«τι σε ρώτησε εκεί μέσα;» «να του γράψω, τι μ’ αρέσει»

Φτάσανε οι Πανελλήνιες, 15 και 9
«θα πας στην Ιταλία, στην Μπολόνια» «καλά»
μες στο καλοκαίρι αρχίζει τα υπερεντατικά
με τον κο Ματέο, δεν μαθαίνει τίποτα,
μόνο κάτι βασικά, για τουρίστας μια χαρά
βρήκανε διαμέρισμα, να ‘ναι κοντά στη σχολή,
τον φιλάει σταυρωτά και τον αποχαιρετά…

Πέρασε κοντά 1 χρόνος κάτι δεν του πάει καλά
πολύ εύκολα προσαρμόστηκε ο Πασχάλης στη Μπολόνια
τα ιταλικά φαρσί, συνεννοείται μια χαρά
τα μαθήματα περνάει δίχως βοήθεια καμιά,
ούτε για τις γιορτές δεν ήρθε, θέλει, λέει, να μελετά
φεύγει εκτάκτως για Μπολόνια, είχε πίτες, γεμιστά
πέρασε από το σπίτι, όλα πεντακάθαρα,
πέρασε απ’ τη σχολή, ούτε απ’ έξω δεν πατά
τρέχει, ψάχνει στη Μπολόνια, τον Πασχάλη για να βρει
και να μην ξέρει τη γλώσσα, αγενείς οι Ιταλοί,
βρήκε έναν συμφοιτητή, Αρεοπαγίτη γιο,
του ‘δωσε διεύθυνση σε συνοικία σκοτεινή,
ερωτευμένος ο Πασχάλης μ’ Ολλανδέζα αναρχική
κι είναι και ωραία κοπέλα, 2 μ. κατάξανθη
«τι του βρήκε του Πασχάλη;» ο πατέρας του απορεί
«έλα σπίτι» «εδώ θα μείνω» «κι η μαμά σου;» «εγώ δεν φεύγω»
του ‘ριξε κι η Ολλανδέζα στο καλάμι μια κλωτσιά,
τι να κάνει ο Φρατζέσκος, είχε πια απελπιστεί
«βγάλε του μεταγραφή» πάει, να βρει τον βουλευτή.
«έχει χρόνια ασθένεια;» «όχι δόξα τω θεώ»
«ε αυτό είναι κακό θα σε στείλω στο γιατρό».

Δρ Π Μ Βαβαφίγκος, μες στο χώρο ονομαστός
άνοιξε έναν κατάλογο, τον κοιτά προσεκτικά
«ΜΠΟΥΓΑΤΣΙΑΣΗ» «τι ‘ν’ αυτό;» «γίνεται ζάχαρη το αίμα»
παίρνει τη μεταγραφή, την πληρώσανε χρυσή,
άσε που ‘φερε μαζί και τη Μάριαν την Ολλανδέζα
«τι του βρήκε του Πασχάλη;» ο πατέρας του απορεί
«έλα σπίτι» «εδώ θα μείνω» «κι η μαμά σου;» «εγώ δεν φεύγω»
του ‘ριξε κι η Ολλανδέζα στο καλάμι μια κλωτσιά
τι να κάνει ο Φρατζέσκος, είχε πια απελπιστεί
πάει, να βρει το βουλευτή «βγάλε του μεταγραφή»
«έχει χρόνια ασθένεια;» «όχι δόξα τω θεώ»
«ε αυτό είναι κακό, θα σε στείλω σε γιατρό»
Δρ Π Μ Βαβαφίγγος μες στο χώρο ονομαστός
άνοιξε έναν κατάλογο, τον κοιτά προσεκτικά
«ΜΠΟΥΓΑΤΣΙΑΣΗ» «τι ‘ν’ αυτό;» «γίνεται ζάχαρη το αίμα»
παίρνει τη μεταγραφή την πληρώσανε χρυσή,
άσε που ‘φερε μαζί και την Μάριαν την Ολλανδέζα.

Ευτυχώς κουτσά στραβά 2 έτη τα περνά
όλα 5 φυσικά, μα περνά κουτσά στραβά,
τότε σκάει η συμφορά, η Μάριαν τον παρατά
για έναν Κνίτη με μαλλιά που δεν έλεγε πολλά
«ο Πασχάλης μας πιο ωραίος ε αντικειμενικά»
μα ο Πασχάλης αρρωσταίνει, τη σχολή την παρατά
όλο κλαίει, αναστενάζει, έχασε 10 κιλά,
βόλτες πάει με τον μπαμπά «φάε αγόρι μου μια πάστα».

Μα μια μέρα ξαφνικά ο Πασχάλης μια χαρά
γνώρισε κάτι παιδιά, του αγγίξαν την καρδιά
«τι παιδιά;» «θα τους δεις το απόγευμα»
'σκάσαν 5 νεοναζί κουρεμένοι όλοι γουλί
«είσαστε στη Νομική;» «ΜΑΛΙΣΤΑ» όλοι μαζί
πέρασε η μελαγχολία ξαναπάει στη σχολή
πάει και με τους νεοναζί κούρεψε και τα μαλλιά
μα ήταν ήσυχα παιδιά, ένας ήταν γιος εφέτη,
άλλος ήταν γιος παπά, ένας ήταν Αλβανός !
μόνο συζητήσεις κάνουν κάνα σύνθημα στους τοίχους
βρίζουνε τους μετανάστες και μετά γραμμή στο σπίτι,
διάβασμα και φαγητό, γνώρισε άλλη κοπέλα,
Μαριάννα και αυτή, τραγουδίστρια-ηθοποιός
έχει φτιάξει και ομάδα «θα με πάρετε κι εμένα;»
«καλό είναι να ‘χει χόμπι» λέει ο μπαμπάς του γελαστός
στην ομάδα ο Πασχάλης, τη σχολή παραμελεί
«δεν πειράζει ας ξεσκάσει» 1 έτος είχε μείνει
τον ακούει που απαγγέλλει «ΛΟΓΙΑ ΛΟΓΙΑ ΛΟΓΙΑ ΛΟΓΙΑ»
και παράσταση αναεβάζουν ΤΣΕΧΩΦ ΟΙ 3 ΑΔΕΡΦΕΣ
έπαιζε και ο Πασχάλης τη σχολή παραμελεί
έπαιζε και ο Πασχάλης κι είχε ρόλο σοβαρό
έκανε έναν χοντρό που κρατούσε ένα βιολί
η παράσταση για γέλια, πέφτανε τα σκηνικά
βγαίνει και η Μαριάννα και ουρλιάζει σαν τρελή,
η παράσταση τελειώνει, χειροκρότημα χλιαρό
μα όταν γύρισαν στο σπίτι, βόμβα ρίχνει ο Πασχάλης
«ΘΕΛΩ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΝΑ ΓΙΝΩ» κάγκελο κι οι 2 γονείς…
Γράφτηκε και σε σχολή της ΧΟΥΡΜΟΥΖΗ-ΜΑΛΑΚΩΦ
800 ευρώ το μήνα «ρε δεν άνοιγα σχολή»
πάει πια η Νομική, ούτε απ’ έξω δεν πατά
αρρωσταίνει ο Φρατζέσκος «θα του κόψω τα λεφτά»
νευριάζει ο Πασχάλης και το σπίτι παρατά
κλάμα η κα Φρατζέσκου «ΦΕΡΕ ΠΙΣΩ ΤΟ ΠΑΙΔΙ»
τρέχει, ψάχνει, να τον βρει, πέρασε κι απ’ τη σχολή (της ΧΟΥΡΜΟΥΖΗ ΜΑΛΑΚΩΦ)
το τηλέφωνο χτυπά «Πασχαλάκο γύρνα σπίτι»
όμως ήταν ο Μπελιάς, ο πελάτης του ο πρώτος
ήθελε να τον ρωτήσει, αν απόφαση είχε βγει
που του όφειλαν λεφτά για 100 κιλά τυρί
«δεν μας παρατάς κι εσύ» το τηλέφωνο του κλείνει
1 η φορά στη ζωή του αποπήρε έναν πελάτη…
Γύρισε ο Πασχάλης σπίτι όλα ωραία και καλά
μα μετά από κανά μήνα τον παράτησε η Μαριάννα
για έναν ποιητή βρωμύλο, για έναν αιώνιο φοιτητή
έναν που τον ζει ο μπαμπάς του (ανεξάρτητος αυτός)
έβγαλε και συλλογή «ΒΡΕ ΚΕΚΕΞ ΚΟΥΑΞ ΚΟΥΑΞ»
αηδίες δηλαδή «την αφήνω τη σχολή» (της ΧΟΥΡΜΟΥΖΗ ΜΑΛΑΚΩΦ)
ξαναπάει στη Νομική και διαβάζει σαν σκυλί
«έτσι αγόρι μου να δει, τι έχασε η άτιμη»
«ΜΗΝ ΤΗ ΒΡΙΖΕΙΣ!»

Πήρε τελικά πτυχίο, 5,35
πήγαν στην ορκωμοσία, ο Φρατζέσκος μια χαρά
μετά πήγαν για σουβλάκια, κι εκεί λίγο το κρασί
λίγο η ξεχωριστή μέρα κι η λιακάδα η χρυσή
βγάζει λόγο ο Φρατζέσκος για το μέλλον το λαμπρό
θ’ ανοίξει τη δουλειά, το γραφείο θ’ ασχοληθεί
και με άλλα αντικείμενα πιο μοντέρνα, ρε παιδιά,
κι άμα όλα παν καλά, παίρνουνε και συνεργάτη,
χαμαλίκια για να κάνει, να μην τρέχουνε αυτοί,
ε θα βρουν κανά παιδάκι, θα του δίνουνε και κάτι
«δεν ειν’ όλοι τυχεροί σαν εσένανε Πασχάλη»
που σουβλάκια κατεβάζει, αύριο σαν να μην υπάρχει.

Άσκηση ούτε πατά, νέα αγάπη είχε βρει
σκηνοθέτης θέλει να γίνει, γράφτηκε και σε σχολή,
στου Σταυράκου φυσικά, φαρμακείο και εκεί,
ερωτεύτηκε ξανά μια κοπέλα απ’ τη σχολή
που τη λένε Κατερίνα, τέλειωσε Φαρμακευτική,
με μια κάμερα γυρνάνε κι ό,τι βλέπουν το τραβάνε
πάνε κι από το γραφείο «χαμογέλασε μπαμπά»
έρχονται και άλλα ψώνια, κάτι αντιπαθητικοί,
τις κοπέλες χαϊδεύουν, λες και έχουν παντρευτεί
«εσείς βλέπετε σινεμά;» «ΟΧΙ» απαντά ο Φρατζέσκος
σχεδιάζουνε ταινία για το δράμα των προσφύγων
πήγανε στην Ελευσίνα, μα δεν ξέραν να γυρίσουν,
κι έπειτα η Κατερίνα την αφήνει τη σχολή,
έπιασε δουλειά ταμίας σε κατάστημα της ΠΕΙΡΑΙΩΣ
«ρε τι άνθρωποι ειν’ αυτοί» παρατάει τη σχολή
πάει, απειλεί ο Φρατζέσκος καταφέρνει τελικά
κάτι να του επιστρέψουν απ’ τα τσάμπα δίδακτρα.

Πέρασε τις εξετάσεις, παίρνει άδεια τελικά
βάλανε και πινακίδα, παραγγελία ειδική
την κοιτάζει ο Φρατζέσκος, μα δεν ένιωσε χαρά,
αγοράσαν και κοστούμια θερινά-χειμερινά
πήρε και καμπαρντίνα, για να δείχνει σοβαρός
το γραφείο δεν τον βλέπει, καμπαρντίνα κρεμασμένη
άρχισε να πιάνει σκόνη, δαιμονίζεται ο Φρατζέσκος
σκέφτεται να την πετάξει, μα λυπάται τα λεφτά.

Του ‘τριξε όμως τα δόντια, άρχισε ψιλοπατά,
του ‘δωσε, να γράψει κάτι, αγωγή τιμολογίων,
τυραννιόταν 10 μέρες, τζίφος όμως η δουλειά,
κι αν τον στείλει πουθενά, χάνεται όλη τη μέρα,
μάλωσε με τον Γκιουλέκα, που ‘ν’ πελάτης εκλεκτός,
κι ας του ζήτησε συγνώμη, ο Γκιουλέκας άντε γεια,
και αντίκρυ όταν τον βλέπει το κομπιούτερ να χαζεύει,
μια θλίψη τονε πιάνει, τότε κάτι πρέπει να κάνει,
τα συρτάρια καθαρίζει, τα παλιόχαρτα πετά,
ξεχασμένα σχετικά, ημερολόγια ’90,
σουβλατζίδικων προσπέκτους που ‘χουν κλείσει προ πολλού
«τι σ’ έπιασε μπαμπά;» «τίποτα… μια χαρά,
εσύ τι κοιτάς τόση ώρα;» «σεμινάρια για σεφ»


Θοδωρής Δημητρακόπουλος
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki