Κωνσταντίνας Τσουκαλά
Ο παγωμένος αέρας σφύριζε δυνατά και το χιόνι είχε σκεπάσει το μικρό ορεινό χωριό. Ο Αστέρης καθόταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι και χάζευε τις φλόγες που χόρευαν αγκαλιασμένες. Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα τα περνούσε στο χωριό της μαμάς του παρέα με τη γιαγιά Ελπίδα. Την Πρωτοχρονιά ερχόταν και οι γονείς του και υποδέχονταν όλοι μαζί την καινούρια χρονιά.
Η παλιά πόρτα έτριξε ανοίγοντας και η γιαγιά μπήκε στο σπίτι με την αγκαλιά της γεμάτη ξύλα.Έριξε δύο μεγάλα κούτσουρα στο τζάκι και κάθισε στην κουνιστή της πολυθρόνα.
"Θέλεις ένα ζεστό γάλα,μάτια μου;" ρώτησε τον Αστέρη.
"Μου αρέσει περισσότερο το μυρωδάτο τσάι που μαζεύεις από το βουνό και θέλω να μου κάνεις και μία χάρη" αποκρίθηκε ο Αστέρης.
"Θέλω να μου πεις ένα παραμύθι που να μην μου το έχεις ξαναπεί" είπε ο Αστέρης και τα μάτια του έλαμψαν από προσμονή γιατί ήξερε ότι η γιαγιά μπορούσε να σκαρφιστεί καινούρια παραμύθια στη στιγμή.
Η γιαγιά χαμογέλασε, άφησε τη χρωματιστή κούπα με το τσάι μπροστά του και κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα.
"Πριν από πολλά χρόνια λοιπόν, σε μιαν άλλη εποχή, σε μια χώρα μακρινή,ζούσε ο βασιλιάς Καλόκαρδος. Στο βασίλειο του ζούσαν όλοι ευτυχισμένοι γιατί ήταν καλός βασιλιάς και αγαπούσε τους ανθρώπους.
Ο βασιλιάς είχε μια μοναχοκόρη που την έλεγαν Φεγγαρόλουστη επειδή το βράδυ που είχε γεννηθεί είχε πανσέληνο και το φως του φεγγαριού έλουζε τα πάντα.
Εκείνο το βράδυ είχε μείνει για πάντα χαραγμένο στην καρδιά του βασιλιά γιατί είχε συμβεί το καλύτερο και το χειρότερο στη ζωή του. Το καλύτερο ήταν ότι είχε έρθει στη ζωή του η Φεγγαρόλουστη και το χειρότερο ότι η βασίλισσα του είχε φύγει για το σπίτι της στον ουρανό.
Η Φεγγαρόλουστη ήταν πολύ όμορφη. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά και μεγάλα γαλάζια μάτια και έμοιαζε πολύ στη μαμά της. Εκτός από όμορφη όμως ήταν και κακομαθημένη. Ο βασιλιάς για να της δείξει την αγάπη του της έκανε όλα τα χατίρια, όσο παράλογα κι αν ήταν.
Πίστευε ότι ήταν πιο όμορφη απ’ όλες,ότι ήταν η καλύτερη και ότι όλοι ήταν υποχρεωμένοι να ανέχονται το θυμό,τα νεύρα και τις ιδιοτροπίες της. Φερόταν πολύ άσχημα σε όσους δούλευαν στο παλάτι και σε όσους ζούσαν στο χωριό.
Το βασίλειο βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα και τα ταξίδια που έκαναν οι έμποροι σε άλλα μέρη μακρινά έφερναν πολλά προϊόντα και πολλά χρήματα στο βασίλειο. Τα θαλασσινά ταξίδια όμως κρύβουν και κινδύνους και ο κίνδυνος έφτασε με τη μορφή μιας αρρώστιας που σκότωνε τους ανθρώπους.
Ο βασιλιάς διέταξε να κλειστούν όλοι στα σπίτια τους για να μην κολλήσει την αρρώστια ο ένας στον άλλο. Επέτρεψε να βγαίνουν μόνο στις αυλές τους. Από φόβο μην κολλήσει η Φεγγαρόλουστη την αρρώστια και τη χάσει έδιωξε από το παλάτι όλο το προσωπικό.
Η Φεγγαρόλουστη την πρώτη μέρα ήταν πολύ χαρούμενη. Επιτέλους είχαν φύγει οι χωριάτες από το παλάτι και δεν της έσπαγαν τα νεύρα. Δεν μπορούσε να ανεχθεί την αμορφωσιά τους, τα παλιά ρούχα τους, τον τρόπο που μιλούσαν, τα άσχημα πρόσωπα τους.
Τη δεύτερη μέρα της απομόνωσης όμως τα συναισθήματα της άλλαξαν. Τώρα ήταν αναγκασμένη να ντύνεται μόνη της, να μαγειρεύει και να καθαρίζει η ίδια και να ακούει και το κήρυγμα του πατέρα της που ασχολούνταν συνέχεια μαζί της γιατί δεν είχε να κάνει κάτι άλλο. Τελικά είναι πολύ κουραστικό να τα κάνεις όλα μόνη σου, σκέφτηκε και ήρθε στη θέση όλων αυτών που δούλευαν στο παλάτι για να τα βρίσκει αυτή όλα έτοιμα.
Άνοιξε την ντουλάπα της για να διαλέξει ποιο από τα χρυσοκέντητα φορέματα της θα φορούσε και την έκλεισε αμέσως γιατί σκέφτηκε ότι δεν θα το έβλεπε κανείς αυτό το φόρεμα. Έλυσε τα μακριά ξανθά μαλλιά της και απλά τα χτένισε, δεν υπήρχε λόγος να κάνει κάποιο περίτεχνο χτένισμα γιατί δεν θα το έβλεπε κανείς· δεν ήξερε άλλωστε και πως να το κάνει.
Αφού αυτή περνούσε τόσο βαρετά στο παλάτι, πώς να περνούσαν άραγε οι χωρικοί στα φτωχόσπιτα τους, αναρωτήθηκε. Άνοιξε το παράθυρο και ένα δροσερό αεράκι μπήκε στο δωμάτιο φέρνοντας μαζί του ένα άσπρο φτερό που στρογγυλοκάθισε πάνω στα παπούτσια της. Το πήρε στα χέρια της αλλά αυτό ξέφυγε και ξανακάθισε στα παπούτσια της. Το κοίταξε παραξενεμένη και τότε το φτερό κουνήθηκε τρεις φορές σαν να τη προσκαλούσε να φορέσει τα παπούτσια της,πράγμα και το οποίο έκανε.
Πώς θα έβγαινε όμως από το παλάτι χωρίς να την δει ο πατέρας της; Ένας δυνατός ήχος από το κλαδί του πεύκου που χτύπησε στο παράθυρο της σπρωγμένο από τον αέρα που δυνάμωνε της έδωσε την απάντηση. Σκαρφάλωσε προσεχτικά στο δέντρο και σε λίγο τα πόδια της πατούσαν το χώμα του κήπου.
Τα βήματα της την οδήγησαν στο πρώτο σπίτι του χωριού και είδε την οικογένεια που ζούσε εκεί να βρίσκεται στην αυλή. Κρύφτηκε πίσω από τους φουντωτούς θάμνους και παρατήρησε τα παιδιά με τα φτωχικά ρούχα που έπαιζαν κυνηγητό φωνάζοντας χαρούμενα και τους γονείς τους που χαμογελούσαν καθαρίζοντας δυο μεγάλα ψάρια μέσα σε μια λεκάνη.
Στο επόμενο σπίτι η οικογένεια βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Η μητέρα ζύμωνε σε μια μεγάλη σκάφη και έδινε κομμάτια ζύμης στα δύο μικρά κορίτσια που γελώντας έφτιαχναν κορδόνια, τα ένωναν και τα έβαζαν σε ταψιά. Ο πατέρας άλειφε με αυγό τα κορδόνια και έβαζε τα ταψιά στο φούρνο της ξυλόσομπας. Όλοι φαινόντουσαν τόσο χαρούμενοι.
Και στα υπόλοιπα σπίτια οι άνθρωποι ήταν απασχολημένοι με απλές δουλειές, έδειχναν όμως τόσο ευτυχισμένοι και απολάμβαναν την παρέα των αγαπημένων τους. Τελικά τα παλάτια, τα χρήματα και η ομορφιά δεν σε κάνουν ευτυχισμένο, η ευτυχία βρίσκεται μέσα σου, δεν στην προσφέρουν οι άλλοι.
Σκαρφάλωσε στο δέντρο ακόμη μια φορά και μπήκε στο δωμάτιο της, ευτυχώς ο πατέρας της δεν είχε καταλάβει την απουσία της. Κάθισε προβληματισμένη στο κρεβάτι της και αιφνίδια ο δυνατός αέρας άνοιξε το παράθυρο και μεγάλα φύλλα άσπρου χαρτιού άρχισαν να πετάνε μέσα στο δωμάτιο όμοια με λευκά περιστέρια. Αφού συνέχισαν τον τρελό χορό τους για λίγα λεπτά προσγειώθηκαν στο κρεβάτι της.
Με μια σύντομη πτήση το λευκό φτερό κάθισε επάνω τους. Κουνήθηκε τρεις φορές και άρχισε να ζωγραφίζει στο πρώτο φύλλο. Πάνω του εμφανίστηκαν οι γονείς της χαμογελαστοί να περπατάνε μέσα στο χωριό και να μοιράζουν δώρα στους χωρικούς οι οποίοι χαρούμενοι τους φύλαγαν τα χέρια και τους κερνούσαν ό,τι είχε ο καθένας στο σπιτικό του.
Το πρώτο φύλλο έκανε στην άκρη και το φτερό συνέχισε να ζωγραφίζει στο δεύτερο. Τώρα εμφανίστηκε η ίδια μουτρωμένη να περιγελά, να φωνάζει και να τιμωρεί τους χωρικούς, οι οποίοι στεναχωρημένοι την κοίταγαν με τα θλιμμένα μάτια τους γεμάτα δάκρυα.
Το δεύτερο φύλλο έκανε στην άκρη και το φτερό σκούντησε τρεις φορές το χέρι της. Η απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της και τότε αυτό σφήνωσε ανάμεσα στα δάχτυλα της. Το χέρι της άρχισε να ζωγραφίζει και στο χαρτί εμφανίστηκε η πρώτη εικόνα με την ίδια στη θέση της μητέρας της. Όταν η εικόνα συμπληρώθηκε το φτερό έβαλε τελεία και παύλα. Έτσι η Φεγγαρόλουστη κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει για να ζήσει αυτή καλά και οι χωρικοί καλύτερα."
Η γιαγιά χάιδεψε με το βλέμμα της τον Αστέρη που είχε γείρει το κεφάλι του στο αφράτο μαξιλάρι του καναπέ και ζούσε τα δικά του παραμύθια στο μαγικό κόσμο των ονείρων.
Κωνσταντίνα Τσουκαλά
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki